Augustine, Alice Winocour
Ταινία εποχής που αφηγείται την περίπτωση της Augustine, μιας 19χρονης υπηρέτριας που νοσηλεύεται με συμπτώματα «υστερίας». Ο γιατρός που την παρακολουθεί είναι ο Jean-Martin Charcot, αυτός που, με τις θεωρίες του σχετικά με τη γυναικεία υστερία και την ύπνωση, επηρέασε καθοριστικά τον μαθητή του Sigmund Freud. Η αφήγηση παρακολουθεί την ηρωίδα, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τις ασυνήθιστες για την εποχή –τέλη του 19ου αιώνα- θεραπευτικές μεθόδους.
Αν και η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδους ριμέικ της ταινίας του David Cronenberg, A Dangerous Method (2011), ωστόσο απομακρύνεται αρκετά από αυτή, αφού εδώ συναντάμε μια άλλη οπτική στη σχέση γιατρού- ασθενή. Υπάρχει η τυπική σχέση εξουσίας γιατρού-ασθενή, αλλά και μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης, αφού η νεαρή κοπέλα είναι μια αληθινή σταρ, απαραίτητη για τα ιατρικά συνέδρια, όπου ο γιατρός Charcot παρουσιάζει και υπερασπίζεται τη θεωρία του. Παράλληλα υπάρχει και μια κρυφή σχέση σεξουαλικής σαγήνης που δεν γίνεται αμέσως φανερή. Διατηρώντας ένα χαμηλό προφίλ καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, η ηρωίδα θα διεκδικήσει μόνο στο τέλος την πραγματική της θέση στη μυθοπλασία. Η σκηνοθέτις δεν αναπαράγει μόνο με πιστότητα το κλίμα της εποχής (και τις σχέσεις εξουσίας άνδρα- γυναίκας), αλλά παράλληλα σχεδιάζει και το πορτραίτο μιας νεαρής κοπέλας, λίγο πριν τη σεξουαλική της αφύπνισης, καθώς συνειδητοποιεί την τρομακτική δύναμη της σεξουαλικότητάς της.
Τον κεντρικό ρόλο της υπηρέτριας υποδύεται η γαλλίδα τραγουδίστρια Soko (ψευδώνυμο της Stéphanie Sokolinski).
Cherchez Hortense, Pascal Bonitzer
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Damien, ένας σινολόγος, που ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή και η καθημερινότητά του έχει αποσταθεροποιηθεί: η γυναίκα του –μια θεατρική σκηνοθέτις, στο ρόλο η πάντα γοητευτική Kristin Scott Thomas - τον εγκαταλείπει για έναν άλλο άνδρα και επιπλέον για λόγους ανδρικής τιμής (και όχι μόνο) είναι υποχρεωμένος να προστατεύσει μια νεαρή παράνομη μετανάστρια από την απέλαση…
Κριτικός, σεναριογράφος -σε ταινίες των Raoul Ruiz, Jacques Rivette, André Téchiné – και σκηνοθέτης ο Pascal Bonitzer στην τελευταία του ταινία προβάλλει μια κωμική διάσταση. Δεν εστιάζει τόσο στην ανέλιξη της αφήγηση (και τις τυχόν δραματικές περιπλοκές του θέματος -η παράνομη μετανάστευση), όσο κυρίως στις μεταξύ των κεντρικών προσώπων σχέσεις. Στο κέντρο όλων αυτών των σχέσεων είναι ο ήρωας, που υποδύεται ο Jean-Pierre Bacri: είναι οι σχέσεις με τον πατέρα του, τον γιο του, τη σύζυγό του, τους φίλους, τη νεαρή μετανάστρια που τον καθορίζουν και τον βαραίνουν. Το βλέμμα του σκηνοθέτη πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις και τα πρόσωπα -που σχεδόν όλα ανήκουν στους κύκλους της παρισινής διανόησης- είναι σαρκαστικό και ειρωνικό. Η ταινία είναι επίσης και ένα σχόλιο για την πολυπολιτισμικότητα και τις περιπλοκές της στο σύγχρονο κόσμο.
Donoma, Djinn Carrenard
Η ταινία του αϊτινής καταγωγής πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, είναι ένα αληθινά εντυπωσιακό ντεμπούτο στην παράδοση του John Cassavettes, ένα σκιαγράφημα της συναισθηματικής (και σεξουαλικής) ζωής στο Παρίσι του σήμερα.
Η πολυπρόσωπη αφήγηση αποτελείται από πολλές διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές, που συγκλίνουν, διασταυρώνονται και αποκλίνουν. Τα κεντρικά πρόσωπα, όλα στην νεότητα τους, θέτουν ερωτήματα και αναζητούν απαντήσεις για τις σχέσεις, την ταυτότητα, τη θρησκεία, την οικογένεια, τη θέση τους στον κόσμο. Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο, ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί, μ’ ένα τρόπο συναρπαστικό, τις συναντήσεις τους και τις μακροσκελείς συνομιλίες τους. Δείγμα ενός σινεμά αυτοσχεδιαστικού, αυτή η γεμάτη ενεργητικότητα ταινία γυρίστηκε με πενιχρά μέσα και με ηθοποιούς που όλοι εδώ κάνουν το ντεμπούτο τους.
O Gebo e a Sombra, Manoel de Oliveira
Η πρόσφατη ταινία του 103χρονου Manoel de Oliveira είναι μια κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού έργου του συμπατριώτη του Raul Brandão.
Διαδραματιζόμενο μέσα σ’ ένα δωμάτιο ενός φτωχικού σπιτιού, η ταινία έχει σαν κεντρικά πρόσωπα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και την νύφη τους. Η απουσία του γιου τους βαραίνει την ατμόσφαιρα και σημαδεύει τις σχέσεις τους. Όταν αυτός θα εμφανισθεί ξαφνικά τότε η ισορροπία στις σχέσεις θα διαταραχθεί και αφήγηση θα πάρει μια απρόοπτη τροπή...
Η σκηνοθετική αντιμετώπιση της ιστορίας έχει ως βάση την απλότητα, λιτότητα και την απουσία οποιουδήποτε είδους σκηνοθετικής επιτήδευσης. Λήψεις μεγάλης χρονικής διάρκειας, υποβλητικοί φωτισμοί και η αίσθηση εγκλεισμού, η διεύθυνση των ηθοποιών, η επιλογή των γωνιών λήψης, οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα: αυτή είναι η πρώτη ύλη της ταινίας. Αναμφίβολα υπάρχει ένα είδος σοφίας, που μόνο ο χρόνος φέρνει, στη σκηνοθεσία του Manoel de Oliveira.
Στους ρόλους ηθοποιοί με σημαντική πορεία στο σινεμά: Michael Lonsdale, Claudia Cardinale, Jeanne Moreau και η Leonor Silveira.
Un monde sans femmes, Guillaume Brac
Μια μικρή επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη, το τέλος του καλοκαιριού. Δύο γυναίκες –μητέρα και κόρη- καταφθάνουν για να κάνουν διακοπές. Ο Sylvain θα νοικιάσει σ’ αυτές ένα δωμάτιο και θα κάνει παρέα μαζί τους. Ζώντας σ’ ένα τόπο χωρίς γυναικεία παρουσία, ο ντροπαλός και άτολμος Sylvain έλκεται από την μητέρα. Όμως έχει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό…
Αυτή η μεσαίου μήκους ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος ανδρικού παραμυθιού. Αναμειγνύοντας το κωμικό με το δραματικό, ο σκηνοθέτης σχεδιάζει καταρχάς το πορτραίτο ενός ανδρικού χαρακτήρα, που αναζητεί μια κατεύθυνση στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Τα εμπόδια που ορθώνονται στον τρόπο που προσεγγίζει ερωτικά τις γυναίκες μοιάζουν ανυπέρβλητα: προκύπτουν από τον ίδιο τον χαρακτήρα του, από την αδυναμία του να λειτουργήσει ως θηρευτής, από την άρνηση του να αντιληφθεί τις ερωτικές σχέσεις ως ενός είδους κατάκτηση. Ο σκηνοθέτης παίζει με τα κινηματογραφικά κλισέ, αλλά και με τις προσδοκίες του θεατή, για να οδηγήσει τελικά την αφήγηση σ’ ένα κατά κυριολεξία «ευτυχισμένο τέλος».
When Night Falls, Ying Liang
Ταινία πορτραίτο μιας μάνας ή μια πολιτική ταινία; Η σκηνοθεσία στέκεται μετέωρη, καθώς αφηγείται τα παρεπόμενα μιας ιδιαιτέρας σημαντικής αστυνομικής υπόθεσης, που πήρε πολιτικές διαστάσεις: ένας νεαρός -ο Yang Jia- εισβάλλει σ’ ένα αστυνομικό τμήμα της Σαγκάης και σκοτώνει 6 αστυνομικούς. Έχει προηγηθεί η κακοποίηση του από τους αστυνομικούς. Ο Yang Jia καταδικάζεται τελικά σε θάνατο και εκτελείται στις 26/11/2008. Η υπόθεση του θεωρήθηκε πολιτική από μια ομάδα κινέζων διανοουμένων και αντιφρονούντων, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός εικαστικός Ai Weiwei, που γύρισε γι’ αυτήν ένα ντοκιμαντέρ.
Η ταινία επικεντρώνεται στο πρόσωπο της μάνας του Yang Jia, και στο πως αυτή διαχειρίζεται από συναισθηματικής πλευράς (και όχι μόνο) τα της καταδίκης του σε θάνατο.
Ο κινέζικος τίτλος της ταινίας μοιάζει λίγο παράδοξος –«Έχω και εγώ λόγια να πω»- καθώς η μητέρα παραμένει σχεδόν βουβή, υπομένοντας τις πίκρες και τα βάσανα, σχεδόν σοκαρισμένη από το θόρυβο των Μέσων (και των αντιφρονούντων) αλλά και τη βαρύτητα της πράξης: βρίσκεται μόνη της στο κέντρο μιας κατάστασης, η οποία κυριαρχείται από μια περίσσεια λόγου σχετικά με το γιο της. Διάστικτη από το πένθος και τη θλίψη για την απώλεια του γιου, το πρόσωπο της μητέρας, και η σωματική παρουσία της υπερβαίνει το ίδιο το φιλμ.
San Zimei, Wang Bing
Ντοκιμαντέρ που ως κεντρικά πρόσωπα έχει τρεις αδελφές, που ζουν μόνες τους, σ’ ένα απομονωμένο χωριό στην επαρχία Yunnan. Ο σκηνοθέτης εστιάζει στα τρία κορίτσια -εκ των οποίων κανένα τους δεν είναι μεγαλύτερο των 10 χρονών- στην καθημερινότητα τους, καθώς δουλεύουν στα χωράφια ή περιφέρονται στο χωριό. Τα κορίτσια, εγκαταλελειμμένα από τη μητέρα τους, ζουν με τον παππού τους, αφού ο πατέρας τους βρίσκεται στη πόλη αναζητώντας εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί από κοντά την "άγρια" ζωή των τριών κοριτσιών, καταγράφει τις κάποιες φορές όχι και ιδιαίτερα αρμονικές σχέσεις με τους συγχωριανούς και συγγενείς τους.
Μια ζωή στα όρια, πολύ μακριά από το σύγχρονο πολιτισμό, αυτό είναι το πλαίσιο της ταινίας. Οι εικόνες της ταινίας προκαλούν δυσφορία, η πραγματικότητα είναι σκληρή, οι συνθήκες ζωής κάτι παραπάνω από δύσκολες: αν και δεν κανένας θεατής δεν μένει ασυγκίνητος, ωστόσο η ταινία δεν έχει ίχνος μελοδραματισμού. Από τη μία, οι δυσκολίες στην επιβίωση, η αθλιότητα της καθημερινής ζωής και από την άλλη η σκιασμένη από τη φτώχεια αθωότητα της παιδική ηλικίας: τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας ζουν στις σκιές του σύγχρονου ευημερούντος πολιτισμού, στη κόλαση της εξαθλίωσης.
Mekong Hotel, Apichatpong Weerasethakul
Τόπος αυτής της μεσαίου μήκους ταινίας είναι ένα ξενοδοχείο στο ποταμό Mekong, το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Ταϊλάνδη και το Λάος. Ένας άνδρας και μια γυναίκα, τα φαντάσματα και τα πνεύματα του τόπου, ο σκηνοθέτης, ο μουσικός: αυτά είναι τα «κεντρικά πρόσωπα» της ταινίας.. Τα δωμάτια και οι βεράντες του ξενοδοχείου με τη εντυπωσιακή θέα στο ποτάμι: οι χώροι της.
Ο Apichatpong Weerasethakul ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, αναμειγνύει και συγχέει το φανταστικό με το πραγματικό. Κάνει μια άσκηση για την ατμόσφαιρα και την περιρρέουσα μυθολογία και ιστορία ενός τόπου, και το πώς αυτή διαπερνά, εισβάλλει και εγκαθίσταται στις εικόνες. Υποβλητική, ονειρική και γαλήνια όσον αφορά την ατμόσφαιρά της, η ταινία επεκτείνει το έργο του σκηνοθέτη, όσον αφορά τους αφηγηματικούς και δραματουργικούς του τρόπους.
Walker, Tsai Ming-Liang
Ένας βουδιστής μοναχός περιπλανιέται στο Χονγκ-Κονγκ. Το ιδιαίτερο της περιπλάνησης του; Βαδίζει εξαιρετικά αργά, οι κινήσεις του είναι σχεδόν αδιόρατες. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί την κίνηση του μοναχού (τον οποίο υποδύεται Lee Kang-Sheng, ο μόνιμος πρωταγωνιστής του σκηνοθέτη) μέσα στην πόλη. Μέσα στο χάος του αστικού τοπίου, όπου οι ταχύτητες είναι υψηλές, ο βουδιστής μοναχός (και η βραδύτητα του) μοιάζει ως κάτι παράδοξο, σχεδόν απόκοσμο. Η ταινία θα μπορούσε πέραν των προηγουμένων να θεωρηθεί και ένα ιδιόμορφο ντοκιμαντέρ για την πόλη.
Δημήτρης Μπάμπας