vienna1.jpg

Cheang Soi
Γεννημένος το 1972 στο Macao, την παλιά πορτογαλική αποικία, ο Cheang Soi είναι μια από τις πιο σημαντικές παρουσίες του Χονγκ-κογκνεζικού σινεμά δράσης. Έχοντας θητεύσει σαν βοηθός σκηνοθέτη για αρκετά χρόνια στη βιομηχανία -σε ταινίες των Andrew Lau, Wilson Yip, Ringo Lam αλλά και Johnnie To-, ξεκίνησε την σκηνοθετική καριέρα του από βιντεοταινίες. Παράλληλα τη δεκαετία του 90 εργάστηκε σαν ηθοποιός. Το 2000 γύρισε τη πρώτη του ταινία με τίτλο Diamond Hill επηρεασμένη από τα καντονέζικα μελοδράματα. Ακολούθησαν μια σειρά από ταινίες που τον έφεραν σιγά-σιγά στο προσκήνιο του Χονγκ- κονγκνέζικου σινεμά δράσης, με αποκορύφωμα την συμμετοχή του το 2009 στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας με το Accident. Τίτλοι όπως Horror Hotline…Big Head Monster (2001), New Blood(2002), Love Battlefield (2004), Home Sweet Home (2005), Dog Bite Dog (2006) και Shamo (2007) εντάσσονται στη μεγάλη παράδοση του σινεμά του Χονγκ-κονγκ. Αιματηρές ταινίες τρόμου, κωμωδίες που γρήγορα γίνονται συναρπαστικές ταινίες δράσεις, πληρωμένοι δολοφόνοι και οι τελετουργικές χορογραφίες τους, οι πολεμικές τέχνες: o Cheang Soi αναμειγνύει χωρίς  προκαταλήψεις τα κινηματογραφικά είδη και αλλάζει τόνους και ταχύτητες στη αφήγηση με τρόπο ευφάνταστο και ευρηματικό. Κάθε ταινία του είναι βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα του Χονγκ-κονγκ: οι κινητοποιήσεις για τα έργα οικιστικής αξιοποίησης, η εισαγόμενη από την ενδοχώρα εγκληματικότητα. Όμως αυτή είναι η αφετηρία αφού οι ταινίες του πολλές φορές είναι σκοτεινά και ερεβώδη παραμύθια για μια σκληρή καθημερινότητα. Σ’ αυτά τα σύνορα ανάμεσα στο καλό-κακό συχνά χάνονται και οι χαρακτήρες των ταινιών μένουν ηθικά μετέωροι. Κάθε σκηνή δράσης στις ταινίες του Cheang Soi χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό που δημιουργεί το μοντάζ, ενώ όχι λίγες φορές μπορεί κάποιος να διακρίνει στο αποκορύφωμα της δραματικής πλοκής τα ίχνη μιας τραγικής ειρωνείας.

Correspondencia, Jonas Mekas –J.L. Guerin.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των Kiarostami-Erice, ο αμερικανός παλαίμαχος πειραματιστής Jonas Mekas «αλληλογραφεί» με μέσο τις εικόνες με τον ισπανό Jose Luis Guerin (σκηνοθέτη μεταξύ άλλων της ταινίας En la ciudad de Sylvia, Στην πόλη της Σύλβιας). Η αφετηρία της ανταλλαγής «βίντεο- γραμμάτων» είναι η ρήση του Mekas «Αντιδρώ στη ζωή με μια κάμερα». Θραύσματα και εικόνες μιας καθημερινότητας, σκέψεις και στοχασμοί για την τέχνη, πρόσωπα και περιστατικά του καθημερινού βίου, ταξίδια και περιπλανήσεις:  Εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο εργαστήρι δύο σκηνοθετών, παρατηρούμε πως η περιβάλλουσα πραγματικότητα μετασχηματίζεται σε τέχνη.
vienna2.jpg
Il se peut que la beauté ait renforcé notre résolution–Masao Adachi, Philippe Grandrieux
Τεκνό των ταραγμένων χρόνων της δεκαετίας του 60, ο Ιάπωνας Masao Adachi έζησε ένα βίο τουλάχιστον ενδιαφέροντα: ενεργό μέλος και μαχητής των οργανώσεων ένοπλης πάλης της Ιαπωνίας, πρωτοποριακός σκηνοθέτης του ιαπωνικού σινεμά, σύντροφος «εν κάμερα» του Koji Wakamatsu, ακολουθώντας τους δρόμους της ζωής βρέθηκε στη Παλαιστίνη και τον Λίβανο, ενεργός συμμέτοχος και συμπαραστάτης του παλαιστινιακού αγώνα. Ύστερα από τις θύελλες και τις καταιγίδες της ζωής του βρίσκεται μπροστά στην κάμερα του γάλλου σκηνοθέτη Philippe Grandrieux για να σχεδιάσει το πορτραίτο του. "Επανάσταση και σινεμά, ο ίδιος αγώνας": είναι η αφετηρία αυτού του ντοκιμαντέρ.  Η πολιτική και η τέχνη, ο σουρεαλισμός και ο Τρότσκι, το Νταντά και αναρχία, η ομορφιά και η επανάσταση, οι ανθισμένες κερασιές και ο Genet στη Βηρυτό, η ένοπλη πάλη και η οικογενειακή ζωή και στο τέλος η ρήση του Ντοστογιέφσκι «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Εικόνες θολές, συναισθήματα ρευστά,  μύχιες σκέψεις, εσωτερικοί μονόλογοι, οι όχι και τόσο μακρινοί απόηχοι μιας εποχής: ο Philippe Grandrieux σχεδιάζει ένα πορτραίτο εσωτερικό, σε τόνους λυρικούς.

Slow Action, Ben Rivers
Ταινία επιστημονικής φαντασίας ή ένα ντοκιμαντέρ από το μέλλον: η 45λεπτή ταινία του πειραματιστή Ben Rivers ακολουθεί τους δρόμους ενός επιστημονικού- εθνογραφικού ντοκιμαντέρ για να καταλήξει να γίνει μια ταινία μυθοπλασίας.  Τέσσερις τόποι απομονωμένοι με μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερη: το Lanzarote είναι νησί στα Κανάρια νησιά,  γεμάτο νεκρά ηφαίστεία, το Gunkanzima, ένα νησί κοντά στο Nagasaki, το Tuvalu μια έρημη ατόλη στο Ειρηνικό Ωκεάνο και το Somerset.  Η αφήγηση περιγράφει την εξέλιξη αυτών των τεσσάρων νησιών και τις ιδιαίτερες  γεωγραφικές, γεωλογικές, κλιματικές συνθήκες.  Τόποι υπαρκτοί που μέσα από τη σκηνοθεσία του Rivers αποκτούν μια σχεδόν φανταστική μυστηριακή διάσταση. Η φωνή μιας αφηγήτριας που διαβάζει λήμματα από μια επιστημονική εγκυκλοπαίδεια, ασπρόμαυρες εικόνες μετά την καταστροφή, τα ηλεκτρονικά ηχητικά εφέ, η μυστηριώδης απόκοσμη ατμόσφαιρα των τόπων, ο πλανήτης γη μετά την ολική καταστροφή: ένα ψευδό-ντοκιμαντέρ ενός όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος.

Damgo ni Eleuteria/ The Dream of Eleuteria, Remton Siega Zuasola.
Γυρισμένη σε πραγματικό χρόνο, η ταινία περιγράφει την τελευταία μιάμιση ώρα στο νησί Olango των Φιλιππίνων μιας νεαρής κοπέλας λίγο πριν ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι. Η Terya πρόκειται να πάει στη Γερμανία μετά από ένα συνοικέσιο δια  αλληλογραφίας, και η αφήγηση δεν είναι παρά μια μακρά τελετή αποχαιρετισμού. Γυρισμένη με ψηφιακή κάμερα, σαν ένα ατέλειωτο πλάνο -σεκάνς (κάτι που έχουμε δει ξανά στο κινηματογράφο) η ταινία μόνο γι’ αυτό το λόγο είναι σίγουρα ένα σκηνοθετικό επίτευγμα. Ωστόσο υπάρχει σ’ αυτή και κάτι πέρα απ’ αυτό: εδώ έχουμε ένα από τα δράματα του σύγχρονου κόσμου την εξαχρείωση του Τρίτου Κόσμου και τη τραγωδία της μετανάστευσης. Παράλληλα  υπάρχει και το  ψυχογραφικό πορτραίτο μιας νεαρής κοπέλας: παρακολουθούμε τις αλλαγές στην ψυχολογίας της, την σταδιακή μεταμόρφωση της εικόνας της, την αποδοχή του αναπόφευκτου.
vienna3.jpg
Book chon Bang Hyang/ The Day He Arrives, Hong Sang- soo.
Η τελευταία ασπρόμαυρη ταινία του κορεάτη Hong Sang-soo παρακολουθεί έναν σκηνοθέτη και την περιπλάνηση του σε μια πόλη -την Σεούλ- το χειμώνα. Αντιμέτωπος με ένα έλλειμμα δημιουργικότητας ο ήρωας περιπλανιέται χωρίς εμφανή σκοπό στην πόλη, συναντά παλιούς φίλους και ερωμένες, κάνει καινούργιες γνωριμίες,. Όμως μετά τα πρώτα λεπτά της ταινίας -όταν οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις παρουσιαστούν- ο θεατής έχει διαρκώς μια αίσθηση deja-vu:  η ταινία ομοιάζει ως μια κορεάτικη αντιγραφή του Groundhog Day.  Ότι έχει σημασία σ’ αυτή την κωμική ταινία είναι το σχήμα επανάληψη-παραλλαγή. Διαμέσου (ή ίσως ακριβώς) αυτού, ο Hong Sang-soo προσπερνά τα κωμικά στοιχεία (η ταινία σε κάποιες στιγμές είναι μια απολαυστική κωμωδία ηθών) και σχεδιάζει ένα πολυεπίπεδο πορτραίτο χαρακτήρων, αλλά και ένα σχόλιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο και την αφήγηση.

Jeonju Digital Project 2011, Jean-Marie Straub, Jose Luis Guerin, Claire Denis.
Η σπονδυλωτή φετινή ταινία του κορεατικού φεστιβάλ Jeonju φιλοξενεί τρεις ευρωπαίους σκηνοθέτες. Ο Jean-Marie Straub στο Κληρονόμο επικεντρώνεται στον Αλσατό συγγραφέα Maurice Barres και στις περίπλοκες της σχέσης  της ταυτότητα με το γενέθλιο τόπο. Ο Jose Luis Guerin στο ντοκιμαντέρ (;)  του εστιάζει στο τραγικό συμβάν μιας αυτοκτονίας και πως αυτή αντανακλάται στους κατοίκους μιας γειτονίας. Ενώ στη συμμετοχή της Claire Denis παρακολουθούμε την περιπλάνηση της σκηνοθέτιδας στα σύνορα Surinam και Γαλλικής Γουινέας προς αναζήτηση ενός αμφιλεγόμενου προσώπου. Προετοιμασία για την επόμενη ταινία της σκηνοθέτιδας, το ντοκιμαντέρ αποτελεί οργανικό συμπλήρωμα του έργου της αφού βρίθει αναφορών στις πάγιες εμμονές της: τα εθνικά σύνορα, η ταυτότητα, ο ξένος και ο γηγενής, τα ασαφή σύνορα νόμου και παρανομίας. Μια ταινία-ντοκιμαντέρ πολύ κοντά στο L’ Intrus και στο White Material.
vienna5.jpg
Koi no tsumi/ Guilty of Romance, Sono Sion.
Η τελευταία ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη έχει στο κέντρο μια νεαρή νοικοκυρά και την είσοδο της στο κόσμο των σεξουαλικών εμμονών και του πληρωμένου έρωτα. Μια νυμφομανής καθηγήτρια πανεπιστημίου, ένας συγγραφέας θρίλερ, ο προαγωγός και ένας μανιακός δολοφόνος είναι τα συμπληρωματικά πρόσωπα. Αν με κάτι μοιάζει αυτή η ταινία είναι με τις παραισθητικές αφηγήσεις των ταινιών του David Lynch. Με ευρείες αναφορές στα pinku (δηλαδή τις ερωτικές ταινίες του ιαπωνικού σινεμά), ο Sono Sion χωρίζει την ιστορία σε πέντε μέρη κρατώντας πάντα στο κέντρο την γοητευτική νεαρή  του ηρωίδα. Η ταινία με τόλμη διεκδικεί να ανήκει στον ίδιο χώρο που ανήκουν και οι ταινίες Belle du jour και In the realm of the senses.  Ιστορία μιας μεταμόρφωσης, ενός εθισμού (στο σεξ) αλλά και ενός ερωτικού πάθους χωρίς όρια, η ταινία δημιουργεί ένα δικό της φιλμικό σύμπαν και σαγηνεύει τον θεατή. Άξιο επισήμανσης: η ταινία βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. 

Muson Il- gy/ The Journal of Musan, Park Jung-bum.
Η ταινία του πρvτοεμφανιζόμενου Park Jung-bum έχει ως κεντρικό χαρακτήρα ένα πρόσωπο σπάνιο για ταινία του νοτιοκορεάτικου σινεμά: ένα βόρειο-κορεάτη φυγά, εξ’ ανάγκη παράνομο μετανάστη στην άλλη πατρίδα, τη Νότια Κορέα. Η αφήγηση παρακολουθεί τους αγώνες και τις αγωνίες του για την επιβίωση και την ένταξη του μέσα στη νέα πατρίδα του. Από τα περίχωρα της Seoul ο ήρωας επιχειρεί να φθάσει στο κέντρο της πόλης, αμήχανος και άτολμος και κάποιες φορές άβουλος, ο ήρωας γίνεται συχνά στόχος και θύμα της επιθετικότητας των άλλων. Αντιμέτωπος μ’ ένα σύμπαν που όχι λίγες φορές μοιάζει ακατανόητο, ξένο και αφιλόξενο, ο ήρωας αναζητά κυρίως την ανθρώπινη επαφή. Η σκηνοθεσία τον παρακολουθε,ί με κάμερα στο χέρι, στις απεγνωσμένες απόπειρες του να δημιουργήσει δεσμούς και σχέσεις. Οι αναφορές στον ιταλικό νεορεαλισμό, στο σινεμά των αδελφών Dardene συμπλέκονται με επιρροές από το έργο του Lee Chang-Dang.
vienna4.jpg
Mildred Pierce, Todd Haynes
Βασισμένο στο ομότιτλο κλασικό πλέον νουάρ μυθιστόρημα του James M. Cain, η τηλεοπτική σειρά των 5 επεισοδίων είναι επιπλέον remake και μιας κλασσικής νουάρ ταινίας: αυτής του Michael Curtiz με βασική ηρωίδα την Joan Crawford. Έχοντας στη διάθεση τo τριπλάσιο αφηγηματικό χρόνο απ’ αυτό της ταινίας, ο Todd Haynes προβαίνει σε μια σειρά από καθοριστικές παρεμβάσεις: αφαιρεί καταρχήν από το μύθο την νουάρ αισθητική (του μυθιστορήματος και της ταινίας), τοποθετεί χαρακτήρες και μύθο μέσα στο κοινωνικό –οικονομικό πλαίσιο τους (είναι τέλη δεκαετίας του 20, την εποχή της Ύφεσης), φωτίζει με το φως μιας καθημερινότητας τις σκιές και τους σκοτεινούς τόνους. Παράλληλα σέβεται απόλυτα τους αφηγηματικούς και δραματουργικούς κανόνες των αμερικάνικων σήριαλ. Έχουμε εδώ την ιστορία μιας γυναίκας που μέσα στα χρόνια της πιο βαθιάς οικονομικής ύφεσης γίνεται πετυχημένη επιχειρηματίας, μιας γυναίκας που βγαίνοντας από ένα διαλυμένο γάμο αναζητά την σεξουαλική απόλαυση, μιας γυναίκας που ταυτόχρονα είναι και μητέρα. Πολύ κοντά στην παράδοση των γυναικείων μελοδραμάτων του Douglas Sirk αλλά και σε μια μελοδραματικής υφής οπερετική αίσθηση (που βρίσκουμε και στο έργο του Luchino Visconti), η τηλεοπτική σειρά έχει στο κέντρο της τη σαγηνευτική, απόλυτα θηλυκή παρουσία της Kate Winslet.

Δημήτρης Μπάμπας