thwara-zanj.jpg

Thwara Zanj/ Zanj Revolution, Tariq Teguia
Η φιγούρα ενός άνδρα που τρέχει. Η ηλεκτρονική μουσική: ένα beat και μελωδία που επαναλαμβάνεται. Εικόνες ψηφιακές. Άνδρες που καλύπτουν το πρόσωπο τους με μαντίλες. Ο αραβικός κόσμος.
Στη Θεσσαλονίκη: μια ομάδα νέων γράφει στους τοίχους συνθήματα. Ένα πάρτι στα πανεπιστήμια. Μια μπάντα με πνευστά παίζει «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Πολιτικές συζητήσεις και ένα τραγούδι: «ξυπνά μικρό μου άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής».  Ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Η παλαιστινιακή διασπορά. Μια νεαρή ελληνο-παλαιστίνια. Μια φοιτητική θεατρική ομάδα στη Θεσσαλονίκη.
Αραβική μουσική και το ούτι. Ο μουεζίνης. Βηρυτός. Η έρημος στο Ιρακ και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές που συζητούν για «bussiness plan» και «shopping mall». Ένας δημοσιογράφος στην Αλγερία: μια συζήτηση στα αραβο-γαλλικά. Αναζητά τα ίχνη μιας επανάστασης: Η επανάσταση Zanj, του 9ου αιώνα.
Ο φονταμενταλισμός και το Ισλάμ, το παλαιστινιακό ζήτημα, οι χαμένες ελπίδες, η επανάσταση στους δρόμους σε club, gallery (installations). Οι παράνομοι μετανάστες και οι διακινητές τους. Αθήνα, πορείες ενάντια στο μνημόνιο, οι συγκρούσεις. Ο ποταμός Ευφράτης.
Μετέωρο ανάμεσα σε ένα ντοκιμαντέρ περιπλάνησης και μια ταινία μυθοπλασία, η τρίτη ταινία Tariq Teguia έχει γυριστεί μ’ ελάχιστο προϋπολογισμό. Μέσα από μια αποσπασματική και επεισοδιογραφική αφήγηση, ο σκηνοθέτης σχεδιάζει και υλοποιεί ένα ταξίδι στους τόπους των αναταραχών, στο χώρο και στο χρόνο. Αναζητώντας τα ίχνη μιας επανάστασης (ή των επαναστάσεων). Ψηφίδες και θραύσματα μιας πραγματικότητας: ένα πανόραμα του κόσμου. Μια διεθνιστική ακτιβίστικη πολιτική ταινία.
hard-to-be-god.jpg
Trudno byt' bogom/ Hard to Be a God, Aleksei German
Βασισμένο σ’ ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας των αδελφών Arkady και Boris Strugatsky (1964), η τελευταία ταινία του δημιουργού των ταινιών Dvadtsat dney bez voyny / Twenty Days Without War (1976) και (Moy drug Ivan Lapshin/ My Friend Ivan Lapshin (1984) είναι ένα επικό στον τόνο σκοτεινό παραμύθι για μια χώρα σε προϊούσα παρακμή και προχωρημένη σήψη.
Η υπόθεση διαδραματίζεται σ’ ένα πλανήτη την περίοδο των χρόνων του μεσαίωνα. Στον πλανήτη αυτό βρίσκονται ως επισκέπτες μελετητές 30 επιστήμονες από τη γη. Μεταξύ αυτών και ο Don Rumata. Μάρτυρες μιας ακραίας αγριότητας που επικρατεί στον πλανήτη, οι επιστήμονες αυτοί ως μικροί θεοί παρατηρούν χωρίς να μπορούν να επέμβούν. Το κυνήγι των διανοούμενων είναι ίσως η πιο ακραία μορφή της βαρβαρότητας και του μισανθρωπισμού. Και η Αναγέννηση φαίνεται να μη φθάνει ποτέ…
Βροχή, λάσπη, ομίχλη, ένα ιππότης που περιπλανιέται, αυτόπτης μάρτυρας της βαρβαρότητας και της σήψης. Κλειστοί χώροι, ευρυγώνιος φακός, κάμερα στο χέρι που σχεδόν αγγίζει τα πρόσωπα, πλάνα μεγάλης χρονικής διάρκειας. Ένα σινεμά άλλοτε γκροτέσκο και άλλοτε εξπρεσιονιστικό, εικόνες άγριες που στην εικονοποιία τους θυμίζουν τους πίνακες του Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου και του Hieronymus Bosch.
Σκοτεινό στον τόνο, ερεβώδες και όχι λίγες φορές απωθητικό, αυτό το «μεσαιωνικό» έπος είναι δείγμα ενός σινεμά μεγαλειώδους, πού μόνο σε παλιές εποχές ήταν δυνατό. Το γεγονός ότι χρειάστηκε ο Aleksei German είναι χρειάστηκε πάνω από 10 χρόνια να την υλοποιήσει, είναι απόδειξη τού πόσο δύσκολο είναι να γίνει σήμερα ένα τέτοιο σινεμά φιλόδοξο και οραματικό.
listen-up-philip.jpg
Listen Up Philip, Alex Ross Perry
Ο Philip του τίτλου, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας (που τον υποδύεται ο Jason Schwartzman) είναι ένας ανερχόμενος νεαρός συγγραφέας. Η αφήγηση τον παρακολουθεί καθώς κινείται μέσα στο δαιδαλώδες τοπίο των προσωπικών και των επαγγελματικών του σχέσεων. Οι ισορροπίες των σχέσεων, οι αποσταθεροποιήσεις, οι αμηχανίες, οι τριβές, τα τραύματα και οι φθορές, οι στιγμές της οργής και οι στιγμές της χαλάρωσης, το άγχος και οι αγωνίες της δημιουργίας : αυτή είναι η πρώτη ύλη της αφήγησης. Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτός στο κέντρο: η δραματική πλοκή χωρίζεται σε αυτόνομα κεφάλαια, όπου η σκυτάλη παραδίδεται από τον ήρωα σε πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος. Έτσι σχεδόν αυτοτελή μέρη συνιστούν οι γεμάτες περιπλοκές και δραματικές σχέσεις του ήρωα με διάφορα πρόσωπα: η νυν, που γίνεται πρώην, φίλη του (την υποδύεται η Elisabeth Moss από την τηλεοπτική σειρά Mad Men), το ίνδαλμα του, ένας μεγαλύτερος σε ηλικία επιτυχημένος συγγραφέας (στο ρόλο ο Jonathan Pryce, μια αναφορά στον σημαντικό αμερικάνο συγγραφέα Philip Roth), η ανταγωνίστρια καθηγήτρια που θα γίνει ερωμένη του…
Κάμερα στο χέρι, κοντινά πλάνα των προσώπων, η Νέα Υόρκη, το ερμητικά κλειστό σύμπαν των διανοουμένων, ένας αφηγητής του οποίου ο λόγος χαρακτηρίζεται από μια τόσο γνώριμη αμερικανική «λογοτεχνικότητα», τζαζ μουσική: βρισκόμαστε στην επικράτεια του Woody Allen και του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου (Noah Baumbach, Wes Anderson). Ωστόσο, η ταινία του Alex Ross Perry είναι κάτι παραπάνω από μια σπουδή των νευρωτικών αμερικάνων διανοούμενων. Χιουμοριστικό στον τόνο, σαρκαστικό και ανάλαφρο στην οπτική της και μ’ ένα κινηματογραφικό ύφος ρευστό και χαλαρό σαν μια ταινία του Κασσαβέτη, η ταινία εστιάζει τόσο στο ναρκισσισμό και τον εγωκεντρισμό των ηρώων της, όσο και στην αμηχανία τους καθώς έρχονται αντιμέτωπο με το δαιδαλώδες τοπίο των σχέσεων και το (εν πολλοίς υπαρξιακό) κενό…
bande-de-filles.jpg
Bande de filles, Céline Sciamma
Ταινία που ανήκει στο είδος των banlieue -η καταγωγική ταινία σ’ αυτό το είδος είναι η ταινία του La Haine (1995) του Mathieu Kassovitz-, η δημιουργία της Céline Sciamma (Tomboy, 2011) εστιάζει στο κλειστό κόσμο των παρισινών προαστίων, των γκέτο της γαλλικής μητρόπολης. Η αρχετυπική ιστορία σ’ αυτό το είδος έχει στο κέντρο ένα πρόσωπο που βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στα τόσο χαρακτηριστικά οικιστικά συγκροτήματα των παρισινών προαστίων και στις απόπειρες του να αποδράσει.
Η κεντρική ηρωίδα της ταινίας είναι η Marieme, μια 16χρονη που αναζητά μια διέξοδο στη ζωή της. Κακή μαθήτρια στο σχολείο, γνωρίζεται με μια παρέα κοριτσιών και η συναναστροφή μαζί τους θα της αλλάξει τη ζωή. Θα ζήσει την άγρια πλευρά της και θα είναι αυτό που θα προκαλέσει μια σειρά από συγκρούσεις…
Αυτή η νεαρή κοπέλα, που την υποδύεται εξαιρετικά η Karidja Touré, βιώνει μια σειρά από αποκλεισμούς που είναι καθαριστικοί για τη ψυχολογία της. Καταρχάς ένα οικογενειακό αποκλεισμό, όντας υπό την επιτήρηση του μεγαλύτερου αδελφού. Επιπλέον, ζώντας σ’ ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από «ματσίσμο», η θέση της ως γυναίκας είναι υποβαθμισμένη. Η ταξική της θέση, πολύ μακριά από τη μέση τάξη που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, συνιστά ένα ακόμα σημείο αποκλεισμού. Ενώ, τέλος, τελευταίο εξίσου σημαντικός, αλλά αόρατός, ο αποκλεισμός λόγω της φυλής και του χρώματος: η Marieme είναι αφρικανικής καταγωγής. Ό,τι όπως συνιστά την ιδιαιτερότητα αυτού του προσώπου είναι ότι Marieme, λόγω ηλικίας, είναι αθώα και έχει λίγη συνειδητοποίηση αυτών των αποκλεισμών. Η Marieme ζει στον κόσμο της, ζει την εφηβεία της και ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Όπως είναι προφανές, η αφήγηση χαρακτηρίζεται από ένα πληθωρισμό ενός εφηβικού λόγου, αλλά και ένα αντίστοιχο πληθωρισμό κινήσεων και χειρονομιών που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της χορογραφίας. Αυτή η εφηβική ενέργεια, η τόσο ανοικονόμητη, οι πόζες, η εφηβική κουλτούρα (Rihanna) όλα αυτά δεν είναι παρά χώροι ελευθερίας μέσα στο γκρίζο περιβάλλον των banlieue: εδώ οι νεαρές ηρωίδες υπάρχουν και αναζητούν τη ταυτότητα τους. Η σκηνοθεσία προσπερνώντας το νατουραλισμό που συχνά δυναστεύει ανάλογες ταινίες του γαλλικού σινεμά γα να εστιάσει στο πως η εφηβική- νεανική κουλτούρα που υπερχειλίζει, μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση
Η σκηνοθέτις δεν απομονώνει ποτέ την ηρωίδα της ως πρόσωπο για να σχεδιάσει το πορτραίτο της, αλλά διαρκώς την εντάσσει μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, μέσα σε καταστάσεις που προκαλούν δραματικές εντάσεις. Το αφηγηματικό τόξο που διαγράφεται την απεικονίζει καταρχάς ως μια χαμηλοβλεπούσα, συνεσταλμένη και αδύναμη έφηβη για να καταλήξει σε μια νεαρή γυναίκα που ατενίζει τον ορίζοντα. Είναι η δύναμη που μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο βλέμμα της.
la-princesa-de-francia.jpg
La princesa de Francia, Matías Piñeiro
Συνεχίζοντας το δρόμο της προηγούμενης ταινίας του Viola, ο αργεντινός σκηνοθέτης θέτει και εδώ στο κέντρο το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ (συγκεκριμένα τις κωμωδίες του), τη θεατρική (και ραδιοφωνική) αναπαράσταση του, και τα συναισθηματικά – αισθηματικά παρεπόμενα της.
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής βρίσκεται ο Victor, ένας νεαρός θεατρικός σκηνοθέτης που επιστρέφει πίσω στην πατρίδα του μετά απουσία ενός χρόνου στο εξωτερικό. Προσπαθεί να συγκεντρώσει τις έξι ηθοποιούς από τον το παλιό του θίασο, με στόχο το ραδιοφωνικό (για την ακρίβεια ιντερνετικό) ανέβασμα του θεατρικού έργου του άγγλου βάρδου Αγάπης Αγώνας Άγονος (Love’s Labour’s Lost). Όμως το συναισθηματικό παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον υπονομεύει το εγχείρημα και περιπλέκει το συναισθηματικό τοπίο.
Υπονομεύοντας τον όποιο ρεαλισμό της αφήγησης, ο σκηνοθέτης προτείνει στο θεατή να δει την ταινία ως το κινηματογραφικό ανάλογο της θεατρικής πράξης: όταν οι πρόβες, πολλές φορές, έχουν την ίδια σημασία με τη θεατρική παράσταση. Όλη η σκηνοθεσία οργανώνεται λοιπόν γύρω από το επαναλαμβανόμενο θεατρικό (και όχι μόνο) λόγο και πράξη. Καθώς αυτός ο λόγος εισβάλλει στην πραγματικότητα των ηθοποιών, την υπονομεύει, καθορίζει τα συναισθήματα τόσο του κεντρικού ανδρικού χαρακτήρα, όσο και των γυναικείων που τον περιβάλλουν, των πρώην, νυν και μελλουσών ερωμένων.
Η ρευστότητα στο σκηνοθετικό ύφος (τόσο σύμφωνη με το μποέμ πνεύμα της νεότητας), τα κοντινά πλάνα στα λαμπερά νεανικά πρόσωπα, η ρυθμική, σχεδόν δαιμονική, εκφορά του θεατρικού λόγου, η σύγχυση πραγματικότητας- θεάτρου: ό,τι βλέπουμε είναι σκηνές μιας νεανικής ζωής εμβαπτισμένης στο κλασικό (του σαιξπηρικού λόγου).
Επιγονικό του Ρομέρ, αλλά και του κορεάτη Hong Sang-soo, αυτό το σινεμά εστιάζει κάπου πέρα από το προφανές: διαπερνά το συναισθηματικό τοπίο και το πως η θεατρική πράξη αντανακλάται στις συναισθηματικές περιπλοκές των νεαρών πρωταγωνιστών (όλοι κάτω από 30) του, και γίνεται ένα σχόλιο για τη ζωή, την πραγματικότητα και το θέατρο, το τυχαίο, το προδιαγεγραμμένο και τη σύμπτωση.
mambo-cool.jpg
Mambo Cool, Chris Gude
Κοντινά πλάνα σε πρόσωπα μισοφωτισμένα. Πρόσωπα της νύχτας, φθαρμένα, ταλαιπωρημένα. Στατικά πλάνα. Διαγώνιες γραμμές που διασχίζουν την οθόνη. Ο φωτισμός του πλάνου, οι κενοί του χώροι. Η κουλτούρα των ναρκωτικών. Τα όρια μυθοπλασίας ντοκιμαντέρ, δυσδιάκριτα. Ο κόσμος της νύχτας, άγριος, απωθητικός, σκοτεινός.
Χαρακτηριζόμενη από ένα στυλιζάρισμα, η ταινία αυτή αποτελεί μια σπουδή σε ό,τι αποκαλούμε υπόκοσμο: πόρνες, διακινητές, ναρκομανείς. Οι μονόλογοι των προσώπων κατέχουν κεντρική θέση σ’ αυτό. Πορτραίτα ανδρών και γυναικών που ζουν τις ζωές της νύχτας, οι συναντήσεις τους, οι αφηγήσεις τους. Ένας κόσμος ερμητικά κλειστός, σχεδόν χωρίς φυσικό φως. Και πέρα των προηγουμένων, η μουσική λάτιν: ένα χορευτικό κέντρο, ένα ζευγάρι που λικνίζεται στους ρυθμούς, το πάθος για χορό. Η ταινία κλιμακώνεται ως ένα παράδοξο μιούζικαλ του εξπρεσιονισμού, όπου ο F. W. Murnau συναντά τον Vincent van Gogh και τον πίνακα του Le Café de nuit.
Υπάρχει μια παράξενη αρμονία στην οργάνωση του χώρου στα πλάνα, μια ισορροπία στα σχήματα και τα λαμπερά χρώματα της νύχτας. Ως ένας απολογισμός μιας άγριας εποχής θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η ταινία, μια πινακοθήκη πρόσωπων από την άγρα πλευρά της ζωής.

No Form, Tsai Ming-liang
Γυρισμένη το 2012, η ταινία είναι η πρώτη μια σειράς μικρού μήκους ταινιών που ο ταϊβανέζος σκηνοθέτης γύρισε με κεντρικό χαρακτήρα ένα κοκκινοντυμένο βουδιστή μοναχό που υποδύεται ο μόνιμος πρωταγωνιστής των ταινιών του Lee Kang-sheng.
Σ’ αυτές τις ταινίες –οι άλλες δύο είναι το Walker (2012) και το Xi You (Journey to the West) (2014 – ένας μοναχός περιπλανιέται με το πιο αργό βηματισμό που μπορεί μέσα στο αστικό τοπίο. Εδώ στην πρώτη της σειράς, βλέπουμε την εκκίνηση αυτής του ατέρμονης αργού βηματισμού. Ο πάγκος με τα νούντλς και ο κόσμος που τρώει, ένας διάδρομος, οι ανηφορικές σκάλες. Λευκό φόντο που δημιουργεί μια αντίθεση με το κόκκινο του μοναχού, ντεκόρ που συνεχώς αλλάζει μορφή, κίνηση διαγώνια, ταχύτητα που ορισμένες φορές μεταβάλλεται και επιταχύνεται. Και τέλος ένα τραγούδι της Nina Simone, το Feeling good, και το έντονο βλέμμα του Lee Kang-sheng, που κοιτάζει με έντονο τρόπο το φακό και τους θεατές.
no-form.jpg
Zuo tian, Saw Tiong Guan
Ντοκιμαντέρ πορτραίτο του ταϊβανέζου σκηνοθέτη Tsai Ming-liang, η ταινία έχει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα: είναι γυρισμένη κατά το μεγαλύτερο της μέρος στη Μαλαισία τόπο καταγωγής του σκηνοθέτη αλλά και του Tsai Ming-liang.
Ο σκηνοθέτης εστιάζει κυρίως στα παιδικά χρόνια του ταϊβανέζου δημιουργού και στις κινηματογραφικές τελετουργίες αυτών των χρόνων. Οι παλιοί κινηματογράφοι του Kuching, της περιοχής που μεγάλωσε ο Tsai Ming-liang, κινηματογράφοι που αργότερα τους αποθανάτισε ως χώρους της δραματικής πλοκής στις ταινίες του (Goodbye, Dragon Inn). Οι γιαγιάδες και παππούδες που τον μύησαν στους εθισμούς της κινηματογραφοφιλίας. Η οικογένεια και η ζωή της, πριν την μετανάστευση στην Ταϊβάν και την έναρξη της καριέρας του. Ο Tsai Ming-liang αφηγείται αυτές τις χαμένες τελετουργίες της παιδικής του ηλικίας και περιπλανιέται στην προ πολλού απολεσθείσα ενδοχώρα της παιδικής του ηλικίας.
Ένθετα των προηγούμενων παρουσιάζονται συνεργάτες, αλλά και συνάδελφοί του που σημειώνουν τις ιδιαιτερότητες της τέχνης αυτού του σημαντικού σύγχρονου δημιουργού: οι συμπατριώτες του Ang Lee και Hou Hsiao-hsien, ο Apichatpong Weerasethakul, αλλά και ο μόνιμος πρωταγωνιστής στις ταινίες του Lee Kang-sheng και η ηθοποιός του Chen Shiang-chyi (What Time Is It There?, Goodbye, Dragon Inn, I Don't Want to Sleep Alone, Stray Dogs).
pas-son-genre.jpg
Pas son genre, Lucas Belvaux
Ταινία που στην αρχή εστιάζει στο πρόσωπο ενός 40χρονου και τις ερωτικές του περιπέτειες του σε μια επαρχιακή πόλη όπου έχει «εξοριστεί», αυτή ρομαντική κωμωδία στο τέλος αποκαλύπτει μια οπτική στα πρόσωπα και τις σχέσεις κάθε άλλο από ρομαντική ή κωμική.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ένας γοητευτικός καθηγητή φιλοσοφίας που καταφθάνει μετά από ένα χωρισμό στην Arras, μια επαρχιακή πόλη στη βόρεια Γαλλία., για να διδάξει φιλοσοφία σ’ ένα λύκειο. Γρήγορα θα γοητευθεί από μια νεαρή κομμώτρια, που είναι ανύπαντρη μητέρα, και θα αναζητήσει στη σχέση τους τις πρόσκαιρες απολαύσεις. Ωστόσο η δυναμική της σχέσης τους δεν είναι η αναμενόμενη, για τον ήρωα…
Η δραματική πλοκή περιγράφει αυτή τη συνάντηση των διαφορετικών –του καθηγητή φιλοσοφίας και της αφελούς «λαϊκής» κομμώτριας-, μια συνάντηση που τόσο ο κινηματογράφος όσο και το ελαφρύ θέατρο έχουν πολύ συχνά παρουσιάσει. Ο άνδρας αδέξιος, κλειστός, σχεδόν αδιάφορος, η γυναίκα ενστικτώδης, συναισθηματική: η αφήγηση εστιάζει στα πολλά επεισόδια και τις διακυμάνσεις της ερωτικής τους σχέσης. Όμως εδώ ο ανάλαφρος και κωμικός τόνος και το βλέμμα συμπάθειας σταδιακά θα υποχωρήσουν για να αναδείξουν μια άλλη διάσταση. Το παιχνίδι του έρωτα είναι ένα παιχνίδι εξουσίας και σ’ αυτό κερδισμένη φαίνεται ότι είναι η ηρωίδα (στο ρόλο η γοητευτική Émilie Dequenne 15 χρόνια μετά την πρώτη της ταινία τη Rosetta (1999)).
Η σκηνοθεσία ακολουθώντας τους κανόνες ενός σινεμά συμβατικού, ανεβάζει σιγά –σιγά τους αφηγηματικούς ρυθμούς και από το ανάλαφρο ηθογραφικό τόνο περνά σε μια οπτική περισσότερη φιλοσοφημένη, χωρίς όμως να αλλάζει εικόνα της ταινίας. Ο Καντ, η σύμπτωση και το μοιραίο: ό,τι υπάρχει πίσω από τα επεισόδια της αφήγησης και τους διάλογους της ταινίας είναι καθαρή φιλοσοφία με τον ίδιο τρόπο που υπήρχε αυτή στις ταινίες του Ρομέρ.
Στο τέλος είναι η παρουσία αυτής της νεαρής γυναίκας που έρχεται στο κέντρο και υπερκαλύπτει τα πάντα: με δυναμισμό διεκδικεί τη ζωή, αρνείται τα όποια στερεότυπα, αναζητά την έκπληξη. Αυτό μοιάζει ως ένα αληθινό δίδαγμα ζωής, κάτι τόσο σπάνιο στο σημερινό τοπίο του σινεμά.

Δημήτρης Μπάμπας