Manufacturing Consent: Noam Chomsky and the Media, Peter Wintonick & Mark Achbar
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του μεγάλου Αμερικανού διανοητή Noam Chomsky/ Νόαμ Τσόμσκι το πολυβραβευμένο αυτό ντοκιμαντέρ του 1992, διάρκειας 167΄, παραμένει ως σήμερα όχι μόνο ενδιαφέρον αλλά και εξαιρετικά επίκαιρο. Χρησιμοποιώντας υλικό που είχαν συγκεντρώσει στη διάρκεια 25 χρόνων και επιλέγοντας «the best of Noam Chomsky» οι δημιουργοί του Achbar και Wintonick, προβάλλουν την κριτική που ο Chomsky ασκεί στη λειτουργία των ΜΜΕ στις δυτικού τύπου «δημοκρατίες» και συγκεκριμένα σε αυτή των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν και ένα αυθεντικό πορτρέτο του διάσημου γλωσσολόγου και στοχαστή.
Μέσα από ένα κολάζ κινηματογραφικού υλικού, πλάνων αρχείου και ευρηματικών γραφικών η ταινία παρακολουθεί τον θεωρητικό των Μέσων σε μια σειρά πανεπιστημιακών του διαλέξεων και ραδιοφωνικών/ τηλεοπτικών συνεντεύξεων κυρίως σε μικρούς εναλλακτικούς σταθμούς. Μέσα από αυτό το οδοιπορικό προβάλλεται όχι μόνο η κριτική στάση του διανοούμενου απέναντι στα ΜΜΕ αλλά και η πίστη του στην ανάγκη για μια ελεύθερη δημιουργική εργασία και έρευνα, ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης και βασικό συστατικό μιας αξιοπρεπούς κοινωνίας. Ο Chomsky επιρρίπτει ευθύνες και στους διανοούμενους, οι οποίοι είναι σε θέση να εκθέσουν τα ψεύδη, ενώ τονίζει και τον καταλυτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν τα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας στην αποκάλυψη της αλήθειας και στην εξάλειψη των καταπιεστικών θεσμών. Με την τελευταία του αυτή διαπίστωση αποδεικνύεται και προφητικός.
Η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (« Thought Control in a Democratic Society») κυρίαρχο είναι το θέμα των Μέσων και της εξουσίας. Στο δεύτερο(« Αctivating Dissent») η ταινία γίνεται πιο βιογραφική και φωτίζει περισσότερο το φαινόμενο Chomsky, ως κοινωνικού θεωρητικού και πολιτικού ακτιβιστή. Παράλληλα προτείνει στον πολίτη-θεατή απλούς τρόπους και τεχνικές αντιμετώπισης της χειραγώγησης συνειδήσεων και ιδεών που επιχειρούν τα ισχυρά Μέσα και η κρατική εξουσία. Παρόλο που η παράθεση στοιχείων είναι καταιγιστική η ταινία δεν κουράζει, γιατί διανθίζεται με τις ενδιαφέρουσες παραπομπές από την ιστορία των ΜΜΕ που αναφέρει ο Chomsky, τα διαφωτιστικά του παραδείγματα, αλλά και με την ευφυή, χιουμοριστική εικονογράφηση των ιδεών του από τους Καναδούς σκηνοθέτες. Αυτό όμως που κάνει το ντοκιμαντέρ ιδιαίτερα ευχάριστο παρά το μάκρος της διάρκειας του είναι η ίδια η γοητευτική προσωπικότητα του πρωταγωνιστή της. Η σεμνότητα και ο χαρακτηριστικός γλαφυρός τρόπος με τον οποίο ο μεγάλος αυτός διανοούμενος σχολιάζει, αναλύει και ψυχαναλύεται, πάντα με τεκμηριωμένες επιστημονικά απόψεις, με οξύνοια αλλά ποτέ με επιθετικότητα, συνιστά και την ιδιαίτερη γοητεία της ταινίας.
Être et avoir, Nicolas Philibert
Ένα μονοθέσιο, ολοήμερο σχολείο στη γαλλική επαρχία. Σε μια αγροτική κοινότητα της Auvergne, που οι κάτοικοί της δεν ξεπερνούν τους 200, δώδεκα παιδιά ηλικίας από τεσσάρων έως έντεκα ετών, ακολουθούν κάθε μέρα την ίδια διαδρομή. Στο βραβευμένο του ντοκιμαντέρ «Etre et Avoir» του 2002, ο Nicolas Philibert παρακολουθεί με την κάμερά του αυτά τα παιδιά και το δάσκαλό τους, τον κύριο Λοπέζ, στη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς. Μέσα στον πολύχρωμο και φιλικό χώρο της σχολικής τάξης, κι ενώ έξω οι εποχές αλλάζουν, ο θεατής γίνεται μάρτυρας μιας ήρεμης και χαμηλόφωνης επικοινωνίας. Αυτής που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα δάσκαλο που εμπνέει και καθοδηγεί τα παιδιά και τους μικρούς μαθητές του. Η καθημερινή ανάγνωση και ορθογραφία, τα μαθηματικά με την αιώνια δυσκολία τους, οι πρώτες συγκινητικές απόπειρες γραφής των μικρών απεικονίζονται με ρεαλισμό αλλά και χιούμορ, ως αυθεντικές μαρτυρίες μιας ρουτίνας επαναλαμβανόμενης αλλά και πολύ οικείας. Από την άλλη η κάμερα καταγράφει διαλόγους, συζητήσεις για επίλυση συγκρούσεων αλλά και κάποιες ευχάριστες δραστηριότητες, που δεν έχουν στενή σχέση με το σχολικό πρόγραμμα. Κάποιες φορές κινείται και εκτός τάξης. Είτε για να συνοδεύσει τα παιδιά σε μια εκδρομή, είτε για να διεισδύσει στον οικογενειακό τους χώρο και να φωτίσει το σκληρό-αν και φαινομενικά ειδυλλιακό- περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν.
Αρχικά ο δάσκαλος φαίνεται να είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Προικισμένος με υπομονή και επιμονή, μεθοδικός και ήρεμος, διαθέτει γλυκύτητα αλλά και μια αυστηρότητα που ωθεί αβίαστα στην πειθαρχία. Το ανθρώπινο πρόσωπό του αναδεικνύεται όταν εκπαιδεύει τα παιδιά στο να συμβιώνουν ειρηνικά, τους μαθαίνει να συμπεριφέρονται, αλλά κυρίως όταν προετοιμάζει τους μεγαλύτερους για τον κόσμο των ενηλίκων. Μια δύσκολη φάση μετάβασης στην οποία έμμεσα κάνει συχνά αναφορές η ταινία. «Η ευτυχία του να είναι δάσκαλος βρίσκεται στο ότι τα παιδιά σου επιστρέφουν πάντα αυτό που τους δίνεις» λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος σε μια συνέντευξη προς το σκηνοθέτη κι εδώ συμπυκνώνεται όλη η κοσμοθεωρία του.
Οι πραγματικοί όμως πρωταγωνιστές της ταινίας είναι τα ίδια τα παιδιά. Τα πορτρέτα τους σκιαγραφούνται με ιδιαίτερη ευαισθησία και διακριτικότητα από τον Philibert, καθώς η κάμερα του στέκεται με προσοχή στα πρόσωπα, αιχμαλωτίζει τον ενθουσιασμό και την αμηχανία τους, τις σκέψεις και τον προβληματισμό τους. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μαγεία του ντοκιμαντέρ. Στο ότι καταφέρνει να συλλάβει αυτόν τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών. Χωρίς ποτέ να τον παραβιάζει αλλά και χωρίς να καταφεύγει σε φτηνούς συναισθηματισμούς.
Μια γλυκιά μελαγχολία ωστόσο πλανάται πάνω από το «Etre et avoir». Ο αργός ρυθμός, τα μεγάλα πλάνα και τα όμορφα φωτογραφημένα φυσικά τοπία με τις αλλαγές των εποχών μεταφέρουν έντονα την αίσθηση μετάβασης στο χώρο και το χρόνο, προετοιμάζοντας για αυτό που συνιστά κι ένα από τα κεντρικά του θέματα. Την ιδέα αλλά και την πράξη του αποχωρισμού, με την οποία ανοίγει και κλείνει η ταινία.
Song from the Forest, Michael Obert
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ένας νεαρός αμερικανός συγγραφέας άκουγε στο ραδιόφωνο μια μουσική που θα του άλλαζε ριζικά τη ζωή. Οι παράξενες αρμονίες της τον υπνώτισαν με τρόπο μαγικό. Λίγο αργότερα θα αναζητούσε ο ίδιος την πηγή της μουσικής αυτής, για να καταλήξει στο τροπικό δάσος της Κεντρικής Αφρικής. Εκεί που κατοικούσε η φυλή των πυγμαίων Μπαγιάκα, μια από τις αρχαιότερες της γης. Μαγεμένος από τον τρόπο ζωής τους θα αποφάσιζε να κάνει το δάσος σπίτι του και να γίνει μέλος της κοινωνίας τους.
Το Song from the Forest του γερμανού ντοκιμαντερίστα Michael Obert επιχειρεί μια κατάδυση στον περιβάλλοντα αλλά και εσωτερικό κόσμο του Louis Sarno, εθνομουσικολόγου που έχει ηχογραφήσει περισσότερες από 1000 ώρες μουσικής των Μπαγιάκα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο δάσος, ο Sarno παραμένει εκεί, έχει κάνει οικογένεια και ξεκινάει ένα ταξίδι μύησης με το δεκατριάχρονο γιό του για τη νέα Υόρκη, τον γενέθλιο τόπο του. Με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Μανχάταν και στην τροπική βλάστηση του αφρικανικού δάσους και με τις ενδιάμεσες μαρτυρίες μιας παλιάς συντρόφου του και του κοντινού του φίλου, Jim Jarmusch, στήνεται αργά και υποβλητικά το πορτρέτο ενός ανθρώπου, που είχε την επιθυμία να ακούει και να βυθίζεται σε ήχους μυστηριακούς, αλλά και την ευαισθησία να συμβάλει στη διατήρηση ενός κόσμου ανόθευτου που κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Τις περισσότερες πληροφορίες μας τις δίνει ο ίδιος ο Sarno, καθώς μιλάει για τον εαυτό του αλλά και αφηγείται στιγμές που τον σημάδεψαν: την πρώτη του εμπειρία στο δάσος, τον τρόπο επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο, την επαφή του με την μουσική της φυλής («ήχοι που δεν πρόκειται να ακουστούν πια»), την αγάπη του για την πολυφωνία και την κλασική μουσική. Κυρίως όμως παρουσιάζει τον κόσμο μέσα στον οποίο επέλεξε να ζήσει, όχι σαν κάτι το πρωτόγονο, αλλά σαν ένα καλά οργανωμένο οικολογικό περιβάλλον, στο οποίο βιώνει κανείς την πνευματική ηρεμία μέσα από την ένωσή του με τη φύση και τα άλλα μέλη της κοινότητας. Ο γιος του αντιθέτως φαίνεται να γοητεύεται από τον ψεύτικο καταναλωτικό κόσμο της Αμερικής, τον οποίο αποστρέφεται ο πατέρας. Η στάση του είναι ενδεικτική για την επιθυμία των νεότερων να αφομοιώσουν τον μοντέρνο τρόπο ζωής.
Η ταινία πέρα από ένα ταξίδι σε έναν κόσμο που χάνεται και την προβολή ενός εναλλακτικού μοντέλου ευτυχίας αποτελεί κυρίως μια γοητευτική μουσική ξενάγηση στις ακατέργαστες ακουστικές μελωδίες των Μπαγιάκα οι οποίες σε αντίστιξη με τους αναγεννησιακούς ύμνους που ακούγονται στην ταινία δημιουργούν ένα υπέροχο ηχητικό τοπίο.
Quand je serai dictateur, Yaël André
Μέσα από ένα συνονθύλευμα κινηματογραφημένων οικογενειακών στιγμών και κοινωνικών εκδηλώσεων, βγαλμένο από μπομπίνες που η σκηνοθέτιδα μάζευε για χρόνια, γεννιέται ένα ονειρικό καλειδοσκόπιο, ένα σύμπαν μαγικό, ο φανταστικός κόσμος της Yaël André. Συρραφή τυχαίων ιδιωτικών σκηνών μιας άλλης εποχής, τραβηγμένων με κάμερα super 8, αποτελεί το υλικό της ιδιότυπης αυτής κινηματογραφικής κατασκευής. Ανάμεσά τους οι αστραπιαίες εμφανίσεις της ίδιας της δημιουργού, σε μια ερασιτεχνική καταγραφή του εαυτού της με ανάλογη κάμερα, αποσπάσματα μιας αυτοβιογραφίας που παίζει με το συλλογικό κινηματογραφικό σώμα.
Χωρισμένο σε κεφάλαια, το καθένα από τα οποία είναι μια διαφορετική ζωή, το σώμα αυτό μεταμορφώνεται σε μια ιστορία μυθοπλασίας στην οποία πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα, η αφηγήτρια και ο φίλος της, ο Georges. Αόρατοι και οι δύο στο θεατή, γίνονται παρόλα αυτά υπαρκτοί μέσα από την εξομολογητικού τόνου και παιχνιδιάρικη σε voice over φωνή της αφηγήτριας. Κι ενώ ο θεατής περνάει από το ένα κεφάλαιο στο άλλο ξετυλίγεται σιγά σιγά η ιστορία του Georges και της ηρωίδας, μέσα από ξένες αλλά και οικείες με αυτούς εικόνες. Οι οικογενειακές γιορτές, οι περιπλανήσεις τους στο δάσος, οι αποδράσεις με το αυτοκίνητο, τα συνωμοτικά δολοφονικά τους σχέδια κατά του μίζερου μικροαστικού περιβάλλοντος ενός βελγικού προαστίου. Και μετά η τρέλα του Georges, ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο, η αυτοκτονία. Ως συνέπεια, η ενοχή, το πένθος της ηρωίδας και τα φανταστικά της ταξίδια σε παράλληλα σύμπαντα. Εκεί όπου ο φίλος της είναι ακόμα ζωντανός. Η αέναη κίνησή της από τη θλίψη στην αισιοδοξία και ως τελική επίγευση η δίψα της για ζωή.
Το Quand je serai dictateur, «ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας» σύμφωνα με τη δημιουργό του, είναι μια ιδιότυπη ταινία, μοναδική στη γραφή και στο ύφος της, που δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Στην πραγματικότητα φιλτράρει τα οικογενειακά βίντεο για να αποσπάσει τα εν δυνάμει μυθοπλαστικά τους στοιχεία . Η εικονοκλαστική του δύναμη έγκειται στον τρόπο κατασκευής και συνεχούς δημιουργίας του μέσα από ένα ευφάνταστο μοντάζ που συνδυάζει το πάθος των απαρχών του σινεμά με την αυθαιρεσία και αυθάδεια των σουρεαλιστών. Η άνεση με την οποία η αφηγήτρια ταξιδεύει σε παράλληλα κοσμικά σύμπαντα σαν κι αυτά της ιδανικής μητέρας, της λογίστριας, της εξερευνήτριας ή ακόμα και του Θεού, και οι συνειρμοί που τα συνοδεύουν, ενισχυμένα από τα πιο αναπάντεχα ηχητικά εφέ, παρά την ελαφρότητα και τον μπουρλέσκ τόνο τους, συνιστούν ένα αυτοδύναμο μαγικό σύμπαν που κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, το χρόνο και την υπέρβασή του, το παρελθόν και το αιώνιο παρόν. Αλλά και μια εκ βαθέων εξομολόγηση, έναν ποιητικό στοχασμό επάνω στην άφθαρτη αγάπη, στη ζωή και το θάνατο, στη θλίψη και την εκρηκτική χαρά της αναγέννησης. Σα μια απίθανη οπτική χαρτογράφηση της πολλαπλότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]