kreuzweg.jpg

Kreuzweg, Dietrich Brüggemann
Η Μαρία μεγαλώνει σε μια αυστηρά καθολική οικογένεια μιας μικρής γερμανικής πόλης. Ανήκει σε μία χριστιανική αδελφότητα που υποστηρίζει με φανατισμό την καθαρή πίστη, έχει αποκηρύξει κάθε νεωτερική μεταρρύθμιση ως σατανική και απαιτεί από τα νεαρά της μέλη απόλυτη αφοσίωση και ενσυνείδητη στέρηση των γήινων απολαύσεων. Μέσα σε αυτή την οργανωμένη κοινότητα  η δεκατετράχρονη ακούει από τον πνευματικό της ότι τα παιδιά είναι οι μαχητές του Χριστού και ότι μόνο η συσστράτευσή τους σε έναν κοινό  αγώνα κατά του κακού, η προσφορά και η θυσία θα τα οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών. Από την άλλη πλευρά στην πολυμελή οικογένεια της Μαρίας  κυριαρχεί η δεσποτική μορφή της μητέρας, που αποτελεί τον δεύτερο πόλο επιρροής. Η απάνθρωπη αυστηρότητα και τα διαρκή επικριτικά της σχόλια στη συμπεριφορά της μεγάλης κόρης μπλοκάρουν κάθε προσπάθεια προσωπικής έκφρασης της σωματικά εύθραυστης και συναισθηματικά ευάλωτης νεαρής ηρωίδας. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον χειραγώγησης, που διαστρεβλώνει με αποκρουστική βιαιότητα κάθε φυσιολογική αντίδραση ως παραβατική, η Μαρία παραμερίζει με ευκολία τα διλήμματα και επιλέγει το σταυρό μαρτυρίου που θα κουβαλήσει για να λυτρώσει και να λυτρωθεί.
Η ταινία παρατηρεί με αυστηρό και θεατρικό τρόπο  σε δεκατέσσερα κεφάλαια-σκηνές( που αντιστοιχούν στην καθολική απεικόνιση του δρόμου του μαρτυρίου του Χριστού) τις τελευταίες μέρες μιας δεκατετράχρονης λίγο πριν την τελετή μετάδοσης του αγίου χρίσματος. Χωρισμένη καθαρά σε δεκατέσσερις σταθμούς, από την καταδίκη του Χριστού σε θάνατο μέχρι την ταφή, η ταινία παρακολουθεί σε στατικά μονοπλάνα διάρκειας έως και δεκαπέντε λεπτών την προετοιμασία και το δρόμο του μαρτυρίου της  ηρωίδας, από την πτώση μέχρι την τελική της καθαγίαση. Με την κάμερα στατική στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και τα συμμετρικά κινηματογραφικά κάδρα είναι κυρίως οι διάλογοι αλλά και οι επιτηδευμένα μακροσκελείς μονόλογοι που προωθούν την κινηματογραφική αφήγηση. Για να αναδείξουν έτσι εντονότερα το παράλογο ενός θρησκευτικού φονταμενταλισμού που συνήθως  δε συνδέεται με τη χριστιανική θρησκεία. Αλλά και να υποβάλουν με έναν ψυχρό και σκληρό τρόπο την ψυχολογική κακοποίηση που υφίσταται η ηρωίδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η μαγική λύση του τέλους μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο ως ειρωνεία. Εξαιρετική η ερμηνεία της νεαρής Lea van Acken στο ρόλο της Μαρίας, που ενσαρκώνει τόσο οπτικά όσο και δραματικά τη στερεότυπη εικόνα της αγίας.
sto-spiti.jpg
Στο σπίτι (At Home), Αθανάσιος Καρανικόλας
Ένα άπλετο φως πλημμυρίζει το σπίτι στην ομώνυμη ταινία του Καρανικόλα. Ένα σπίτι μοντέρνο, ανοιχτό προς τη θάλασσα,  που δεσπόζει μόνο του, ψηλά, μακριά από τη φασαρία και την ευτέλεια της πόλης. Η φιγούρα μιας γυναίκας, μοναχικής κι αυτής, είναι κυρίαρχη εδώ από την αρχή. Φαινομενικά τουλάχιστον. Πρόκειται για μια μετανάστρια από τη Γεωργία, που δουλεύει για πολλά χρόνια ως οικονόμος του σπιτιού. Η Νάντια ζει στο σπίτι.  Είναι σχεδόν το τέταρτο μέλος της οικογένειας. Μιλάει τέλεια τα ελληνικά- γι αυτό επιλέχθηκε- και κάνει άψογα όλες τις δουλειές, από τις αγγαρείες του κήπου έως την ανατροφή του δωδεκάχρονου κοριτσιού. Η Νάντια μιλάει ελάχιστα. Λέει όμως τη γνώμη της με θάρρος, όταν της το ζητούν. Διεκπεραιώνει τις δουλειές αθόρυβα, με φυσική ευγένεια, χωρίς να γίνεται βάρος, σα να είναι αόρατη. Το βλέμμα της όμως και το περπάτημά της μαρτυρούν την κούραση χρόνων. Μια χαμηλόφωνη επικοινωνία συνδέει τα πρόσωπα που κατοικούν στο σπίτι. Σα μυστική συμφωνία όπου οι σχέσεις είναι κάπως ασαφείς αλλά ρυθμισμένες ξεκάθαρα. Μέχρι τη στιγμή που ένα δυσάρεστο γεγονός έρχεται να διαταράξει τις λείες ισορροπίες, δημιουργώντας τριγμούς και οδηγώντας σε αναθεωρήσεις. Γιατί η αρρώστια της Νάντιας που την κάνει ανεπιθύμητη στους ιδιοκτήτες της –στον άντρα της οικογένειας, ο οποίος και αποφασίζει-θα φέρει στην επιφάνεια την υποκρισία του «σπιτιού», μεταμορφώνοντάς την σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Οι πραγματικές σχέσεις αποκαλύπτονται νύχτα, όταν πέφτει για πρώτη φορά το σκοτάδι στην ταινία. Και είναι αυτό το σκοτάδι που τελικά έκρυβε το σπίτι κάτω από το τραγικά εκτυφλωτικό του μεσογειακό φως.
Ο Καρανικόλας στη τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία  προχωράει στην κλινική ανατομία μιας προνομιούχας αθηναϊκής τάξης, που κρατάει σαφή οικονομική και γεωγραφική απόσταση από την κοινωνική βάση. Η ταινία του δεν είναι σίγουρα μια ταινία για τη μετανάστευση. Ούτε για την εργασιακή εκμετάλλευση και τις ταξικές διαφορές, αν και «στο σπίτι» υπάρχουν σαφείς νύξεις για όλα αυτά. Με μινιμαλιστική διάθεση και οικονομία στην έκφραση ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει σταδιακά τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ξετυλίγονται μέσα σε ένα ψυχρό και αποστειρωμένο σπίτι-οχυρό. Υπάρχει πάντα μια αθέατη πλευρά στην ηρωίδα του και αυτό είναι που την καθιστά τραγικό πρόσωπο. Η Νάντια στέκεται πάνω από τάξεις. Δεν ταυτίζεται με καμία πλευρά. Ούτε με αυτήν της πλαστής οικογένειας ούτε με το περιβάλλον του φίλου της, στο οποίο κοινωνικά είναι πιο κοντά. Η πτώση της έχει κάτι το αντιηρωικό. Γιατί δεν συνοδεύεται από οποιουδήποτε είδους εμπάθεια ή συναισθηματική φόρτιση. Οδηγεί απλά στην πικρή συνειδητοποίηση μιας πραγματικότητας. Που την αφήνει τραγικά μόνη.
 Στην ταινία του αυτή ο Καρανικόλας, όπως και στο « Echolot» επιλέγει το ρόλο του ψυχρού παρατηρητή. Το σπίτι και η φύση παίζουν πάλι καθοριστικό ρόλο, αν και εδώ όλα είναι σκηνοθετημένα με ακρίβεια και από μεγαλύτερη απόσταση. Απουσιάζουν η αμεσότητα και ο αυτοσχεδιασμός της προηγούμενής του ταινίας. Το μελόδραμα υποβόσκει χωρίς όμως ποτέ να εκδηλώνεται φανερά. Και ενώ όσον αφορά τη θεματική ο δημιουργός φαίνεται να κάνει την πρώτη καθαρά ελληνική του ταινία, σκηνοθετικά βρίσκεται πιο κοντά στη γερμανική σχολή του Βερολίνου, όπου η νηφαλιότητα του βλέμματος και η πειθαρχία της οπτικής, η διακριτική παρατηρητικότητα και οι μικρές ρεαλιστικές λεπτομέρειες προωθούν την κινηματογραφική αφήγηση. Συνθέτοντας μια σονάτα δωματίου. Χαμηλόφωνη και μελαγχολική σαν τα τραγούδια που ακούγονται στην ταινία. Ίσως και για αυτό  η ταινία-που απέσπασε το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο τμήμα του Forum του 64ου Φεστιβάλ του Βερολίνου- να αποκτάει τελικά και οικουμενικό ενδιαφέρον, ξεφεύγοντας από τα στενά τοπικά της σύνορα. 
zwischen-welten-feo-aladag.jpg
Zwischen Welten (Inbetween Worlds),  Feo Aladag
Μια φιλόδοξη παραγωγή που πραγματεύεται το επίμαχο για τους Γερμανούς ζήτημα της στρατιωτικής παρουσίας τους σε εμπόλεμες περιοχές, έχοντας στον πυρήνα της μια ασυνήθιστη φιλία. Αυτήν ενός γερμανού διοικητή με έναν άπειρο αλλά ευέλικτο αφγανό διερμηνέα. Ο Jesper αναλαμβάνει εκ νέου υπηρεσία στην εμπόλεμη ζώνη του Αφγανιστάν. Αποστολή του να προστατεύσει με τους άντρες της μονάδας του ένα μικρό χωριό από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν. Ένας ντόπιος νεαρός , ο Tarik, αναλαμβάνει δίπλα του το ρόλο του διερμηνέα. Με τη βοήθεια του ο γερμανός στρατιώτης- ο οποίος κουβαλάει ήδη ένα μεταπολεμικό τραύμα- θα προσπαθήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της τοπικής κοινότητας και να γεφυρώσει τις διαφορές ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν του «ειρηνευτικού» γερμανικού στρατού και τον άλλον των εχθρικών Αφγανών συμμάχων τους. Όταν τεθεί μπροστά σε ένα φοβερό δίλημμα, θα βρεθεί εγκλωβισμένος ανάμεσα στη φωνή της συνείδησης και το στρατιωτικό καθήκον. Παράλληλα και ο νεαρός βοηθός του θα υποστεί τις συνέπειες της ανίερης συνεργασίας τους με τον πιο δραματικό τρόπο.
Μετά το «When we leave» (2010) η Feo Aladag επανέρχεται με μια ταινία που κινείται στον ίδιο χώρο των πολιτισμικών συγκρούσεων, αν και εξωτερικά διαθέτει το μέγεθος και τη δυναμική μιας καλογυρισμένης «πολεμικής» ταινίας. Το ερώτημα που διατρέχει την ταινία είναι «πώς μπορείς να χτίσεις γέφυρες σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα;». Οι γέφυρες εξάλλου, ως σταθερό σημείο αναφοράς, αποτελούν και για τους πληγέντες τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας. Ενώ όμως η ταινία φαίνεται από την αρχή προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση, εστιάζοντας την προσοχή της σε δύο ανδρικούς χαρακτήρες που διαπνέονται από τον ίδιο κατά κάποιο τρόπο αντιπολεμικό «ιδεαλισμό», σταδιακά χάνει το ενδιαφέρον της και αποδυναμώνεται ως προς τη δραματική ένταση. Κι αυτό γιατί προσπαθεί σε υπερβολικό βαθμό και με σχηματικό τρόπο να διατηρήσει ένα αίσθημα δικαίου και πολιτικής ορθότητας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Υπάρχει μια προσπάθεια εξίσωσης και ισότιμης παρουσίασης στην ταινία. Οι κεντρικοί ήρωες είναι το ίδιο συμπαθείς. (Αν και αρχικά ο νεαρός Αφγανός κερδίζει κατά πολύ τις εντυπώσεις). Το παρελθόν τους έχει το ίδιο βάρος. Οι γερμανοί στρατιώτες κάτω από τα τεράστια και σύγχρονης τεχνολογίας όπλα τους κρύβουν μια ευαίσθητη καρδιά. Από την άλλη και οι Αφγανοί αισθάνονται να απειλούνται από την ξένη εισβολή στη χώρα τους. Η σκηνοθέτιδα θέλει να χωρέσει πολλά κι αυτό φαίνεται να είναι το μεγάλο πρόβλημα. Τις γυναίκες που υφίστανται προσβολές όταν μορφώνονται, τις αγνές προθέσεις των γερμανών γιγάντων, το απάνθρωπο στρατιωτικό πρωτόκολλο, την αγριότητα αλλά και τη δικαιολογημένη καχυποψία των ντόπιων. Και μέσα σε αυτά μια δραματική σύγκρουση, που συγκινεί αλλά όχι σε βάθος.
Ίσως το δυνατότερο σημείο της ταινίας να είναι τελικά οι στιγμές που ο κινηματογραφικός φακός της Judith Kaufmann δραπετεύει από τα πρόσωπα και ανοίγεται στο επιβλητικό τοπίο. Αυτά τα μεγάλα φωτεινά πλάνα, που συχνά συνοδεύονται από την έντονη συναισθηματική φόρτιση της σκηνής συνιστούν και το αυθεντικότερο κομμάτι της ταινίας.
the-two-face-of-january.jpg
The Two Faces of January, Hossein Amini
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith, η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του σεναριογράφου Hossein Amini ακολουθεί τα χνάρια των παλιών φιλμ-νουάρ διαποτισμένη από στοιχεία χιτσκοκικού σασπένς. Με φόντο την Ελλάδα των αρχών του 60 η ταινία ξεκινάει παρακολουθώντας ένα εύπορο ζευγάρι αμερικανών τουριστών -στους ρόλους οι Kirsten Dunst, Viggo Mortensen- από τις στήλες της Ακρόπολης και τα γραφικά στενά της Πλάκας ως τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα κομψά καφέ της Αθήνας της εποχής. Η συνάντηση του ζεύγους με γοητευτικό νεαρό Αμερικάνο, που εργάζεται ως ξεναγός στην Αθήνα αλλά στην πραγματικότητα ζει από μικροαπάτες, θα δώσει  νέο ενδιαφέρον στο ταξίδι τους,-κυρίως για την ελκυστική και πολύ νεότερη σύζυγο- ενώ ένα ακούσιο έγκλημα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου  θα φέρει στην επιφάνεια το κρυμμένο παρελθόν του συζύγου. Από το σημείο αυτό και με τους ήρωες πλέον αλληλοεξαρτώμενους και δέσμιους των γεγονότων αλλά και των συναισθημάτων τους η ταινία εξελίσσεται σε αστυνομική ταινία δράσης. Από την Αθήνα στην Κρήτη, όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος της ταινίας και από εκεί για λίγο στην Κωνσταντινούπολη ο θεατής παρακολουθεί με αγωνία ένα ανθρωποκυνηγητό με εντάσεις, υφέσεις και συνεχείς ανατροπές.
Προσπαθώντας να δημιουργήσει και μια ταινία χαρακτήρων, όπως θα ταίριαζε σε μία γνήσια μεταφορά του σύνθετου μυθιστορηματικού σύμπαντος της Highsmith, ο Amini παραμένει τελικά στην επιφανειακή  εξιστόρηση γεγονότων, κατασκευάζοντας  μια εξωτικής ατμόσφαιρας ταινία και δίνοντας περισσότερο έμφαση στα τουριστικά στοιχεία παρά στα ψυχολογικά συμπλέγματα και στις σκοτεινές προθέσεις των ηρώων του. Παρά τις καλές ερμηνείες των αντρικών κυρίως χαρακτήρων και την ένταση σκηνών που παραπέμπουν στον κινηματογράφο του Χίτσκοκ, η ταινία φαίνεται να εγκλωβίζεται  στη στυλάτη εικόνα της και σε διαλόγους που δεν εμβαθύνουν στη δυναμική των σχέσεων. Η ζήλια και ο φθόνος, το ψέμα και η υποκρισία, ο δόλος και η ερωτική επιθυμία  ενυπάρχουν στους περιπλανώμενους ήρωες, δεν αναδεικνύουν όμως ποτέ τις αδιόρατες ομοιότητες ή τις ουσιαστικές αντιπαραθέσεις τους. Η ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στην απόδοση σχέσης πατέρας-γιού μεταξύ των δύο αντρών καταλήγει αμήχανα και  χωρίς να ολοκληρώνεται. Η ενοχή, ως κεντρικό στοιχείο αυτής της σχέσης δε βγαίνει ποτέ στην επιφάνεια καθιστώντας έτσι την ταινία μια γοητευτική αλλά εφήμερη κινηματογραφική περιπέτεια.
seaburners.jpg
Seaburners, Melisa Önel
Μαύρη θάλασσα. Χειμώνας. Σε ένα φτωχικό τουρκικό χωριό κάποιοι άνθρωποι κινούνται αργά, χωρίς να γνωρίζουμε το παρελθόν ή το μέλλον τους. Αυτό που βλέπουμε είναι μόνο το παρόν, σκοτεινό και μυστηριώδες. Μια ξένη βοτανολόγος και ο νεαρότερος εραστής της, τον οποίο συναντά κρυφά τη νύχτα στην απομονωμένη καλύβα του. Τούρκοι λαθρέμποροι, διακινητές εξαθλιωμένων λαθρομεταναστών, που περιμένουν να περάσουν απέναντι. Άνθρωποι στα όρια αλλά και σε φάση ενδιάμεση, με τη θάλασσα να τους κυκλώνει και να τους χωρίζει. Επικίνδυνη, σχεδόν τρομακτική.
Με μία μη γραμμική, κυκλική αφήγηση, που εξελίσσεται ελλειπτικά και με την παρεμβολή αινιγματικών αναδρομών, η ταινία Seaburners της πρωτοεμφανιζόμενης Melisa Önel, είναι περισσότερο μια ποιητική απεικόνιση για τη ζωή που δεν μπορεί να προχωρήσει και για τον επαπειλούμενο θάνατο. Στο κέντρο της βρίσκεται ένα παγκόσμιο θέμα, αυτό της παράνομης μετανάστευσης, αδιόρατο στο πρώτο μέρος της, πιο αισθητό στο δεύτερο, που η αφηγηματική δράση πυκνώνει. Η κάμερα ακολουθεί συνεχώς τους ήρωες που βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα προβληματικό παρόν, κυνηγημένοι από το παρελθόν τους  και προσβλέποντας σε ένα μέλλον καλύτερο, που αργεί να έρθει. Αφετηρία και κατάληξη της διαδρομής τους αυτής είναι η θάλασσα, ένα σύνορο απέραντο αλλά και ανελέητο. Μέσα σε αυτό το κλειστοφοβικό και ομιχλώδες φυσικό περιβάλλον οι διάλογοι είναι ελάχιστοι αλλά  οι εικόνες και οι ήχοι που τις συνοδεύουν υποβάλλουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική κατάσταση ανησυχίας και απόγνωσης των ηρώων. Η Önel, της οποίας η θητεία στη φωτογραφία είναι αισθητή, καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει ένα χώρο απόκοσμο και απειλητικό, που επιβάλλεται τελικά πάνω στους αδύναμους χαρακτήρες του κινηματογραφικού έργου.
nick-cave.jpg
20000 Days on Earth, Ian Forsyth & Jane Pollard
Μία μέρα στη ζωή του Nick Cave. Από το πρωινό ξύπνημα μέχρι τη νυχτερινή του περιπλάνηση στην παραλία του Brighton, όπου έχει εγκατασταθεί με την οικογένειά του. Μόνο που αυτή η μέρα δεν παρακολουθεί την καθημερινότητά του, όπως θα περίμενε κανείς από μια ταινία τεκμηρίωσης. Δε συναρμολογεί προσωπικά στοιχεία για να συνθέσει το βιογραφικό του καλτ καλλιτέχνη. Ούτε ακολουθεί τις συμβάσεις ενός μουσικού ντοκιμαντέρ, στο οποίο συνήθως προβάλλονται ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, συναυλίες. Το 20000 days on Earth δεν είναι τίποτα από όλα αυτά και όλα αυτά μαζί. Πρόκειται για μια κατασκευή, που κινείται ανάμεσα σε ατμοσφαιρική ταινία με διάσπαρτα στοιχεία φιλμ-νουάρ και σε ντοκιμαντέρ-πορτρέτο, που συνδυάζει το σοβαρό με το παιγνιώδες. Το φανταστικό με το πραγματικό εναλλάσσονται συνεχώς σε αυτό το κινηματογραφικό ντεμπούτο των Ian Forsyth και Jane Pollard, καλλιτεχνών με τους οποίους ο δημιουργός έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν. Ίσως το μόνο καθαρά βιογραφικό κομμάτι της ταινίας να είναι και το πιο πειραματικό: το τρίλεπτο εκκωφαντικό βίντεο της εισαγωγής, όπου περνάνε με ένα καταιγιστικό fast motion μοντάζ εικόνες από τις προηγούμενες 19999 μέρες της ζωής του καλλιτέχνη.
Στην ταινία ο Cave παρουσιάζεται από την αρχή ως χειμαρρώδης αφηγητής ιστοριών. Κυρίως όμως εκφράζει με ποιητική διάθεση αλλά και με ανατρεπτικό χιούμορ τις αντιλήψεις του για τη ζωή και την τέχνη. Έχει μάλιστα μια ιδιαίτερη ικανότητα να αφηγείται, με τρόπο άλλοτε ειλικρινή και βαθιά εξομολογητικό και άλλοτε διφορούμενο και αυτοσαρκαστικό. Το σκοτεινό όμως στοιχείο που καλύπτει την persona του παραμένει ως το τέλος ανέγγιχτο. Αυτή η δημιουργική έμπνευση που τον ωθεί να μεταμορφώνει και να μεταμορφώνεται δεν μας αποκαλύπτεται στην πραγματικότητα ποτέ.
Η ταινία κινείται πάνω σε τρεις βασικούς άξονες που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους. Πρόκειται για σκηνοθετημένες ψευδο-ρεαλιστικές σκηνές που εμπεριέχουν στοιχεία αυτοσχεδιασμού. Και πρώτα από όλα η συνάντηση με έναν «ψυχαναλυτή», στον οποίο ο τραγουδιστής δίνει στην ουσία συνέντευξη. Εδώ μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τη σχέση με τον πατέρα του, την πρώτη ερωτική του εμπειρία, την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. Αλλά και για τις απόψεις του για τον έρωτα και το γάμο, τη θρησκεία, τη διαδικασία της μουσικής σύνθεσης. Για αυτά που τον γοητεύουν και αυτά που τον τρομάζουν. Στη συνέχεια μία επίσκεψη στο προσωπικό του αρχείο του δίνει την ευκαιρία να θυμηθεί την εποχή των Birthday Party και των άγριων χρόνων του Βερολίνου, ξεφυλλίζοντας φωτογραφίες, επιστολές και προσωπικές σημειώσεις. Εδώ ξεκλειδώνονται μνήμες και διαβάζονται στίχοι από προσωπικά σημειωματάρια αποκαλύπτοντας κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του καλλιτέχνη. Τέλος οι τρεις διαδρομές του Cave με το αυτοκίνητό του και συνεπιβάτες παλιούς συνεργάτες του , διαδρομές που κυμαίνονται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, γίνονται η αφορμή για μια σειρά διαλόγων με πρόσωπα που έπαιξαν διαφορετικό ρόλο στη ζωή του, τη στιγμάτισαν με κάποιο τρόπο και στοίχειωσαν το μυαλό του. (Μεταξύ αυτών ο γερμανός κιθαρίστας των Bad Seeds Blixa Bargeld και η γνωστή τραγουδίστρια Kylie Minogue). Ανάμεσα σε αυτούς τους τρείς άξονες η ταινία παρακολουθεί τον Cave να επισκέπτεται το στενό συνεργάτη του Warren Ellis και να ηχογραφεί κομμάτια από το «Push the Sky Away», ένα από τα πιο δυνατά μέρη της ταινίας για τους λάτρεις της μουσικής του. Ιδιαίτερα η συναυλιακή σκηνή του τέλους, όπου ο μύθος της εναλλακτικής μουσικής σκηνής ερμηνεύει με συγκλονιστικό τρόπο τον θριαμβικό ύμνο της αναγέννησης του Jubilee Street, όχι μόνο μεταφέρει κάτι από την ατμόσφαιρα των σκοτεινών εμμονών και της Αποκάλυψης που χαρακτηρίζουν το έργο του, αλλά και προβάλλει το στοιχείο της μεταμόρφωσης, που στην ταινία επανέρχεται ως το σημαντικότερο της κοσμοθεωρίας του.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]