goodbye1.jpg
της Καλλιόπης Πουτούρογλου

Good Bye, Mohammad Rasoulof
«Αν αισθάνεσαι ξένος στην ίδια σου τη χώρα, είναι καλύτερα να την εγκαταλείπεις και να ζεις σαν ξένος σε ξένη χώρα», λέει η ηρωίδα σε κάποια σκηνή της ταινίας. Η επιθυμία της αναχώρησης από μια κοινωνία που καταστέλλει κάθε είδους ελευθερία αλλά και η αδυναμία διαφυγής από έναν τόπο-φυλακή, όπως το σύγχρονο Ιράν, είναι ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται η τελευταία ταινία του Ρασούλοφ. Μια νεαρή δικηγόρος με πρώην ακτιβιστική δράση, που της έχει αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος, καταστρώνει με τη βοήθεια ενός ειδικού γραφείου σχέδιο απόδρασης από την Τεχεράνη. Η εγκυμοσύνη της θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εξασφάλισης της πολυπόθητης βίζας. Μόνο που ο άντρας της είναι απών-λόγω της αντικαθεστωτικής του δράσης- και η εγκυμοσύνη δεν εξελίσσεται ομαλά, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα. Σε ένα ψυχρό και διαρκώς απειλούμενο περιβάλλον που δίνεται με μινιμαλιστικό τρόπο,  το παγωμένο και αγέλαστο πρόσωπο της ηρωίδας κουβαλάει  μια μόνιμη θλίψη και γίνεται το πορτρέτο μιας εγκλωβισμένης αστικής κοινωνίας, αδύναμης να αντιμετωπίσει τα συνεχή εμπόδια που ορθώνονται μπροστά της. Γραφειοκρατία, διαφθορά, αστυνόμευση, θάνατος. Και οι γυναίκες φαίνονται να είναι τα πιο ευάλωτα θύματα. Ο Ιρανός σκηνοθέτης αποδίδει με τον πιο άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο ένα εφιαλτικό σκηνικό, στο οποίο η ηρωίδα κινείται σαν υπνοβάτης. Δημιουργεί έτσι  μια αίσθηση μυστηρίου, μια ατμόσφαιρα διαρκούς αγωνίας που εντείνεται σε συγκεκριμένες σκηνές της ταινίας. Με αργά πλάνα και κάδρα σε γκρίζους και μπλε τόνους, αλλά και με εικόνες και διαλόγους που αποκαλύπτουν θραύσματα απλώς της ιστορίας, ο Ρασούλοφ καταφέρνει με ένα σιωπηλό τρόπο να υψώσει την πιο τολμηρή φωνή διαμαρτυρίας σε ένα καθεστώς του οποίου αποτελεί και ο ίδιος τραγικό θύμα. Η ταινία του που βγήκε λαθραία από τη χώρα –μαζί με το “This is Not A Film” του Jafar Panahi- προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών και τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα “Un certain Regard”. Ο σκηνοθέτης, καταδικασμένος σε εξαετή φυλάκιση απουσίαζε τότε από την αίθουσα.

legamin1.jpgLe gamin au velo, Jean-Pierre & Luc Dardenne
Ένα εντεκάχρονο αγόρι αναζητάει απεγνωσμένα τον πατέρα του, αρνούμενο να αποδεχτεί ότι αυτός το εγκατέλειψε σε ένα οικοτροφείο χωρίς καμία προειδοποίηση, αλλά και χωρίς να του παραδώσει το αγαπημένο του ποδήλατο. Μια γυναίκα που θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο του θα το βοηθήσει –με προσωπική αυταπάρνηση-να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια και να βρει την ασφάλεια και προστασία που  λαχταρούσε. Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κοινωνικό μελόδραμα γίνεται  -μέσα από την  καθαρά ρεαλιστική γραφή των Dardenne - αφορμή για εμβάθυνση σε ένα θέμα που απασχολεί σταθερά τους δυο δημιουργούς. Αυτό της οικογένειας και της γονικής ευθύνης. Θέτει όμως παράλληλα και την προβληματική του διλήμματος και της προσωπικής επιλογής, θεματικές γνωστές στο ανθρωποκεντρικό σινεμά των Βέλγων σκηνοθετών.  Στο «παιδί με το ποδήλατο» είναι κυρίαρχη η αίσθηση της συνεχούς μετακίνησης. Από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή ο μικρός ήρωας δραπετεύει από τόπους που τον εγκλωβίζουν, σε μια αέναη προσπάθεια αναζήτησης της ιδανικής εστίας. Στον αγώνα του αυτό το ποδήλατο δεν αποτελεί μόνο το μέσο που τον συνδέει με τον πατέρα, αλλά και κινητήρια δύναμη της αφήγησης. Με το γνωστό νατουραλιστικό τους ύφος οι Dardenne εστιάζουν στο ουσιαστικό-την απόγνωση από την πατρική απόρριψη αλλά και την προσαρμοστικότητα του παιδιού σε νέα περιβάλλοντα - με τον πιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο. Μπορεί να εγκαταλείπουν παλιές συνήθειες, όπως την προσκόλληση της κάμερας στα πρόσωπα ή να υιοθετούν κάποιες νέες, όπως τη συγκρατημένη εισαγωγή της μουσικής σε κομβικά σημεία της αφήγησης, διατηρούν όμως την ίδια αίσθηση του απέριττου μέσα από τους λιτούς διαλόγους και το κοφτό μοντάζ. Αυτό όμως που προσδίδει έναν πιο συναισθηματικό τόνο στην ταινία  είναι το παραμυθικό στοιχείο που εισάγεται με το ρόλο της ηρωίδας. Το μικρό «αγρίμι» καταφεύγει στην αγκαλιά της «καλής νεράιδας», η οποία όχι μόνο του προσφέρει με βιβλική ανιδιοτέλεια προστασία από τον έξω κόσμο, αλλά και το βοηθάει με τη στάση της να ενηλικιωθεί. Το παιδί με το ποδήλατο αποτελεί  τον υπέρτατο νταρντενικό ήρωα.  Από το νεαρό στο μηχανάκι της «Υπόσχεσης»(1996) ως τη «Ροζέττα» (1999) και από το «Γιο» (2002) ως το «Παιδί» (2005)-του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί η κινηματογραφική συνέχεια- οι Dardenne εξακολουθούν με την ίδια εμμονή να εστιάζουν σε έναν κόσμο που δεν πιστεύει σε θαύματα, αλλά στηρίζεται στη συνειδησιακή ωρίμανση και στην καλοσύνη των άλλων. 
istanb5.jpg
Toll Booth, Tolga Karacelik

Η ταινία εστιάζει σε έναν υπάλληλο σταθμού διοδίων. Σοβαρό, τυπικό, λιγομίλητο, μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Έναν ερμητικά κλειστό άνθρωπο, ψυχρό και απόμακρο, που οι συνάδελφοί του αποκαλούν ρομπότ. Στο σπίτι ο ήρωας φροντίζει τον αδύναμο αλλά αυταρχικό πατέρα του, ο οποίος τον καταπιέζει και τον βασανίζει ψυχολογικά. Η μονοτονία της δουλειάς και η συσσωρευμένη πίεση θα οδηγήσουν τον ήρωα από την αντικοινωνικότητα και την απομόνωση στον κόσμο του παράλογου και των παραισθήσεων με τρόπο βίαιο και κωμικοτραγικό. Οι εμμονές, η φυγή στον κόσμο της φαντασίας και η επαναφορά του στην πραγματικότητα δίνονται με έξυπνο και χιουμοριστικό τρόπο, ενώ κοντινά και μακρινά πλάνα εναλλάσσονται για την απόδοση της σωματικής έντασης ή της αποξένωσης αντίστοιχα. Ο Karacelik, που υπογράφει και το σενάριο, καταφέρνει να στήσει μια ταινία με ενδιαφέρουσα κινηματογραφική φόρμα, η οποία κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Ένα θέμα γνωστό και από άλλες ταινίες του σύγχρονου τουρκικού κινηματογράφου, αυτό της αυταρχικής πατρικής φιγούρας και της προβληματικής σχέσης πατέρα-γιου (που είδαμε πρόσφατα και στο Majority του Seren Yuce), σε συνδυασμό με την ευρηματική χρήση του θαλάμου διοδίων μέσα στον οποίο είναι εγκλωβισμένος ο ήρωας, δίνουν τη δυνατότητα στο νέο δημιουργό να κατασκευάσει μια πρωτότυπη μαύρη κωμωδία με σουρρεαλιστικά στοιχεία.

Best Intentions, Adrian Sitaru
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ρουμάνου σκηνοθέτη Adrian Sitaru αφηγείται μια συνηθισμένη ιστορία, που συνέβη στον ίδιο και στη μητέρα του το καλοκαίρι του 2007. Αν και αυτοβιογραφική, η ταινία ξεπερνάει τα  προσωπικά και εθνικά σύνορα  για να αποδώσει με αυθεντικό τρόπο έναν τυπικό ανθρώπινο χαρακτήρα και έναν κόσμο  με οικουμενικό ενδιαφέρον.  Όταν η μητέρα του τριανταπεντάχρονου Alex  εισάγεται ξαφνικά σε νοσοκομείο επαρχιακής ρουμανικής πόλης με ελαφρύ εγκεφαλικό, η καθημερινότητα και οι αντιδράσεις του ήρωα αλλάζουν δραματικά. Αυτό που αρχικά εμφανίζεται ως  φυσιολογική ανησυχία ενός ευαίσθητου γιου εξελίσσεται σταδιακά σε μία γεμάτη ανασφάλειες νευρωτική συμπεριφορά. Και ενώ η  υγεία της μητέρας  σταθερά βελτιώνεται, η αγωνία και οι εμμονές του γιου εντείνονται εμφανίζοντας συμπτώματα υποχονδρίασης και επιθετικότητας, που τον μεταμορφώνουν σε αφελή, κωμικοτραγική φιγούρα. Παράλληλα τα  πρόσωπα που περιβάλλουν τη μητέρα κατά την  παραμονή της στο νοσοκομείο συμπληρώνουν το θίασο αυτής της σχεδόν σουρεαλιστικής ιλαροτραγωδίας. Όπως και σε άλλες ταινίες του σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά  το κινηματογραφικό ύφος  καθορίζει την ταινία. Η καθαρά ρεαλιστική και αποδραματοποιημένη αφήγηση,- που έχει ως αφετηρία την καχυποψία του ήρωα για το σύστημα υγείας της χώρας του-, τα μεγάλα πλάνα στα οποία σημαντικές και ασήμαντες πληροφορίες εμπλέκονται αξεδιάκριτα και το γνωστό  στοιχείο μαύρης κωμωδίας στήνουν το σκηνικό μιας πραγματικότητας οικείας στο θεατή με την οποία ταυτίζεται εύκολα. Η ταινία χρησιμοποιεί  αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά πλάνα, εστιάζοντας συχνά στον ήρωα μέσα από την οπτική προσώπων του κοντινού του περιβάλλοντος και δημιουργώντας έτσι μια τεταμένη ατμόσφαιρα διαρκούς έντασης . Ποτέ δε βλέπουμε την ταινία από την πλευρά του ήρωα, αλλά πάντα από την κάπως περίεργη ή αδιάκριτη αλλά διεισδυτική ματιά ενός τρίτου. Κι ενώ η ένταση από τη μεριά του ήρωα κορυφώνεται, ο Sitaru αποφεύγει εσκεμμένα οποιαδήποτε δραματική λύση, αναδεικνύοντας  απλά το γεγονός ότι πολλές φορές σε συνθήκες ψυχολογικής πίεσης οι καλύτερες προθέσεις καταλήγουν σε κωμικοτραγικές ενέργειες.
kiral2.jpg
Conscience, Erden Kiral
Ερωτικό μελόδραμα με κοινωνικές προεκτάσεις, που εμπνέεται από τις σελίδες των τουρκικών εφημερίδων, αποτελεί η ταινία του Erden Kiral. Η σκληρή ζωή στο εργοστάσιο σε μια κλειστή επαρχιακή πόλη, ένα παντρεμένο ζευγάρι και μια γυναίκα που θα μπει ανάμεσά τους, κυρίως όμως ο απαράβατος νόμος της υποταγής του θηλυκού στο αρσενικό, θα οδηγήσουν σε μια μοιραία σχέση τα τρία πρόσωπα της ιστορίας, τα οποία θα τολμήσουν να υπερβούν τα όρια, με τραγικές για αυτά συνέπειες. Το έντονο κόκκινο της φωτιάς που καίει στους κλιβάνους του εργοστασίου διαπερνάει τα σώματα και τις ψυχές και διατρέχει με ρυθμούς ταχύτητας φωτός τον κινηματογραφικό χώρο και χρόνο της ταινίας. Με ιδιαίτερη έμφαση στα βλέμματα, που διατηρούν αμείωτη την ένταση του πάθους, με μια έντονη κινητικότητα αλλά και με τη χρήση ψηφιακών μέσων ο Kiral επιχειρεί μια πρωτότυπη και δυναμική σκηνοθετική ματιά.
Η πρωταγωνίστρια Nurgul Yesilsay κέρδισε για την ερμηνεία της το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ της Αττάλειας(2008), ενώ η Tulin Ozen απέσπασε το βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου των Τούρκων κριτικών κινηματογράφου (SIYAD) (2009).
istanb7.jpg
Golden Horn, Erden Kiral
Ένας από τους μεγαλύτερους Τούρκους σκηνοθέτες, ο Erden Kiral, στρέφει το φακό του στην οικουμενική πόλη που απλώνεται γύρω από τον Κεράτιο κόλπο. Ένα ντοκιμαντέρ γεμάτο ήχους και χρώματα, νοσταλγία και ποιητική διάθεση για έναν κόσμο που αλλάζει αλλά που παραμένει πολύβουο σταυροδρόμι πολιτισμών.
Η Κωνσταντινούπολη, ως η αιώνια αγαπημένη, αλλά και ως άλλη καβαφική Ιθάκη, τόπος επιστροφής και αναζήτησης της ιστορικής και προσωπικής μνήμης του αφηγητή, αποκαλύπτει στον επισκέπτη το παλιό και το σύγχρονό της πρόσωπο ταυτόχρονα. Το λιμάνι και οι αγορές, οι γειτονιές και οι δρόμοι της που κατεβαίνουν στη θάλασσα, τα τείχη και τα μνημεία της, ζωντανεύουν από την εκτός κάδρου φωνή του αφηγητή που διανύει μια διαδρομή, από το Karakoy ως το Sultanahmet και από εκεί ως το Eyup, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Μια διαδρομή που κλείνει με τις μουσικές των δερβίσηδων και τα πανοραμικά νυχτερινά πλάνα πάνω από τον Κεράτιο, αλλά και με τους γνωστούς στίχους του Αλεξανδρινού ποιητή. Αν και η αναφορά στο οθωμανικό παρελθόν διατρέχει διακριτικά την ταινία, προβάλλεται ιδιαίτερα o πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της πόλης ως ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της. Εξαιρετικό όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προβολή από τον Kiral της συνύπαρξης δύο διαφορετικών θρησκευτικών κόσμων, του μουσουλμανικού και του ορθόδοξου χριστιανικού, που συμβιώνουν σε αυτήν ως παράλληλοι και όχι ως αντίθετοι τόποι λατρείας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξάλλου δηλώνει ότι « η ειρηνική συμβίωση» ήταν η κινητήρια ιδέα του πρώτου του αυτού ντοκιμαντέρ. Αυτό που ήθελε να κινηματογραφήσει ήταν από τη μια τον Κεράτιο, ως κράμα λαών και θρησκειών και από την άλλη τον τόπο που αποθανάτισε ο μεγάλος φωτογράφος Ara Guler και που κατά κάποιο τρόπο εξακολουθεί να υπάρχει σαν μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία.

Press, Sedat Yilmaz
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα το Press αποτελεί έναν ύμνο στον αγώνα για την ανεξαρτησία του Τύπου. Η ταινία παρακολουθεί τη δράση έξι δημοσιογράφων της κουρδικής εφημερίδας Ozgur Gundem, που με έδρα το Diyarbakir ξεκινούσαν στις αρχές του 1990, κάτω από εξαιρετικές πιέσεις και με ελάχιστα μέσα, το δύσκολο αγώνα τους για την αποκάλυψη της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή. Αν και η ταινία εστιάζει κυρίως στις απειλές, τους βασανισμούς, τις δολοφονίες και τις διώξεις της ηρωικής ομάδας από παραστρατιωτικές οργανώσεις, καταγράφει παράλληλα και το χρονικό της ενηλικίωσης ενός δεκαεφτάχρονου, που δουλεύει ως φύλακας στην εφημερίδα. Ο νεαρός ήρωας, μέσα από τη ματιά του οποίου δίνονται τα γεγονότα, αποκτά πολιτική και επαγγελματική συνείδηση στην πορεία αυτού του πεισματικού αγώνα. Κι ενώ με την τελευταία σκηνή η ταινία αποτίει φόρο τιμής στους μάρτυρες δημοσιογράφους της κουρδικής εφημερίδας, στην ουσία αποτελεί μια τολμηρή φωνή διαμαρτυρίας κατά της λογοκρισίας και της καταπάτησης της ελευθερίας της έκφρασης σε μια από τις πιο πολύπαθες χώρες στον τομέα αυτό.
Το Press τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής και το βραβείο FIPRESCI του εθνικού διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης 2011.