fest003.jpg

Αυξάνοντας για μια ακόμα φορά τον αριθμό των θεατών του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην 44η διοργάνωση του, επιβεβαίωσε τον σταθερό του προσανατολισμό: Αντισυμβατικότητα και ανησυχία, επισημαίνει ο διευθυντής του φεστιβάλ Μιχάλης Δημόπουλος, σφραγίζουν τις εικόνες και αυτής της χρονιάς. Άρνηση της όποιας τυποποίησης, καινοτομίες στην μορφή και στο θέμα και ένα ανήσυχο βλέμμα που καταγράφει τόσο την ταραγμένη, μετά την 9η Σεπτεμβρίου, παγκόσμια πραγματικότητα όσο και τα πολλές φορές σκοτεινά τοπία της ψυχής: αυτοί υπήρξαν οι κοινοί τόποι πάνω στους οποίους χαράχθηκαν τα νέα μονοπάτια των εικόνων.
Όπως σημειώνει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Μιχάλης Δημόπουλος “ο κινηματογράφος όχι μόνο διασχίζει τον κόσμο, αλλά και διασχίζεται απ’ αυτόν, η κάθε εποχή έχει τον κινηματογράφο που της αξίζει, ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο”. Έτσι και το φεστιβάλ ως ο κατεξοχήν τόπος των εικόνων καθίσταται ένας καθρέφτης όπου αντανακλάται το πνεύμα και η αισθητική των καιρών, γίνεται ένας χάρτης των νέων μονοπατιών που διασχίζουν το κινηματογραφικό τοπίο σήμερα.
Τα τιμώμενα πρόσωπα του φεστιβάλ θα πρέπει να θεωρηθούν λόγω του έργου τους ως οι ανήσυχες και αντισυμβατικές μορφές του παρόντος, τα οδόσημα μέσα στο κινηματογραφικό τοπίο. Φέτος ήταν ο Γεωργιανός Οτάρ Ιοσελιάνι (Otar Iosseliani), ένας απόμακρος παρατηρητής της ζωής που έκανε ένα ασυμβίβαστο στις ιδεολογικές ή εμπορικές σκοπιμότητες σινεμά, που κατέγραψε την ηθική κρίση, την κενότητα και τα υπαρξιακά αδιέξοδα με χάρη και με όχι ασυγχώρητη ελαφρότητα. Ο Κινέζος Γουόνγκ Καρ-γουάι (Wong Kar-wai) με τους μελαγχολικούς έρωτες και το αβάσταχτο φορτίο της μνήμης, με τις ατέλειωτες διαδικασίες κάθαρσης της ψυχής. Ο Έλληνας Νίκος Παναγιωτόπουλος με το ανήσυχο βλέμμα του που ανανέωσε το ελληνικό σινεμά στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και με τη σημερινή ειρωνική (και συχνά απομυθοποιητική) οπτική του απέναντι τόσο στο ζευγάρι όσο και στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο. Και τέλος, ο Ζουάο Σέζαρ Μοντέιρου (Joao Cesar Monteiro) με το αιρετικό, βλάσφημο και προκλητικό σινεμά του: ένας ξεχασμένος κωμικός του βωβού μέσα σ’ ένα φιλοσοφικό και θεολογικό σύμπαν.
fest0103.jpgΜακριά από το κέντρο βάρους του Φεστιβάλ, αλλά όχι στο περιθώριο του, υπήρξε ένα νέο τμήμα, το 2003: Οι κορυφαίες στιγμές. Εδώ υπάρχουν ταινίες γνωστών και καταξιωμένων δημιουργών που επισημαίνουν, μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο, το πνεύμα ανησυχίας των καιρών: Το Καλημέρα, νύχτα του Μάρκο Μπελόκιο με την απρόοπτη συγκατοίκηση θύματος και θύτη μέσα σ’ ένα ταραχώδες πολιτικό περιβάλλον- το A Talking Picture του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα μια περιπλάνηση στους αρχαιότερους πολιτισμούς της Μεσογείου που διακόπτεται από την βία της τρομοκρατίας- Οι φευγάτοι του Ουάνγκ Ζιαοσουάι και οι απρόοπτες αναταραχές που φέρνει στις παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις η μετανάστευση- ο Ελέφαντας του Γκας Βαν Σαντ μια λιτή σχεδόν ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση ενός τραγικού επεισοδίου ενδοσχολικής βίας, ένα πανόραμα των θυμάτων και των θυτών απαλλαγμένο από δραματικές κορυφώσεις- Η ιστορία της Μαρί και του Ζιλιέν του Ζακ Ριβέτ μια απροσδόκητη ερωτική ιστορία φαντασμάτων και τέλος το Last Life in the Universe του Πεν- εκ Ραταναρουάνγκ μια ερωτική ιστορία που σκιάζεται τόσο από την επιθυμία του θανάτου όσο και από τον ίδιο τον θάνατο.

Ελληνικός Κινηματογράφος 2003
Φετινό χαρακτηριστικό του τμήματος υπήρξε ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών που συνδυάστηκε με την επανεμφάνιση παλαιότερων σκηνοθετών όπως οι Κώστας Αριστόπουλος, Τάσος Μπουλμέτης, Ανδρέας Θωμόπουλος, Περικλής Χούρσογλου, Χρίστος Σιοπαχάς, Ντίνος Μαυροειδής. Όμως το παράδοξο είναι ότι λόγω των στρεβλώσεων στις δομές παραγωγής και της απόλυτης εξάρτησης από την κρατική χρηματοδότηση, μέρος μεν των πρωτοεμφανιζόμενων έχει υπερβεί προ πολλού την ηλικία των 30, ενώ στην περίπτωση των παλαιοτέρων η απουσία τους από την κινηματογραφική οθόνη πολλές φόρες υπερβαίνει τη δεκαετία.
Η φετινή παρουσία των ελληνικών ταινιών τελούσε υπό τη συντριπτική επιτυχία της ταινίας Πολίτικη κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη, μια νοσταλγική ανασύσταση του παρελθόντος όπου η ανοικτή πληγή της προσφυγιάς και οι μνήμες από τις χαμένες πατρίδες, συναντούσαν την ψηφιακή τεχνολογία, τους ανεκπλήρωτους έρωτες και έναν όχι μισαλλόδοξο λόγο για την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ελλάδας –Τουρκίας. Κατά άλλα επιβεβαιώθηκε η εικόνα που έχει σχηματισθεί τα τελευταία χρόνια για την εθνική κινηματογραφία: ένα σινεμά που στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι καλών προθέσεων, ανολοκλήρωτο, αυτάρεσκο, αμήχανο, που συνήθως αρνείται να κοιτάξει κατά μέτωπο (ή την κοιτάζει μέσα από παραμορφωτικούς φακούς) την πραγματικότητα. Το αντίθετο ακριβώς που συμβαίνει με την ταινία Ο δρόμος προς τη δύση του Κυριάκου Κατζουράκη μια συγκλονιστική καταγραφή των βουβών προσώπων της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή των παράνομων μεταναστών, μια μαρτυρία για την εποχή και τα “αόρατα” θύματα της. Ή με το βραβευμένο από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη μια άγρια, ανήσυχη και αντισυμβατική απεικόνιση ενός “ιερού” θεσμού, της οικογένειας. Όπως εξάλλου σημειώνεται στο σκεπτικό της βράβευσης, είναι: “Μια ταινία που ριψοκινδυνεύει πολλαπλά, που τολμά να αναμετρηθεί με την υπό ανάφλεξη ελληνική οικογένεια, κινηματογραφώντάς την στο εσωτερικό ενός ‘σπιρτόκουτου’ -πίσω δηλαδή από τους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής εστίας. Η ταινία διακρίνεται για τη μεθοδική οργάνωση της κλειστοφοβικής δομής της, που συστηματοποιήθηκε σεναριακά και με την ουσιαστική συμμετοχή των ηθοποιών, οι οποίοι συνέβαλαν στην αληθοφάνεια των καταστάσεων, στην πυρετική, και με κλιμακούμενη ένταση, αφήγηση. Τη στιγμή που η δράση φαίνεται να εγκλωβίζεται μέσα στο ‘σπιρτόκουτο’, ανοίγεται ταυτόχρονα στην ελληνική κοινωνία, απεικονίζοντας και αναδεικνύοντας, με μοντέρνα κινηματογράφηση, υπόκωφες και εξόχως δραματικές συγκρούσεις της καθημερινότητας”. Τέλος άξια σημείωσης αποτελεί και η ταινία Οξυγόνο των Μιχάλη Ρέππα- Θανάση Παπαθανασίου, ένα σύγχρονο μελόδραμα σχεδόν στα όρια του “camp”, που βραβεύτηκε από την FIPRESCI “για την αποκάλυψη, με τη χρήση αυθεντικού διαλόγου και στοιχεία σκληρού μελοδράματος, της διαφθοράς μιας κοινωνίας και της διάλυσης της οικογένειας. Έχοντας με τον τρόπο αυτό ανανεώσει την Ελληνική Τραγωδία μέσα σε ένα σύγχρονο, εξαθλιωμένο περιβάλλον”.
fest0203.jpg
Διεθνές Διαγωνιστικό: Το γυναικείο πρόσωπο του κόσμου
Αν κάποιος αναζητούσε την αντιπροσωπευτική ταινία του φετινού προγράμματος (που κατά συμπτωματικό τρόπο κυριαρχήθηκε από γυναίκες σκηνοθέτες) τότε θα έπρεπε να σταθεί στην ινδική Έθνος χωρίς γυναίκες/ A NATION WITHOUT WOMEN (Μάνις Τζα/ Manish Jha). Καθώς περιστρέφεται γύρω από ένα γυναικείο πρόσωπο που μοιάζει να υπομένει μια δύσκολη ζωή, αυτή η ταινία προσδιορίζει θεματικά τον χώρο στο οποίο κινήθηκαν οι περισσότερες ταινίες του τμήματος: τα πολλαπλά πρόσωπα της γυναικείας ταυτότητας στον κόσμο σήμερα. Στην προαναφερόμενη ταινία ασκείται μια κριτική για την θέση των γυναικών στις κοινωνίες της ανατολής. Έτσι η αβουλία και η παθητικότητα της ηρωίδας καθίσταται εμβληματική μιας στάσης απέναντι στα πράγματα, ενώ η απότομη αλλαγή του τόνου από κωμωδία σε δράμα υπογραμμίζει τις τραγικές διαστάσεις του θέματος. Άβουλη είναι και η ηρωίδα στην ιταλική ταινία Το δώρο/THE GIFT,  (Μικελάντζελο Φραμαρτινό/ Michelangelo Frammartino). Στην κλειστή κοινότητα που ζει κατέχει μια θέση υποδεέστερη, λόγω της διανοητικής κατάστασης. Κινηματογραφώντας, χωρίς διάλογους, τους χώρους και τις ανθρώπινες φιγούρες που κινούνται μέσα σ’ αυτούς, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί από απόσταση εκτός της νεαρής κοπέλας (και του δράματος που βιώνει) και έναν ηλικιωμένο. Η έξοδιος ακολουθία του που με ιδιαίτερη προσοχή σκηνοθετεί, θα συνοδευτεί με μια χειρονομία αληθινής αγάπης: την απελευθέρωση της νεαρής κοπέλας από τα δεσμά της.
Την απελευθέρωση αναζητά και η ηρωίδα στο Ένα τραγούδι δεν φθάνει της Ελισάβετ Χρονοπούλου. Δέσμια ενός τραυματικού γεγονότος -του εγκλεισμού της μητέρας στην φυλακή τα χρόνια της δικτατορίας- καλείται να υπερβεί το παρελθόν και να ζήσει στο παρόν. Επικεντρωμένη η ταινία στις σχέσεις μητέρας κόρης αναδεικνύει τόσο το ευαίσθητο και το εύθραυστό τους όσο και τα αδιέξοδο που μπορεί να οδηγήσει η συναισθηματική απομάκρυνση και η ψυχρότητα. Οι σχέσεις μητέρας κόρης είναι η κατάληξη στην ταινία Πριν αλλάξουν τα πράγματα/ BEFORE THINGS CHANGE  του Λούις Φονσέκα/ Luis Fonseca. Σχεδιάζοντας το πορτρέτο μιας γυναίκας που ζει μια ζωή μοναχική, η σκηνοθεσία συγκροτεί την αφήγηση από επεισόδια που καταγράφουν μια υπόγεια δυσαρέσκεια: η ερωτική της ζωή, μια εκδρομή με την αδελφή της στην θάλασσα, η νυχτερινή έξοδος. Χωρίς να διαθέτει μια αυστηρή δραματουργία, η ταινία αυτή από την Πορτογαλία περισσότερο υποβάλλει παρά υποδεικνύει το κενό της ύπαρξης.
Μη κλασική είναι και η δραματουργία της ταινίας Είναι δικιά μας/ FOR SHE’S A JOLLY GOOD FELLOW,  της Σιγκρίντ Αλνουά/ Siegrid Alnoy. Επικεντρωμένη αφήγηση πάνω στο χαρακτήρα μιας γυναίκας που προσπαθεί να βαδίσει στους δρόμους της ζωής, παρακολουθεί όχι τα γεγονότα (μικρά ή μεγάλα) της ζωής αλλά τις εσωτερικές διεργασίες που συμβαίνουν στην ψυχή τους, τις θύελλες και τις καταιγίδες που τη συνταράσσουν, τους αδιόρατους κυματισμούς. Βαθύτατα υποκειμενική στους τόνους της, η ταινία μοιάζει να ακολουθεί τους χτύπους της καρδιάς της καθώς σιγά -σιγά μεταμορφώνεται από περιθωριακή σε μια δικιά τους.
Το μακρύ ταξίδι μιας επιστροφής ιχνηλατεί η ταινία από την Αργεντινή Η Άννα και οι άλλοι/ ANA AND THE OTHERS της Σελίνα Μούργκα/ Celina Murga. Στο ύφος ενός Ρομέρ η δραματική πλοκή μέσα από μια συσσώρευση φαινομενικά άσχετων επεισοδίων εγκαθιστά ένα κλίμα μελαγχολίας: Τα ανεκπλήρωτα όνειρα ξαφνικά αναδύονται από το παρελθόν αιτώντας πεισματικά την πλήρωση τους. Περιφερόμενη σε τόπους της νεότητας και συναντώντας παλιούς γνωστούς, η ηρωίδα αναζητά τα φάντασμα της χαμένης νεότητας, αποζητά να διώξει την φθορά του χρόνου. Μια απεικόνιση του χάους της νεότητας συναντάμε στην τσέχικη Κοριτσάκι/ GIRLIE του Μπένγιαμιν Τούτσεκ/ Benjamin Tucek. Καταγράφοντας το χάος της συναισθηματικής ζωής της ηρωίδας με λαμπερούς χρωματικούς τόνους, η σκηνοθεσία ενσταλλάσει μέσα στην κωμική ατμόσφαιρα ίχνη μιας αδιόρατης ζωής: οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, οι αναζητήσεις μιας ισορροπίας βρίσκονται στο φόντο δίνοντας ένα τόνο δράματος σε μια κατά άλλα ανέμελη ζωή. Το χάος (και η θεωρία του) προσφέρει την βάση στη δραματική πλοκή της αυστριακής Σχεδόν νεκρή/FREE RADICALS της Μπάρμπαρα Αλμπέρτ/ Barbara Albert. Δύο γυναίκες, μια πληθώρα συναισθηματικών καταστάσεων, τα πρόσωπα που τις περιτριγυρίζουν και οι σχέσεις μαζί τους υφαίνουν ένα πυκνό ιστό όπου η αλληλεξάρτηση και η αλληλεπίδραση είναι προωθητική δύναμη της αφήγησης. Ταινία που καθορίζεται από την μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων, τοποθετεί τον θάνατο στο κέντρο της δραματικής πλοκής.
Ο θάνατος ρίχνει βαριά τη σκιά του στην γαλλική ταινία τα Ανυπόμονα κορμιά/EAGER BODIES του Ξαβιέ Τζανολί/ Xavier Giannoli. Η απρόσμενη και άδικη αρρώστια (με την προκαθορισμένη κατάληξη) θα διαμορφώσει νέες ισορροπίες στις ερωτικές σχέσεις ενός ζεύγος και θα επιτρέψει την παρεμβολή ενός τρίτου προσώπου. Ωθούμενοι από την απελπισία του θανάτου, οι νεαροί ήρωες θα βιώσουν με ένταση συναισθήματα και θα ανακαλύψουν τα όρια του έρωτα τους. Ο θάνατος και το φάντασμα του έρωτα βρίσκεται στην αμερικάνικη The Brown Bunny του Βίνσεντ Γκάλο/ Vincent Gallo. Ταινία δρόμου -όπου μέσα της αντηχεί η παράδοση του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά του 70 και των ταινιών του Monte Hellman-, μεταμορφώνεται σε μια σκοτεινή ιστορία έρωτα, όπου το παρελθόν, πάντα αμείλικτο και ανελέητο, στήνει παγίδες, ζητά και παίρνει τον λόγο. Η σαρκική υπόσταση που λαμβάνει δίνει ένα τόνο ακραίου ρεαλισμού σε μια κατά τα αλλά μεταφυσική ιστορία.
Παγιδευμένοι μέσα στις παγίδες ύπαρξης και στις ανεκπλήρωτες προσμονές της, βρίσκονται και οι δύο φίλοι στο ιρανικό Μικρές νιφάδες/TINY SNOWFLAKES του Αλιρέζα Αμινί/ Alireza Amini. Μπεκετική στη σύλληψη της (η προφανής αναφορά στο Περιμένοντας τον Γκοντό) η αφήγηση επικεντρώνεται στην μεταξύ τους σχέση και στις αναταραχές που προκαλεί η αμυδρή φιγούρα μιας γυναίκας που φωτίζει το κενό της ζωής τους. Η ευρηματική μουσική υπόκρουση της ταινίας (Νότης Σφακιανάκης και Τσιτσάνης) υπογραμμίζει τη συναισθηματική κατάσταση, την μοναξιά και την μελαγχολία της ύπαρξης. Την ανδρική φιλία θα βρούμε και στην ταινία Τα ανθρωπάκια/ LITTLE MEN του Ναριμάν Τουρεμπάγιεβ/ Nariman Turebayev από το Καζακστάν. Με φόντο την οικονομική δυσανεξία που ταλανίζει αυτήν την χώρα της Κεντρικής Ασίας, η αφήγηση επικεντρώνεται στην μεταξύ των ηρώων σχέση. Προσδιορίζοντας τον ένα ως επιθετικό και ανήσυχο και τον άλλο ως χαμηλών τόνων και διστακτικό, η σκηνοθεσία χρωματίζει με μια αγαπητική διάθεση την μεταξύ τους σχέση: Όνειρα και σκληρή πραγματικότητα, η διάσταση αυτή σφραγίζει την καθημερινότητα τους. Τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης στον γάμο έχει θέσει στο προσκήνιο ο Δημήτρης Ινδάρες στην ταινία Γαμήλια νάρκη του. Ερωτική ηθογραφία που χτίζεται με τους τρόπους μιας κωμωδίας καταστάσεων, η ταινία θέλει να είναι (και το καταφέρνει) ανάλαφρη, ελκυστική και λαμπερή. Ειρωνική και σαρκαστική απέναντι στους κεντρικούς χαρακτήρες, η σκηνοθεσία διασώζει ένα τόνο τρυφερότητας παρόλο το διάχυτο κυνισμό που αντανακλά.
Τη σκληρή πραγματικότητα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θα βρούμε στο ρωσικό Το τελευταίο τραίνο/ THE LAST TRAIN  του Αλεξέι Γκέρμαν, του νεώτερου/ Aleksej German Jr.. Ακολουθώντας τα βαριά βήματα ενός γερμανού γιατρού που φθάνει καθυστερημένα στο υπό κατάρρευση Ανατολικό μέτωπο, η αφήγηση αναπνέει με τις βαριές ανάσες ενός ετοιμοθάνατου. Διάστικτη από την φρίκη του πολέμου η ταινία βυθίζει τον θεατή στο ομιχλώδες τοπίο μιας ζωής υπό προθεσμία: εδώ ο θάνατος συμβαίνει σιγά -σιγά και η ζωή χάνεται μέσα σε μια στιγμή.
fest4103.jpg
Αστέρια της Στέπας: Ανακαλύπτοντας μια νέα (κινηματογραφική) ήπειρο
Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργισία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν: η βαθιά Ανατολή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το Ισλαμικό της υπογάστριο. Μια άλλη άγνωστη (κινηματογραφική) ήπειρο που ανακαλύφθηκε στο φετινό φεστιβάλ.
Χαρτογραφώντας τον αχανή χώρο αυτής της κινηματογραφικής στέπας ορισμένες διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Τα σινεμά αυτών των χωρών (και κυρίως οι δημιουργοί τους) αναπτύχθηκε και ανδρώθηκε κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των Σοβιέτ. Έτσι οι σχέσεις με το πιο ανήσυχο και αντισυμβατικό ρεύμα του σοβιετικού (κυρίως ρωσικού) κινηματογράφου υπήρξαν στενές: οι επιρροές από τους κλασικούς είναι εμφανείς. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης συνοδεύτηκε τόσο από την επικράτηση φαινομένων, όπως η μαφία και η ηθική κρίση, όσο και από την οικονομική δυσανεξία. Η ισλαμική ταυτότητα αυτών των δημοκρατιών, εν υπνώσει τη σοβιετική περίοδο, αρχίζει να αντανακλάται στις ταινίες μόλις πρόσφατα. Επιρροές από τις μεθόδους και τους τρόπους, από τον νεορεαλισμό του ιρανικού σινεμά, μπορούν να αναζητηθούν κυρίως στην πρόσφατη παραγωγή.
Αυτό όμως που είναι κεντρικό σ’ αυτές τις ταινίες –πέρα από τις σινεφίλ αναφορές, τις κοινωνικές συνθήκες και το ιστορικό παρελθόν –είναι το ίδιο το τοπίο, ο αχανής χώρος της στέπας: η αίσθηση του άπειρου, η απρόσμενη εγγύτητα και οι στενές σχέσεις που δημιουργούνται από το χώρο (Ο μικρός αδελφός του Μπαχτιάρ Χουντοϊναζάροφ/ Bakhtiyar Khudoynazarov), η νομαδική ζωή (Παράδεισος και Δρόμος του Σερκέι Ντβορτσεβόι/ Sergei Dvorchevoy), η μοναχικότητα (Καρδιογράφημα), η μελαγχολία ενός ανθρώπου καθώς βρίσκεται μόνος στην μέση αυτού του συντριπτικού τοπίου. Αυτός ο χώρος, η ασιατική έρημος, η στέπα, αυτό το περιβάλλον, επιβάλλει κινηματογραφικούς ρυθμούς, διαμορφώνει την ψυχολογία των χαρακτήρων, είναι το φόντο αλλά και η ίδια ιστορία, επιβάλλει συναισθήματα: είναι η επιφάνεια της εικόνας αλλά και ο βαθύτερος πυρήνας της.
Οι συνθήκες ασφυξίας που επικρατούσαν τη τελευταία περίοδο της σοβιετικής εποχής, συνθήκες που εν τέλει οδήγησαν στη διάλυση της ορίζουν το πλαίσιο για αρκετές ταινίες του αφιερώματος, όπως Ο τελευταίος σταθμός, μια ιστορία επιστροφής σε μια “άγνωστη” πλέον πατρίδα (Σερίκ Απρίμοφ/ Serik Aprymov) και Η βελόνα (Ρασίντ Νουγκμάνοφ/ Rashid Nugmanov) μια ροκ “underground” ιστορία που διαδραματίζεται σε μια “μετά την Αποκάλυψη” Άλμα –Ατα. Η απελευθέρωση της εθνικής ταυτότητας έφερε ταινίες που κοιτάζουν μ’ ένα νέο βλέμμα το προ – σοβιετικό αλλά και το σοβιετικό παρελθόν: Η πτώση του Οτράρ (Αρντάκ Αμιρκούλοφ/ Ardak Amirkulov) ένα μεσαιωνικό έπος πλήρες αγριότητας και βαρβαρότητας, H φωνή (Γιούσουπ Ραζίκοφ/ Yusup Razikov) μια ταινία για τις ανατροπές στα ισλαμικά ήθη που έφερε η μπολσεβίκικη επανάσταση, Η βιογραφία ενός μικρού ακορντεονιστή (Σατιμπάλντι Ναριμπέτοφ/ Satybaldy Narimbetov) μια όχι και τόσο νοσταλγική αναπόληση της παιδικής ηλικίας στη σταλινική περίοδο. Τις αναταραχές της νέας περιόδου και το πώς αυτές αντανακλούνται στις ψυχές και τα συναισθήματα των ηρώων βρίσκουμε σε ταινίες όπως το Μην κλαις (Αμίρ Καρακούλοφ/ Amir Karakulov) για τη σχέση μιας τραγουδίστριας της όπερας και ενός μικρού κοριτσιού, για την γενναιοδωρία της ψυχής σε μια κυνική εποχή- Μονά ζυγά για έναν έρωτα μέσα στο χάος του εμφυλίου πολέμου και του ίδιου σκηνοθέτη Το κουστούμι (Μπαχτιάρ Χουντοϊναζάροφ) για ιστορίες της εφηβείας με φόντο τον κυνισμό και τη σκληρότητα της σύγχρονης εποχής- Ένας άγγελος στα δεξιά (Ντζασμέντ Ουσμόνοφ/ Djamshed Usmonov) όπου ισλαμική θεολογία συναντά το σκληρό ρεαλισμό της ηθικής κατάρρευσης.
Κάποια πρόσωπα υπήρξαν κεντρικά σ’ αυτό το αφιέρωμα. Στις δύο ταινίες του ο Έρμεκ Σιναρμπάεφ/  Ermek Shinarbaev προσφέρει δύο διαφορετικές εκδοχές της κινηματογραφικής εικόνας: Η εκδίκηση είναι μια ταινία όπου τα μυθολογικά στοιχεία, το φιλοσοφικό δοκίμιο και η τραγωδία διαπλέκονται για να απεικονισθούν οι πολλαπλές εκφάνσεις ενός αρχέγονου κακού, της εκδίκησης, ενώ η δεύτερη Μια θέση στο τρικογχό / Η ζωή θέλει θάρρος είναι ένα χαλαρό σκιαγράφημα συναισθημάτων με τους τρόπους του ρεαλισμού για μια δύσκολη νεότητα σε μια δύσκολη εποχή. Ο Ακτάν Αμπντικαλίκοφ/ Aktan Abdykalikov στην αυτοβιογραφική του τριλογία (Η κούνια, Ο θετός γιος, Μαϊμού) παρακολουθεί έναν πρόσωπο από τα πρώτα χρόνια της παιδικής ζωής μέχρι τα τελευταία της νεότητας. Ο οικογενειακός περίγυρος, οι σχέσεις με τους φίλους, η δύσκολη εφηβεία: αυτό που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι να ακολουθήσει τα ίχνη των συναισθημάτων, να συλλάβει τις φευγαλέες στιγμές της μελαγχολίας ή της χαράς, να παρακολουθήσει τις αόρατες και αφανείς διαδικασίες της συναισθηματικής ωρίμανσης, να καταγράψει εν θερμώ τα μεγάλα ή τα μικρά δράματα της ψυχής και της καρδιάς που διαμορφώνουν ένα πρόσωπο. Τέλος ο Νταρεσάν Ομιρμπάεφ/ Darezhan (Dareshan) Omirbaev στις ταινίες του Καλοκαιρινή ζέστη, Καϊράτ και Καρδιογράφημα απεικονίζει με λιτότητα όλη αυτή την απροσδιόριστη ανάμειξη παιδικής ανεμελιάς και θλίψης, τη σιωπηρή μελαγχολία, την μοναχικότητα, που επιβάλλει το τοπίο της στέπας στους ανθρώπους που το κατοικούν. Τα νεανικά πρόσωπα των ταινιών του είναι ανεξίτηλα σημαδεμένα από την άφατη μελαγχολία του τοπίου.
fest0303.jpg
Ματιές στα Βαλκάνια: Εξόριστοι και Μετανάστες
Αν κάποιος αναζητήσει ένα κοινό μοτίβο, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται οι περισσότερες ταινίες του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια, τότε θα έπρεπε να σταθεί στις ασφυκτικές κοινωνικές συνθήκες και την μετανάστευση, δηλαδή στον αναγκαστικό για λόγους βιοπορισμού εκπατρισμό, στην αναζήτηση καλύτερης τύχης σε μια ξένη γη. Σταυροδρόμι ανάμεσα στη δύση και την Ανατολή, τα Βαλκάνια βρίσκονται σε μια διττή θέση: από την μια πλευρά πέρασμα προς τις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης και από την άλλη σημείο αφετηρίας, ο τόπος από τον οποίο ξεκινούν οι παράνομοι μετανάστες, οι πατρίδες που εγκαταλείπουν.
Οι ταινίες λοιπόν του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια περιγράφουν τις ασφυκτικές συνθήκες ζωής, αναζητούν τους λόγους και τις αιτίες (όχι μόνο οικονομικές) που οδηγούν αυτούς τους ανθρώπους στον εκπατρισμό, ακολουθούν τα ίχνη τους μέσα στον χώρο, χαρτογραφούν τις διαδρομές τους, εκθέτουν τέλος τις συνθήκες ζωής στους νέους τόπους. Κυρίως επικεντρώνονται στις προσωπικές τραγωδίες, στα μικρά δράματα, στα τραύματα και στις πληγές, στα δάκρυα και στις θλίψεις, στο ανθρώπινο πρόσωπο ενός σύγχρονου φαινομένου που αλλάζει τις ισορροπίες στις κοινωνίες της Δύσης.
Αναζητώντας τους λόγους και τις αιτίες της μετανάστευσης θα πρέπει να αναφερθούμε στις πολιτειακές αλλαγές που οι απόηχοι τους ακόμα αντηχούν στο εσωτερικό των κοινωνιών, στην απορύθμιση λόγω του νεοφιλελευθερισμού, στα εκτεταμένα φαινόμενα φτώχιας, στις συνέπειες των εμφυλίων πολέμων. Μια έκθεση των ανοικτών τραυμάτων που άφησε ο πόλεμος βρίσκουμε στην ταινία, Φυτίλι (Πιέρ Ζάλιτσα, Βοσνία- Ερζεγοβίνη): στην μικρή κοινότητα που διαδραματίζεται μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά ενός τόπου που ο πόλεμος έκανε αφιλόξενο. Η ταινία O Νίκι και ο Φλο (Λουτσιάν Πιντιλίε, Ρουμανία) επικεντρώνεται στις δυσκολίες προσαρμογής (και στις εκρήξεις του θυμικού) που προκαλούνται σε όσους μένουν αμετανόητα προσκολλημένοι στο παρελθόν και δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο μέλλον- ενώ η Οργή (Ράντου Μουντέαν, Ρουμανία) διαδραματίζεται με φόντο την απόλυτη κυριαρχία της μαφίας έχοντας ως ήρωες ένα διωκόμενο ζευγάρι που αναζητά μάταια καταφύγιο. Οι ταινίες Casting (Γκόραν Ραντοβάνοβιτς) και Ο επαγγελματίας (Ντούσαν Κοβάσεβιτς) από την Γιουγκοσλαβία εστιάζουν η μεν πρώτη στην απελπισία και στην ηθική κρίση μιας κοινωνίας σε διάλυση, η δε δεύτερη περιγραφεί τις φρούδες ελπίδες, την υποκρισία και το συμβιβασμό όσων αντιστάθηκαν. Συντηρητισμός, μισαλλοδοξία, ρατσισμός και απουσίας ανοχής στο διαφορετικό είναι στο φόντο της ταινίας Ωραία νεκρά κορίτσια (Ντάλιμπορ Μάτανιτς) με κεντρικά πρόσωπα ένα νεαρό ζευγάρι γυναικών που βρίσκονται αντιμέτωπες με το μίσος και τις αναίτιες επιθέσεις του περίγυρου του. Σε μια ταινία όπως οι Εμιγκρέδες (Λιούντμιλ Τοντόροφ & Ιβαϊλο Χρίστοφ, Βουλγαρία) θα βρούμε ένα συναισθηματικό πορτρέτο μιας παρέας φίλων που βρίσκονται ένα βήμα πριν την μετανάστευση: ο αποκλεισμός και η αποξένωση είναι όροι για την τελική απόφαση της αναχώρησης.
Δύο ταινίες περιγράφουν τόσο την ζωή στην πατρίδα λίγο πριν την αναχώρηση, όσο και την ίδια διαδικασία της μετανάστευσης. Η πρώτη από την Αλβανία Γράμματα στον άνεμο (Έντομντ Μπουντίνα) έχει ως ήρωα έναν πατέρα που εξόριστος στην ίδια του την χώρα ακολουθεί τα ίχνη του μετανάστη γιου του στην Ιταλία. Ενώ η δεύτερη Κάτω από τον ίδιο oυρανό (Κρασιμίρ Κρούμοφ, Βουλγαρία) με ηρωίδα ένα κορίτσι στην εφηβεία εστιάζει τόσο στις δυσκολίες της ηλικίας όσο και στις διαδρομές της μετανάστευσης. Στους μεταφορείς, σ’ αυτούς που περνούν από τα σύνορα τους λαθρομετανάστες, επικεντρώνεται η ταινία Ανταλλακτικά (Ντάμιαν Κοζολέ, Σλοβενία) σκιαγραφώντας με τις έντονες γραμμές μιας τραγωδίας τόσο την απελπισία και την απόγνωση (των παράνομων μεταναστών) όσο τον κυνισμό, την ηθική έκπτωση και την εξαχρείωση (των μεταφορέων τους).
Μια ιδιότυπη εξορία, ταλανίζει τους ήρωες στην τουρκοκυπριακή Λάσπη (Ντερβίς Ζαϊμ): εδώ είναι η νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο και η ανάγκη για υπέρβαση του εθνικού τραύματος, που συναντάμε. Μια χωρίς εθνικιστικές προκαταλήψεις προσέγγιση του προβλήματος των προσφύγων (και του πολέμου που τους προκάλεσε) από την οπτική της “άλλης” πλευράς, η ταινία αιτεί την επιστροφή στην πατρίδα, την επανένωση, την ειρήνη. Τέλος στο αριστουργηματικό Μακριά (Νουρί Μπιλγέ Τσεϊλάν, Τουρκία) βρίσκουμε στο κέντρο το πρόσωπο ενός εσωτερικού μετανάστη που φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη αναζητά μια καλύτερη τύχη. Η ταινία είναι μια περιπλάνηση, υπό το φως του κρύου ήλιου του χειμώνα, στις οδούς της μοναξιάς και της αποξένωσης. Η απουσία επικοινωνίας, οι κατεστραμμένες σχέσεις που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους, η μοναξιά, η αποξένωση, η μελαγχολία της ύπαρξης, τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν, η δύσκολη (συναισθηματική) ζωή: όλα αυτά ορίζουν τον πυρήνα της πλοκής. Εδώ ο σκηνοθέτης σχεδιάζει το περίγραμμα των βαθύτερων συναισθημάτων της αστικής ζωής.
Το πρόγραμμα συναντάμε και την μικρού μήκους “C” Block Story (Κριστιάν Νεμέσκου, Ρουμανία) μια ταινία που περιγράφει με χιούμορ και λεπτότητα ένα δύσκολο έρωτα στην εφηβεία.
fest1503.jpg
Νέοι Ορίζοντες: Διακήρυξη Ανεξαρτησίας 2003
“Υπάρχει ανεξάρτητος κινηματογράφος. Είναι η ανεξαρτησία που δεν προκύπτει από τις συνθήκες παραγωγής αλλά πηγάζει μέσα από τις ίδιες τις ταινίες σαν αυτόνομα αισθητικά σύνολα αλλά και σαν πολιτιστικά προϊόντα. Η ανεξαρτησία αυτή ορθώνεται άλλοτε με κραυγές κόντρα στο ρεύμα και άλλοτε με συνειδητές και μεθοδευμένες πράξεις” η δήλωση του Δημήτρη Εϊπίδη προσδιορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι Νέοι Ορίζοντες. “Κραυγές και συνειδητές πράξεις”, οι ταινίες αυτές συνιστούν μια καταγραφή του πιο ανήσυχου και ασυμβίβαστου σινεμά του σήμερα.
Τέτοια είναι η περίπτωση του Καναδού Μάικλ Σνόου (Michael Snow). Μ’ ένα έργο που αναφέρεται ως η θεμέλιος λίθος της σύγχρονης avant-garde σκηνής, αναζητώντας τα όρια και εξερευνώντας τα μέσα στο χώρο του πειραματικού σινεμά, αναπτύσσει το έργο του σε διάφορους χώρους: σινεμά, ζωγραφική, μουσική, γλυπτική. Λογοπαίγνια και χιούμορ, ο ρυθμός και ο χρόνος, οι κινήσεις της κάμερας: αποτελούν σημεία γύρω από τα οποία περιστρέφεται το κινηματογραφικό έργο. Διαφορετική είναι η περίπτωση του έτερου αφιερώματος στον Ιάπωνα Σινία Τσουκαμότο (Shinya Tsukamoto). Σκοτεινός ερωτισμός, εμμονές με τη διαστροφική σχέση τεχνολογίας και ανθρώπινου σώματος, βία και ένα οπτικό ύφος που καταλαμβάνει εξ απροόπτου τον θεατή, συνιστούν στοιχεία της σκηνοθετικής του ταυτότητας και χαρακτηρίζουν “cult” ταινίες όπως το Τετσούο ΙΙ – Σώμα –Σφυρί και Το φίδι του Ιουνίου.
Η Διεθνής Επιλογή των Νέων Οριζόντων εκφράζει ίσως με ακρίβεια αυτό το πνεύμα ανεξαρτησίας αλλά και την αγωνία για το σύγχρονο κόσμο. Όπως συμβαίνει στο Το σπίτι των παιδιών του Τζον Σέιλς/ John Sayles . Έχοντας γνωστές ηθοποιούς από το Χόλιγουντ, ο γνωστός ανεξάρτητος αμερικάνος σκηνοθέτης καταγράφει μέσα από τις πολλές ιστορίες υιοθεσίας που συμβαίνουν στον Τρίτο κόσμο (στην περίπτωση μας στο Μεξικό) τη διάσταση (αλλά και την ταύτιση συναισθημάτων) ανάμεσα στα Πρώτο και τον Τρίτο Κόσμο. Εδώ η επιδιωκόμενη μητρότητα καταλήγει να γίνει άλλη μια επιδρομή καταλήστευσης του Τρίτου κόσμου, καταλήστευσης κυρίως συναισθηματικής. Η καταλήστευση (μιας ταυτότητας) είναι το κεντρικό μοτίβο και στην γερμανική Φονική ταυτότητα του Σέρεν Βόιγκτ: μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται ξαφνικά στο κενό. Ερωτική απογοήτευση, μοναξιά, αβουλία και αδυναμία να διεκδικήσει δυναμικά την ζωή θα την ωθήσουν προς την αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας. Η σκηνοθεσία παρακολουθεί την ελεύθερη πτώση της ηρωίδας χωρίς να προειδοποιήσει τον θεατή για τα αναπάντεχα βίαιο τέλος.
Μια πορεία προς την αφάνεια ακολουθεί ο Ιρανός Τζαφάρ Παναχί/ Jafar Panahi, στο Κόκκινο χρυσάφι. Αποτελούμενη από μικρά επεισόδια που απεικονίζουν τις νυχτερινές διαδρομές του κεντρικού ήρωα, η σκηνοθεσία εμμένει στην κρυφή ζωή της ιρανικής κοινωνίας και στις ακραίες αντιθέσεις της: ο πλούτος και η ανέχεια, η ελευθεριότητα και τα αυστηρά ισλαμικά ήθη. Όλες οι διαδρομές του ήρωα κατατείνουν σ’ ένα: στο να μεταδώσουν την αίσθηση αποκλεισμού του, στο να περιγράψουν το βίωμα της εξορίας του. Πρόσωπο που έχει ζήσει στο προεπαναστατικό Ιράν, που επιβίωσε ενός πολέμου μοιάζει να μην έχει τόπο να σταθεί. Η περιφρόνηση λοιπόν που αισθάνεται ο ήρωας: είναι η αίσθηση που αποκομίζει καθώς κινείται μέσα στην πόλη. Παράλληλα ο σκηνοθέτης σχεδιάζει, όπως και στον Κύκλο, ένα κοινωνικό χώρο που τελεί υπό διαρκή περιορισμό (η σκηνή με το νυχτερινό πάρτι και την αστυνομία ηθών είναι τυπική αυτού του κλίματος). Εν τέλει τα κάγκελα που υπάρχουν στο κοσμηματοπωλείο, στην αρχή και στο τέλος της αφήγησης, δεν είναι παρά τα κάγκελα μιας ανοιχτής φυλακής. Και ο ήρωας δεν είναι παρά ένας καταδικασμένος σε ισόβια φυλακισμένος της, που αποφασίζει επιτέλους να δραπετεύσει…
Αντίθετα η ηρωίδα στο επίσης ιρανικό Στις πέντε τα απόγευμα της Σαμίρα Μαχμαλμπάφ/ Samira Makhmalbaf αναζητά τρόπους για να ξεφύγει από τις παγίδες που ο πόλεμος και οι θρησκευτικές προκαταλήψεις έχουν στήσει. Διαδραματιζόμενη σ’ ένα τόπο θανάτου, στο Αφγανιστάν μετά το πόλεμο, η ταινία φωτίζεται από το λαμπερό χαμόγελο της ηρωίδας της που βρίσκει μέσα στην μόρφωση ένα δρόμο προς την ελευθερία και την ζωή. Την ελευθερία αναζητά και τον νεαρό ζευγάρι στο ιρανικό Το δειλινό του Μοχάμαντ Ρασούλοφ/ Mohammad Rasoulof. Έγκλειστοι και οι δύο στις φυλακές θα βρουν στον έρωτα και τον γάμο ένα ασφαλές καταφύγιο και το δρόμο προς την ελευθερία. Δείγμα ενός σκληρού ρεαλισμού, η ταινία, ακριβώς λόγω του απαισιόδοξου τέλους της, διακρίνεται για τους οξείς καταγγελτικούς της τόνους: η κοινωνική αναλγησία και ο αποκλεισμός συνιστούν τα κάγκελα μιας νέας φυλακής.
Από μια φυλακή θέλει να αποδράσει και ο κεντρικός χαρακτήρας στο Noi Albinoi του Νταγκούρ Κάρι/ Dagur Kari. Με φόντο το κατάλευκο τοπίο της Ισλανδίας η δραματική πλοκή ορίζεται από τη σύγκρουση ενός χαρισματικού προσώπου μ’ ένα καταπιεστικό περιβάλλον. Εκφράζοντας την αμφιθυμία και τους δισταγμούς της νεότητας, η σκηνοθεσία διαπνέεται από μια αντισυμβατική διάθεση και ένα πνεύμα ανεξαρτησίας, αυτό που εξάλλου χαρακτηρίζει και τον κεντρικό χαρακτήρα. Ως φυλακή αντιλαμβάνεται το χωριό του και το ήρωας στην ταινία από το Μπουτάν Ταξιδιώτες και μάγοι (Κιέντσε Νόρμπου/ Khyentse Norbu). Γοητευμένος από την απατηλή λάμψη του δυτικού τρόπου ζωής επιζητά, με κάθε τρόπο, την απόδραση. Διαπλέκοντας θρύλους και παραμύθια του τόπου με τα επεισόδια μιας μακράς και εντέλει ανολοκλήρωτης αναχώρησης, η σκηνοθεσία αναδεικνύει του μύθους και τα ήθη ενός πολιτισμού, τους δεσμούς αλληλεγγύης και φιλίας μιας κοινότητας.
Η Κουκουβάγια του 91χρονου Ιάπωνα σκηνοθέτη Κανέτο Σίντο/ Kaneto Shindo,  παρ’ όλες τις θεατρικές της καταβολές, είναι μια απολαυστική κωμωδία για τις αναπάντεχες πράξεις μιας γυναίκας και την νεαρής της κόρης, όταν αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ανέχεια και να διεκδικήσουν δυναμικά την ζωή. Μαύρο χιούμορ, σαρκασμός και ειρωνεία για τις αξίες του εθνικισμού, η ταινία ανατρεπτική, ασεβής και προκλητική μέσα από την ανηθικότητα της, εκφράζει ένα ευπρόσδεκτο πνεύμα ελευθεριότητας, αντικομφορμισμού και αντισυμβατικότητας. Ταινία μιας παράδοξης (και κατ’ ανάγκη) φιλίας είναι Οι περιπλανώμενοι του Ιάπωνα Νομπουχίρο Γιαμασίτα/ Nobuhiro Yamashita. Έχοντας στο κέντρο δύο αγνώστους που συναντιούνται στην έρημη επαρχία της Ιαπωνίας του χειμώνα, η δραματική πλοκή αναπτύσσει μέσα από τις τελετές της συνάφειας τις δυναμικές μιας φιλίας. Δείγμα μιας λεπτής στο ύφος κωμωδίας, η ταινία μέσα από την ειρωνεία, το σαρκασμό και την λιτότητα (τυπικά ιαπωνική στην καταγωγή της) δημιουργεί το πορτρέτο μιας αταίριαστης σχέσης.
Τις πολλές πλευρές μιας περίπλοκης σχέσης εκθέτει η ρωσική Η επιστροφή του Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ/ Andrey Zvyagintsev. Με κέντρο έναν πατέρα που επιστρέφει, η σκηνοθεσία αναδεικνύει την αναστάτωση και την ταραχή που βασιλεύει στις ψυχές των δύο γιων του που τον υποδέχονται. Ταινία κλειστών χώρων (παρόλο τους ανοικτούς ορίζοντες που διαδραματίζεται) και έντονων συναισθημάτων, Η επιστροφή βυθίζει τον θεατή σ’ ένα σύμπαν όπου η αγάπη και ο θυμός, το μίσος και η κατανόηση διαπλέκονται με τα αρχέτυπα του ιουδοχριστιανικού πολιτισμού, παγιδεύοντας ήρωες και θεατές. Τα απρόοπτα συμβάντα προς την ενηλικίωση καταγράφει η σκηνοθεσία και τις θυσίες και τις απώλειες (συναισθηματικές και άλλες) αυτής της μακράς και οδυνηρής διαδικασίας αποτιμά.

Δημήτρης Μπάμπας