La Bataille de Solférino, Justine Triet
Ένα ζευγάρι που χει χωρίσει. Ο άνδρας ο Vincent είναι χωρίς εργασία, φανερά καταβεβλημένος από το χωρισμό και η γυναίκα, η Laetitia, μια υπερδραστήρια ρεπόρτερ παρουσιάστρια στην τηλεόραση. Ο απελπισμένος αγώνας του πατέρα να επισκεφθεί και να συναντηθεί με τις δυο κόρες τους. Η σθεναρή άρνηση της πρώην γυναίκας του να το επιτρέψει. Και όλα αυτά με φόντο μια ιστορική βραδιά, της 6ης Μαΐου του 2012,–τουλάχιστον έτσι θεωρούσαν ότι είναι όσοι συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτήν- τη βραδιά, δηλαδή, που ο σοσιαλιστής François Hollande νίκησε τον συντηρητικό Nicolas Sarkozy.
Η αφήγηση οργανώνεται πάνω στις απόπειρες του πατέρα να συναντηθεί με τις δύο κόρες. Ωστόσο ό, τι συνιστά το ενδιαφέρον στη δραματική πλοκή είναι η υστερία που χαρακτηρίζει τα δύο κεντρικά πρόσωπα. Μια υστερία που τροφοδοτείται από την ένταση που διαρκώς επικρατεί στο παρασκήνιο: ο χρόνος της δραματικής πλοκής είναι λίγο πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και οι εντάσεις της αναμονής μοιάζουν να εισβάλλουν βίαια στο προσκήνιο. Ντοκιμαντερίστικες λήψεις –σαν να παρακολουθούμε μια καταγραφή της βραδιάς- συνδυάζονται με τους δραματικούς τόνους μιας μυθοπλασίας. Αν και ο αφηγηματικός ρυθμός στο μεγαλύτερο μέρος της είναι έντονος, ωστόσο, λίγο πριν τη λύση του δράματος, οι εντάσεις χαλαρώνουν, οι υστερίες διαλύονται και οι συγκρούσεις λύονται. Φαίνεται σαν η πολιτική ένταση και η αναμονή των τελικών αποτελεσμάτων να επιβάλλονται πάνω στα πρόσωπα και τη ψυχολογία τους. Όταν λοιπόν οι πολιτικές εντάσεις λυθούν και το αποτέλεσμα των εκλογών ανακοινωθεί, τότε και τα πρόσωπα (και η προσωπική τους ζωή) επιστρέφουνι στην κανονικότητα τους. Και γι' αυτό, στο τέλος, η σκηνοθέτις σχεδιάζει με τόνους αγαπητικούς τα πορτραίτα των ηρώων της.
Tonnerre, Guillaume Brac
Ένας μουσικός, στην ηλικία των 30, ο Maxime, που επιστρέφει στο χωριό απ’ όπου κατάγεται, για ανασυγκρότηση και έμπνευση, συναντά την Melodie, μια νεαρή δημοσιογράφο του τοπικού τύπου. Ο έρωτας δεν θα αργήσει να ανθίσει, αλλά η εξέλιξη δεν θα είναι η αναμενόμενη για τον νεαρό άνδρα: θα βιώσει τις σφοδρές απογοητεύσεις και τις πίκρες της ερωτικής εγκατάλειψης…
Επικεντρωμένη πάνω στο πρόσωπο του άνδρα, η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στο συναισθηματικό του τοπίο: οι αδυναμίες, οι αδεξιότητες, οι αμηχανίες και οι ανασφάλειες είναι κεντρικά στοιχεία σ’ αυτό. Γι’ αυτό και στην ερωτική του σχέση με την Melodie αυτός είναι ο αδύναμος κρίκος. Με εκκίνηση τόνους φωτεινούς –καθώς ο ήρωας ζει τις ευδαιμονίες του έρωτα- και έχοντας αργότερα σκοτεινούς τους τόνους και τα χρώματα, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μιας ερωτική περιπέτεια για τα βάσανα, τα πάθη και τις αγωνίες του έρωτα, από τη οπτική ενός άνδρα.
Αφηγούμενος την ιστορία με ύφος νατουραλιστικό, ο σκηνοθέτης δεν κρύβει τις επιρροές του από το σινεμά του Robert Guédiguian: πολύ συχνά φλερτάρει με τα στοιχεία ενός ηθογραφικού σινεμά, αλλά και του μελοδράματος. Με φόντο το χειμερινό τοπίο στην ομώνυμη του τίτλου περιοχή, σκιαγραφεί το ανδρικό συναισθηματικό σύμπαν –προσδοκίες, ελπίδες, απογοητεύεις- σε κατάσταση ερωτικού πάθους: κάτι όχι ιδιαίτερα συχνό στο σημερινό τοπίο του σινεμά. Είναι η συναισθηματική δικαίωση που αναζητά ο ήρωας μετά το χωρισμό, είναι προσπάθεια να κατανοήσει το πώς αλλάζουν, πως μεταβάλλονται τα συναισθήματα μιας γυναίκας, είναι τέλος η προσπάθεια του να συμφιλιωθεί με την απόρριψη: τα προηγούμενα που βρίσκονται στο κέντρο της δραματικής πλοκής.
Grand Central, Rebecca Zlotowski
Ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, η ταινία που διαδραματίζεται με φόντο ένα πυρηνικό εργοστάσιο, είναι ταυτόχρονα και ένα θρίλερ γεμάτο εντάσεις, όπου στο κέντρο βρίσκεται η εργατική τάξη.
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Gary (στο ρόλο ο Tahar Rahim ένας από τους μεγαλύτερους σταρ στο γαλλικό σινεμά σήμερα), ένας νεαρός εργάτης ο οποίος προσλαμβάνεται σ’ ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Καθώς εισέρχεται στο χώρο εργασίας, ταυτόχρονα εντάσσεται και στην εργασιακή του ιεραρχία. Προστάτης του μέσα σ’ αυτόν τον άκρως επικίνδυνο χώρο εργασίας είναι ένας εργοδηγός, ο Toni (Denis Menochet). Ωστόσο είναι η αρραβωνιαστικιά του Toni, η Karole (τον ρόλο υποδύεται η πάντα σαγηνευτική Léa Seydoux), που διαταράσσει το συναισθηματικό του κόσμο. Η κρυφή ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του, γεμάτη από τις εντάσεις της παρανομίας, αναστατώνει όχι μόνο συναισθηματικά τον ήρωα…
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής και ό,τι προωθεί την αφήγηση είναι το ερωτικό τρίγωνο που σχηματίζεται. Ωστόσο αυτό παρουσιάζεται μέσα από την οπτική –σκοπιά του ήρωα, αφού η σκηνοθεσία προκρίνει το συναισθηματικό του σύμπαν και σ’ αυτό εστιάζει.
Η αφήγηση οργανώνεται γύρω από ένα ισχυρό δίπολο αντιθέσεων -και παλινδρομεί μέσα σ’ αυτό: από τη μια πλευρά οι χώροι του πυρηνικού εργοστασίου, ψυχροί και άσπιλοι, και από την άλλη ο τόπος διαμονής των εργατών, το κάμπινγκ με τα τροχόσπιτα και τις σχέσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας μεταξύ τους.
Η κάμερα παρακολουθεί, εκ του σύνεγγυς, τον ήρωα από τον τόπο διαμονής του μέχρι και τη διαδρομή του μέσα στο εργοστάσιο. Ο τόπος εργασίας παρουσιάζεται –και εντέλει μάλλον είναι- ως κάτι τρομακτικό: μια απειλή διαρκώς επικρέμεται, και όλα τα πρόσωπα τελούν «εν κινδύνω». Αυτή η ατμόσφαιρα διαποτίζει τα πρόσωπα της δραματικής πλοκής, ενώ παράλληλα ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το ερωτικό τρίγωνο.
Επιπλέον, εξαιτίας αυτού του τόπου και των κινδύνων του, οι σχέσεις μεταξύ των εργατών καθίστανται κομβικές για τη δραματική πλοκή: Συνιστούν μια ασπίδα προστασίας απέναντι στο κίνδυνο μόλυνσης από την ραδιενέργεια. Σχέσεις, που καταρχήν είναι φιλικές -η «εργατική αλληλεγγύη»-, για να εξελιχθούν αργότερα σε ανταγωνιστικές: όταν η εργατική ιεραρχία διαταράσσεται από την ερωτική σχέση του ήρωα, όταν αυτός παραβιάσει τις μάλλον ασταθείς ισορροπίες στον εργασιακό χώρο…
Επιβάλλοντας τις εντάσεις ενός θρίλερ και επιβεβαιώνοντας κάποια από τα αρχέτυπα ενός ανδρικού νουάρ μελοδράματος, η σκηνοθέτις εστιάζει με έμφαση στον κεντρικό της ήρωα, την ερωτική του σύντροφο και τη μεταξύ τους (ερωτική) χημεία. Και γι’ αυτό η ταινία, πέρα από τα προηγούμενα, είναι και μια επιβεβαίωση ότι ακόμα και σήμερα ηθοποιοί- σταρ μπορούν να επιβάλλουν την παρουσία τους και να καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα ακόμα και σε ταινίες εκτός της επικράτειας του Χόλιγουντ…
Little Brother (Bauyr), Serik Aprymov
Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας ένας 9χρονος. Ζει μόνος, ορφανός από μητέρα, εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα, με τον μεγαλύτερο αδελφό απόντα. Άτακτος μαθητής στο σχολείο, επιβιώνει φτιάχνοντας τούβλα, φαινομενικά αυτάρκης συναισθηματικά. Και περιμένει: τον αδελφό να γυρίσει από την πόλη.
Ο βετεράνος καζακστανός σκηνοθέτης εστιάζει στο πρόσωπο του ήρωα, τον ακολουθεί στις διαδρομές του, καθώς προσπαθεί να επιβιώσει κυρίως συναισθηματικά παρά υλικά. Σ’ αυτές τις διαδρομές του ήρωα, η παρουσία του χρήματος είναι καθοριστική για τη σημασιοδότηση των σχέσεων του –και μέσα σ’ αυτό το σύμπαν η σχέση με τον αδελφό καθίσταται κεντρική. Η αφήγηση σιγά –σιγά αποκαλύπτει το πλήρες (συναισθηματικό) τοπίο για τον ήρωα. Ένα σινεμά επιγονικό των πρώτων ταινιών του Abbas Kiarostami, η ταινία σχεδιάζει χωρίς τόνους μελοδραματικούς, περισσότερο με υπαινιγμούς και μεταφορές, παρά με κυριολεξίες, ένα πορτραίτο μίας δύσκολης παιδικής ηλικίας: η θλίψη (του πένθους) και η μοναξιά υπάρχει στο βάθος της ψυχής.
Centro histórico, Aki Kaurismäki, Pedro Costa, Victor Erice, Manoel de Oliveira
Αφιερωμένη στην πόλη της Πορτογαλίας Guimarães, αυτή η σπονδυλωτή ταινία είναι μια διαφορετική ερμηνεία της πόλης, των ανθρώπων και της ιστορίας, υπό το βλέμμα σημαντικών σκηνοθετών.
Στην πρώτη με τον τίτλο Tavern Man (O Tasquiero), ο Aki Kaurismäki, εστιάζει σ’ έναν ιδιοκτήτη μιας ταβέρνας (Ilkka Koivula) που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Αντιμέτωπος με τις δυνάμεις της αγοράς και τον σκληρό ανταγωνισμό, ο ήρωας προσπαθεί να επιβιώσει. Φάντος, μελαγχολία, απουσία διαλόγων, ένας αδιότατος κωμικός τόνος, ένα οπτικό ύφος λιτό και καθαρό: η ταινία μ’ όλους τους τρόπους ανήκει στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη.
Η δεύτερη έχει τον τίτλο Sweet Exorcist και επικεντρώνεται στον Ventura (ηθοποιό στην ταινία του σκηνοθέτη Colossal Youth). Εδώ είναι οι μνήμες από την επανάσταση των γαριφάλων που βρίσκονται στο κέντρο, αλλά και το θέμα της μετανάστευσης.
Η τρίτη έχει τον τίτλο Broken Windows (Vidros Partidos) και είναι ένα ντοκιμαντέρ με το οποίο ο Victor Erice, χαρτογραφεί τις προσωπικές μνήμες εργατών σ’ ένα από τα πιο παλιά υφαντουργία της χώρας -ηλικίας 150 χρόνων- τώρα κλειστό, λόγω της παγκομιοποίησης. Οι χώροι, οι άνθρωποι, οι μνήμες, οι προσωπικές αφηγήσεις: σχεδιάζεται μια εικόνα στην οποία το μελαγχολικό συναίσθημα του τέλους μιας εποχής βρίσκεται στο κέντρο
Ο Manoel de Oliveira, στην τέταρτη με τον τίτλο The Conquered Conqueror (O Conquistador, Conquistado), παρακολουθεί ένα γκρουπ τουριστών που περιηγούνται στην πόλη: Η πόλη άδεια σαν ένα σκηνικό για τουρίστες, τα κτήρια, οι χώροι, τα αγάλματα. Και στο αποκορύφωμα της αφήγησης , μπροστά στο άγαλμα του πρώτου βασιλιά της Πορτογαλίας Afonso I («του Κατακτητή») τα κλικ από τις φωτογραφικές μηχανές των τουριστών μοιάζουν να κατατροπώνουν τον αγέρωχο μονάρχη.
La Jalousie, Philippe Garrel
Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και διαδραματιζόμενη στο παρόν, η ταινία είναι ένα πανόραμα για το πώς η ζήλια σημαδεύει τα πρόσωπα.
Η αφήγηση της ταινίας ξεκινά μ’ έναν χωρισμό- του ήρωα με την γυναίκα του- και ολοκληρώνεται με επίσης έναν- του ήρωα με την ερωμένη του. Ότι υπάρχει στο ενδιάμεσο είναι μια καταγραφή της σχέσης του με την ερωμένη του και ό,τι την περιβάλλει.
Παρόλο που ο ήρωας (στο ρόλο ο γιος του σκηνοθέτη Louis Garrel), καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, συνιστά το κέντρο βάρους της, ωστόσο ο σκηνοθέτης δημιουργεί χώρους στην αφήγηση όπου παρουσιάζονται, εξελίσσονται και σκιαγραφούνται τα άλλα (γυναικεία) πρόσωπα της ταινίας: η σύζυγος που εγκαταλείπεται, η κόρη και η σχέση της με τον ήρωα, η ερωμένη (στο ρόλο η Anna Mouglalis) που ασφυκτιά στο διαμέρισμα (και τη σχέση).
Οι αστάθειες και οι ανασφάλειες του έρωτα, το χωρίς όρια (;) ερωτικό πάθος, οι εντάσεις μιας έντονης ερωτικής σχέσης, οι στιγμές οικειότητας και συναισθηματικής εγγύτητας, οι πολλαπλές αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες διαδρομές της ερωτικής και συναισθηματικής ζωής: όλα αυτά είναι στοιχεία που αναδεικνύονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Ωστόσο το κυριότερο όλων είναι η ζήλια, που ως ένας ιός μεταδίδεται από το ένα πρόσωπο της ταινίας στο άλλο, για να καταλήξει στο τέλος να προσβάλλει το μόνο πρόσωπο που ‘χε μείνει απρόσβλητο: τον ήρωα.
Τελικά στα παιχνίδια του έρωτα οι ρόλοι που επιφυλάσσονται για τα πρόσωπα ποτέ δεν είναι σταθεροί, αλλά πάντα εναλλασσόμενοι. Ο καθένας, κάποια στιγμή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα πληρώσει το τίμημα της ζήλιας στο ταμείο του έρωτα.
Jiaoyou, Tsai Ming-liang
Έχοντας στο κέντρο της αφήγησης τα πρόσωπα μιας οικογένειας περιθωριακών, ο ταϊβανέζος σκηνοθέτης μ’ αυτήν την ταινία του εισέρχεται στις επικράτειες των οικογενειακών (μελό)δραμάτων.
Μια οικογένεια ζει στο περιθώριο: χωρίς μόνιμη κατοικία, ζει σε ερειπωμένες πολυκατοικίες. Η μητέρα φεύγει, εγκαταλείποντας τα δύο της παιδιά –ένα αγόρι και ένα μικρό κορίτσι –και τον άνδρα της.
Ο σκηνοθέτης εφαρμόζει σ’ αυτό το υλικό -που’ χει όλα τα στοιχεία ενός οικογενειακού μελοδράματος- την αισθητική του προσέγγιση: μακρινά πλάνα που δείχνουν χώρους σε κατάρρευση, η διαρκής παρουσία του υγρού στοιχείου (εδώ με τη μορφή της βροχής), ο άνεμος που διαρκώς φυσά, κοντινά πλάνα στα πρόσωπα λήψεις μεγάλης χρονικής διάρκειας, οι ήχοι -θόρυβοι του περιβάλλοντος διαρκώς παρόντες στο πλάνο.
Η ταινία οργανώνεται γύρω από ζευγάρια αντιθέσεων που ο σκηνοθέτης δημιουργεί: κίνηση και ακινησία, η πόλη και η εξοχή, ο θόρυβος και η ησυχία, μονοχρωμίες και πολυχρωμίες, κοντινά πλάνα στα πρόσωπα και μακρινά πλάνα με τις ανθρώπινες φιγούρες μέρος ενός συνόλου, τρυφερότητα και σκληρότητα, ερείπια και δομημένοι χώροι, πολυκοσμία και ερημιά .
Η αφήγηση της ιστορίας που καταλήγει στη επεισοδιακή επανένωση (;) της οικογένειας είναι ελλειπτική, και κατά κανένα τρόπο μελοδραματική. Και εδώ, όπως και στις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, στο κέντρο υπάρχει ο πάσχων, βασανισμένος άνθρωπος: Ο ηθοποιός, alter-ego του σκηνοθέτη, Lee Kang-seng είναι ένα πρόσωπο βαθιά τραγικό: η μελαγχολία που σημαδεύει το πρόσωπο του, η απελπισία του καθώς αδυνατεί να επανασυνδέσει την οικογένεια του είναι ότι μένει στην μνήμη του θεατή μετά το τέλος αυτής της υπέροχης ταινίας.
Suzanne, Katell Quillévéré
Κάποιες φορές μελοδραματική και κάποιες άλλες όχι, η ταινία είναι μια βιογραφία που απεικονίζει τη διαδρομή μιας γυναίκας από την παιδική ηλικία μέχρι την (συναισθηματική) ωριμότητα.
Η ομώνυμη του τίτλου ηρωίδα μεγαλώνει μαζί με την αδελφή της και τον χήρο πατέρα τους. Η αφήγηση συγκροτείται από τα πολλά και διάφορα επεισόδια της ζωής τους: Η εφηβεία, η εγκυμοσύνη και η μητρότητα της, η μετακόμιση της αδελφής της στη μεγάλη πόλη, ο «L'amour fou» της Sunanne για έναν εκτός νόμου, ένας έρωτας δίχως όρια, οι περιπέτειες της με το νόμο, η εξαφάνιση της…
Χωρίς ποτέ να υπάρχει μια οπτική ηθικής καταδίκης η σκηνοθεσία εστιάζει σ’ αυτήν τη γεμάτη αδυναμίες και ανασφάλειες (συναισθηματικές και όχι μόνο), χαοτική νεαρή γυναίκα (στο ρόλο η εξαιρετική Sara Forestier). Χτίζοντας σιγά-σιγά την αφήγηση, η σκηνοθεσία δημιουργεί παράλληλα και το πορτραίτο (όχι μόνο ψυχολογικό) του κεντρικού χαρακτήρα. Τα διάφορα επεισόδια της ζωής της Suzanne, στα οποία εστιάζει η αφήγηση, χωρίζονται πολλές φορές από μεγάλης χρονικής διάρκειας αφηγηματικά χάσματα και έγκειται στον θεατή κάθε φορά να συμπληρώνει τις απουσίες και να δημιουργεί τις συνέχειες. Έτσι χτίζεται σιγά –σιγά, ως με ψηφίδες, το πορτραίτο της Suzanne.
Ό,τι παρακολουθούμε είναι μια νεαρή γυναίκα που ζει τα λάθη της (και πληρώνει τις συνέπειες τους), που αναζητά μια συναισθηματική ισορροπία στη ζωή της, μια κατεύθυνση. Ο τραυματικός πυρήνας απ’ όπου όλα κατάγονται είναι η απουσία της μητέρας: η αδελφική σχέση, αλλά και η διαρκής παρουσία του πατέρα αδυνατούν να αναπληρώσουν το κενό. Είναι τα τραύματα, οι ανοιχτές χαίνουσες πληγές, είναι εντέλει τα λάθη που δημιουργούν την απαραίτητη ισορροπία ζωής και που στο τέλος οδηγούν την ηρωίδα στη συναισθηματική ωριμότητα.
Los Dueños, Agustin Toscano & Ezequiel Radusky
Κωμική στους τόνους, η ταινία καταγράφει μια συνάντηση ανάμεσα στην εργατική και τη αστική τάξη.
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής βρίσκεται ένα σπίτι, το αρχοντικό μιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Καθώς οι ιδιοκτήτες –ο πατέρας και οι παντρεμένες δύο κόρες – ζουν στην πόλη, το σπίτι κατοικείται (για την ακρίβεια έχει καταληφθεί) από τους επιστάτες, μια γυναίκα και δύο άνδρες. Όμως η ξαφνική άφιξη των ιδιοκτητών διαταράσσει τις πρόσκαιρες απολαύσεις τους αυτής της αστικής ιδιοκτησίας.
Μ’ αφορμή αυτήν ακριβώς την κατάληψη, οι σκηνοθέτες χτίζουν μια αφήγηση όπου στα διάφορα επεισόδιά της καταγράφονται, με τρόπο κωμικό, η διαρκής εναλλαγή των ενοίκων της αστικής βίλας. Παράλληλα όμως εστιάζουν και στους δύο πόλους. Η εργατική τάξη (δηλαδή οι επιστάτες) καταγράφονται ως πεινασμένοι για αστικές απολαύσεις, που συχνά κοιτάζουν τον κόσμο των αστών μ’ ένα βλέμμα φθόνου. Σκιαγραφούνται όμως παράλληλα και ως πρόσωπα που μπορούν να απολαύσουν τη ζωή. Από την άλλη, η αστική τάξη (δηλαδή οι δύο παντρεμένες κόρες) ως πρόσωπα, τα οποία παρόλο που ζουν χωρίς πρόβλημα βιοπορισμού, είναι στερημένα: είναι οι απολαύσεις της σάρκας που λείπουν.
Χωρίς ποτέ στην αφήγηση οι αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο τάξεις να γίνονται οξείες και οι συγκρούσεις των δύο κόσμων έντονες, η ταινία καταγράφει τα σημεία επαφής τους. Καθώς η ταινία αναπτύσσεται υπό την επιρροή του έργου της συμπατριώτισσας των σκηνοθετών Lucrecia Martel, απεικονίζει μ' ένα τρόπο συμβατικό τις συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές τάξεις. Εντέλει, αυτοί οι δύο αντίθετοι πόλοι, παρ’ όλες τις αντιθέσεις τους, φαίνεται ότι έχουν έρθει σ’ ένα κρυφό συμβιβασμό για να απολαμβάνουν ότι θεωρείται το κέντρο του αστικού πολιτισμού: δηλαδή την έγγεια ιδιοκτησία.
Viola, Matías Piñeiro
Αυτή η νεανική στο ύφος ταινία είναι ένας στοχασμός για τις περιπέτειες του έρωτα, αλλά και για τις σχέσεις οικειότητας και συμπάθειας στην ηλικία των 20.
Η Sabrina και οι φίλες της συμμετέχουν σε μια παράσταση της Δωδέκατης Νύχτας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Οι πρόβες, οι συζητήσεις στα καμαρίνια για τον έρωτα, το χωρισμό, τις σχέσεις. Οι διαδρομές τους θα συναντηθούν μ’ αυτές της Viola: Μαζί με τον φίλο της διακινεί παράνομα κατεβασμένες, από το internet ταινίες. Τη Viola απασχολούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι απασχολεί και τη Sabrina και τις φίλες της: οι σχέσεις και τα προβλήματα τους.
Κινηματογραφώντας στο μεγαλύτερο μέρος, από κοντινή απόσταση και από διαφορετικές γωνίες λήψεις τα πρόσωπα των γυναικών πρωταγωνιστών, ο Matias Pineiro κάνει μια γυναικεία ταινία με τον ίδιο τρόπο που έκανε στο κλασικό Χόλιγουντ ο George Cukor. Παράλληλα όμως, σχεδιάζει και το πορτραίτο του έρωτα και των σχέσεων στην ηλικία μετά τα 20, μέσα από ένα σινεμά διαλογικό και γι’ αυτό επιγονικό του Eric Rohmer.
Μέσα από τις συνεχείς επαναλήψεις των διαλόγων του θεατρικού έργου του Σαίξπηρ, ο σκηνοθέτης δημιουργεί έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στο θέατρο και την αληθινή ζωή: υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση ανάμεσα στο θεατρικό κείμενο και την αφήγηση. Τα παιχνίδια του έρωτα και της αποπλάνησης: αυτά βρίσκονται στο κέντρο των συζητήσεων αλλά και της δραματικής πλοκής. Διαδρομές που συγκλίνουν και τέμνονται, αλλά και κάποιες που αποκλίνουν, οι «μηχανισμοί» του έρωτα και της συμπάθειας, οι αλήθειες και τα ψέματα του ερωτικού πόθου, το φλερτ, η ερωτική προσέγγιση: η ταινία ιχνογραφεί, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε όχι, αλλά πάντα με συμπάθεια ένα πολύπλοκο πλέγμα κοινωνικής, συναισθηματικής και ερωτικής ζωής, τόσο τυπικής για όσους διανύουν τη τρίτη δεκαετία της ζωής τους.
Nebraska, Alexander Payne
Ταινία δρόμου, αλλά και ταινία που στο κέντρο της έχει τη σχέση πατέρα –γιου, η δημιουργία του ελληνοαμερικανού Alexander Payne είναι κυρίως μια ασπρόμαυρη ελεγεία για τις τελευταίες διαδρομές του βίου.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της αφήγησης, ο Woody Grant, είναι ένας ηλικιωμένος, με χρόνιο πρόβλημα αλκοολισμού και πρόβλημα σύγχυσης, λόγω ηλικίας. Εύπιστος, αποφασίζει να ταξιδέψει με τα πόδια για να παραλάβει το βραβείο που θεωρεί ότι κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό: 1 εκατομμύριο δολάρια. Αμετάπειστος στην απόφαση του, ο ήρωας θα έχει συνοδό του σ’ αυτό το ταξίδι τον μικρότερο γιο του. Όμως εδώ, όπως εξάλλου συμβαίνει και με κάθε ταξίδι, ότι έχει σημασία δεν είναι ο προορισμός αλλά η ίδια η εμπειρία του.
Το ταξίδι ο σκηνοθέτης το αφηγείται συχνά με τόνους κωμικούς, χωρίς να παραλείπονται οι δραματικές στιγμές του, ενώ τα πρόσωπα που ο ήρωας συναντά παρόλο που συχνά σχεδιάζονται με το ύφος καρικατούρας αποκαλύπτουν μέσα από την υπερβολή τους κάτι από τις αλήθειες της ζωής.
Ενταγμένη στην παράδοση ενός σινεμά όπου η σχέση πατέρα-γιου και η οικογένεια βρίσκονται στο κέντρο, η ταινία συνιστά μια πινακοθήκη πορτραίτων μοναδική για το χώρο του αμερικάνικου σινεμά (θυμίζει τα πορτραίτα των φωτογράφων της οικονομικής κρίσης του '30) και μια ματιά στο εσωτερικό του θεσμού εξίσου πρωτότυπη. Δεν είναι μόνο η οικογένεια του κεντρικού χαρακτήρα των συγγενών της, αλλά και αυτές που την περιβάλλουν, που εξίσου αξίζουν της προσοχής του θεατή: οι εντάσεις στις σχέσεις που αναδύονται απεικονίζονται μ' ένα τρόπο συναισθηματικό και ελάχιστα δραματικό. Αναμφίβολα στην απεικόνιση των οικογενειακών σχέσεων, οι μεσογειακές (ελληνικές) καταβολές του σκηνοθέτη έχουν αφήσει βαθιά τα ίχνη τους: ο κάθε θεατής αναγνωρίζει στην ευρύτερη οικογένεια του ήρωα κάτι οικείο - πρόσωπα και σχέσεις γνωριμίες.
Με φόντο τις υπέροχα φωτογραφημένες από τον Phedon Papamichael/ Φαίδωνα Παπαμιχαήλ αχανείς πεδιάδες των μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ, ο σκηνοθέτης τοποθετεί στο κέντρο της εικόνας τον ηλικιωμένο (στο ρόλο ο Bruce Dern) και τον ασταθή βηματισμό του. Καθώς περιπλανιέται σε τόπους γνώριμους γι’ αυτόν (στην πόλη που μεγάλωσε και ανδρώθηκε) , καθώς συναντά πρόσωπα που καθόρισαν τη νεανική του ζωή, ο ήρωας αναμετριέται με τα φαντάσματα μιας ζωής. Θυμίζοντας μας τον συγγενή στη ψυχολογία ήρωα της ταινίας του David Lynch, The Straight Story, ο σκηνοθέτης δίνει ένα τόνο υπαρξιακό στην ευπιστία του ήρωα: αυτό το ταξίδι γίνεται για να εκπληρωθούν τα απωθημένα όνειρα μιας ζωής. Και δίπλα του, ο συνοδός του, ο γιος του (Will Forte) αναμετριέται με τα δικά του φαντάσματα: αναζητά μια (ανδρική) ταυτότητα, το δυναμισμό στη διεκδίκηση της ζωής.
Εντέλει ο πατριάρχής αυτής της οικογένειας που ξεπηδά μέσα από τις αχανείς, απέραντες εκτάσεις των μεσοδυτικών πολιτειών- η βαθιά Αμερική- είναι ένα πρόσωπο που σ’ αυτούς τους τελευταίους βηματισμούς της ζωής του αναζητά ότι όλοι: διεκδικεί από τη ζωή, με το πάθος και την ένταση ενός εικοσάχρονου, ό,τι του ανήκει, δηλαδή όλα.
Αλλά κυρίως ένα: την αξιοπρέπεια…
Δημήτρης Μπάμπας