La creazione di significato, Simone Rapisarda Casanova
Καλοκαίρι. Ιταλικές Άλπεις. «Γοτθική γραμμή». Ένα εντυπωσιακό ορεινό τοπίο. Ένας δάσκαλος που κάνει μάθημα για την ιστορία του τόπου σε μια ομάδα μαθητών. Οι σφοδρές μάχες που διεξήχθησαν μεταξύ του ναζιστικού στρατού κατοχής και των ιταλών ανταρτών. Ένας κάτοικος της περιοχής που ζει μόνος του. Ο σκηνοθέτης τον παρακολουθεί: καταγράφει την καθημερινότητα του, τις συναναστροφές του, τον αγροτικό τρόπο ζωής. Ένθετες μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις των μαχών του Β! παγκόσμιου Πολέμου. Η απειλή μιας σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας που θα διαταράξει την αρμονία του φυσικού τοπίου και η αντίσταση των κατοίκων. Τα πανηγύρια της περιοχής και οι διασκεδάσεις των κατοίκων. Ένα νεαρός γερμανός που συζητά για το παρελθόν…Και από το ραδιόφωνο, οι φωνές των αγανακτισμένων, τόσο οικείες και τόσο κοινές: οι αφηγήσεις της κρίσεις. Μια πραγματικότητα που δείχνει τόσο παράταιρη με τη περιβάλλουσα φύση.
Εικόνες μιας φύσης ειδυλλιακής και τα σημάδια του ιστορικού παρελθόντος. Η ιστορία και οι βαριές σκιές που ρίχνει στο σήμερα. Η ιστορία και η μυθολογία της. Η βιωματική διάσταση και η προφορική αφήγηση της ιστορίας.
Ένα ντοκιμαντέρ για τη φύση και την τοπογραφία της περιοχής; Ένα πορτραίτο ενός μοναχικού ανθρώπου που αναζητά στη φύση την ηρεμία; Εδώ τα ανθρωπολογικά στοιχεία διαπλέκονται με τα μυθοπλαστικά στοιχεία. Εικόνες ενός ντοκιμαντέρ για τη «φυσική» ζωή με εικόνες μιας μυθοπλασίας της ιστορίας. Ό,τι συνιστά το λόγο ύπαρξης και θέασης αυτής της ταινίας είναι ακριβώς αυτό: η διαπλοκή των εικόνων της φύσης με εικόνες μιας προσωπικής ή μιας συλλογικής μυθολογίας, η πραγματικότητα του τότε και οι αντανακλάσεις στην πραγματικότητα του σήμερα, στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Kuime, Miike Takashi
Ταινία που διαπλέκει τη γιαπωνέζικη θεατρική παράδοση με τα στερεότυπα μιας ταινίας τρόμου, η δημιουργία του ευρηματικού ιάπωνα σκηνοθέτη είναι παράλληλα και ένα γεμάτο εντάσεις θρίλερ.
Οι πρόβες ενός θεατρικού έργου και οι πρωταγωνιστές του. Ο μύθος του έργου: ένας άνεργος σαμουράι εγκαταλείπει τη γυναίκα και το παιδί του για να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου άρχοντα. Και στην πραγματική ζωή, η σχέση των δύο πρωταγωνιστών, μια σχέση φθαρμένη που οδεύει προς τη διάλυση. Και το τρίτο πρόσωπο, μια νεαρή ηθοποιός…
Το έργο -Yotsuya Kaidan- είναι ένα από τα κλασικά κείμενα του ιαπωνικού θεάτρου, γνωστό στη Δύση από τη διασκευή του στο κινηματογράφο από τον Nobuo Nakagawa. Γρήγορα γίνεται φανερή η σχέση ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου και την προσωπική του ζωή. Ο άνδρας κυρίαρχος και δεσποτικός, η γυναίκα στην αρχή παθητική και αργότερα οργισμένη, μια μαινάδα…
Ο σκηνοθέτης αναπτύσσει παράλληλα το μύθο του θεατρικού έργου, μέσα από τις πρόβες, και τα σχετικά με τις σχέσεις των πρωταγωνιστών ηθοποιών. Καθώς κινηματογραφεί τις πρόβες του θεατρικού έργου επιλέγει ένα ύφος κλασικό: οι σιωπές, οι νεκροί χρόνοι, η θεατρικότητα, η δράση περιορισμένη σε κλειστούς χώρους, το θεατρικό σκηνικό.
Όμως εστιασμένη κυρίως στο πρόσωπο της απατημένης γυναίκας, η δράση κορυφώνεται, όπως η οργή της: η γυναικεία εκδίκηση θα γεμίσει όλη την εικόνα. Και είναι τότε που τα στερεότυπα της ταινίας τρόμου, δηλαδή οι εικόνες της βίας, θα καταλάβουν εξ απρόοπτου τον θεατή, αιφνιδιάζοντας τον, καθώς έως τότε παρακολούθησε ένα χαμηλότονο δράμα εσωτερικών χώρων. Είναι αυτή η αντίθεση ανάμεσα στις εντάσεις μιας ταινίας τρόμου και σ’ ό,τι προηγήθηκε που σχηματίζει την τελική εικόνα της ταινίας.
The Iron Ministry, J.P. Sniadecki
2011-13. Ο σκηνοθέτης ταξιδεύει με τραίνο σ’ όλη την Κίνα. Τραίνα που διασχίζουν όλη τη χώρα, από το Guangzhou στο Xinziang, και ταξίδια που διαρκούν παραπάνω από ένα 24ωρο. Η κάμερα του σκηνοθέτη, μικρή και ευκίνητη καταγράφει την πραγματικότητα του ταξιδιού στα υπερπλήρη βαγόνια. Βρώμικα και απωθητικά στα δυτικά βλέμματα, αλλά πραγματικά ζωντανά: η Κίνα χωρίς καμιά ωραιοποίηση, μόνο η αλήθεια.
Οι συζητήσεις μεταξύ των επιβατών για τη θρησκεία, τις μειονότητες, τις αλλαγές και αλλοιώσεις που φέρνει ο σιδηρόδρομος, για τα όνειρα και τις ελπίδες. Και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, γνώστης της κινέζικης, θα προκαλέσει κάποιες απ’ αυτές, θα αναμειχθεί. Οι ήχοι του τραίνου, το τράνταγμα, ο συνωστισμός: είναι η αίσθηση που ο θεατής αποκομίζει στα βαγόνια της τρίτης θέσης αλλά και στις υπερταχείες και την πρώτη θέση.
Ένα ιδιαίτερο στη μορφή πανόραμα της κινεζικής κοινωνίας.
Forma, Ayumi Sakamoto
Η συνάντηση δυο παλιών συμμαθητριών. Η Ayako είναι προϊστάμενη σε μια επιχείρηση και ζει με τον πατέρα της. Η Yukari δουλεύει σαν φύλακας σ’ ένα εργοτάξιο και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Η επανασύνδεση των σχέσεων τους. Μια φιλική σχέση που μετατρέπεται σε σχέση ιεραρχική, εξουσίας. Το παρελθόν της σχέσης τους που έρχεται σιγά -σιγά στην επιφάνεια, τα μυστικά που αποκαλύπτονται. Τα κρυμμένα συναισθήματα που ξαφνικά ανατρέπουν τις ισορροπίες.
Η σκηνοθέτις σχεδιάζει, καταρχάς, τα πορτραίτα των δυο κεντρικών προσώπων και τη μεταξύ του σχέση. Χρησιμοποιώντας μια χρωματική παλέτα σχεδόν μονοχρωματική από την οποία απουσιάζει κάθε λαμπερό χρώμα - το γκρίζο κυριαρχεί-, και τοποθετώντας τη δράση σε χώρους ανώνυμους –γραφεία, καφέ, μικροαστικά σπίτια, πάρκα- απεικονίζει ένα περίπλοκο τοπίο μιας σχέσης, όπου οι κρυφές και οι σκοτεινές περιοχές κυριαρχούν. Σ΄ αυτές τις σκοτεινές περιοχές σιγά –σιγά η σκηνοθέτις εισέρχεται.
Η αφήγηση συσσωρεύει γεγονότα, μικρά συμβάντα, συναισθήματα. Μια αφηγηματική στρατηγική που μοιάζει να κινείται χωρίς κατεύθυνση: ο θεατής παραπλανάται και οι όποιοι μηχανισμοί ταύτισης οικοδομούνται, στο τέλος καταρρέουν. Εδώ, κατά τα ιαπωνικά ειωθότα, κάθε υπερβολή στην έκφραση του συναισθήματος αποφεύγεται, οι μικρές δραματικές κορυφώσεις απουσιάζουν. Πλάνα μακρινά, μεγάλης χρονικής διάρκειας, όπου κάθε στυλιζάρισμα απουσιάζει, οι ήχοι του πραγματικού κόσμου να επιβάλλονται μέσα στην εικόνα. Και η δραματική πλοκή να επικεντρώνεται στα δύο πρόσωπα και στα συνεχώς μεταβαλλόμενες ισορροπίες της σχέσης τους.
Υπάρχει ένα βάρος, μια σκιά, μια πίεση του κοινού τους παρελθόντος στα δύο κεντρικά πρόσωπα που ποτέ δεν απεικονίζεται με καθαρότητα. Και είναι αυτή η πίεση που θα διαλύσει τους συναισθηματικούς δεσμούς και τις σχέσεις φιλίας, που θα γίνει το πραγματικό θέμα της ταινίας…
Atlantis, Ben Russell
Η θάλασσα. Διπλοτυπία. Ο Πλάτωνας, Τίμαιος, η αφήγηση του Κριτία για την Ατλαντίδα. Νότια Ιταλία. Μια ταβέρνα -καφενείο. Μια ομάδα ανδρών τραγουδιστών: κιθάρες, μαντολίνο. Κοντινά στα πρόσωπα των μεσηλίκων τραγουδιστών. Η Utopia του Thomas More. Το μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Κλασική μουσική στην Αρχαία Αίγυπτο, γυρίσματα. Χορωδιακή μουσική. Ένα άλογο και ένας άνδρα στην προκυμαία. Καθρέπτες που αντανακλούν θάλασσα. Μια θρησκευτική λιτανεία. Η Μάλτα και Ναΐτες ιππότες. Σκουπιδότοπος. Ένας ιερέας. Η θρησκεία. Η προσωπική σχέση, η ευτυχία, ανεκτικότητα. Το club, η ηλεκτρονική μουσική. Ένας ηλικιωμένος που σιγά- σιγά χάνεται στη θάλασσα. Ο ήχος της θάλασσας. Επιστημονική φαντασία, ένα μυθιστόρημα για Ατλαντίδα. The Man from Atlantis του Richard Woodley.
Ένα ντοκιμαντέρ, μια πειραματική ταινία που διαπλέκεται γύρω από το μύθος της Ατλαντίδος και την αναζήτηση της ευτυχίας.
Mauro, Hernán Rosselli
Ο Mauro, δουλεύει σε μηχανουργείο και πλασάρει πλαστά χαρτονομίσματα. Είναι φανατικός της heavy metal και ζει μαζί με το φίλο του και την έγκυο γυναίκα του. Η κάμερα τον παρακολουθεί καθώς ζει τη ζωή του: στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, στα κλαμπ και τα καφέ, στους τόπους εργασίας, τις συναναστροφές του. Μια συνάντηση θα του αλλάξει τη ζωή: ο Mauro είναι ερωτευμένος. Αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια του…
Υπό τη σκέπη της νεορεαλιστικής παράδοσης και ακολουθώντας τα διδάγματα του αργενίνικου σινεμά (Mundo grúa, Pablo Trapero), ο σκηνοθέτης σχεδιάζει ένα πορτραίτο του κεντρικού χαρακτήρα: ένα πρόσωπο σημαδεμένο από τις αποτυχίες της ζωής, που αγωνίζεται να υπερβεί την δεδομένη κατάσταση. Γκρίζα χρώμα, ρεαλιστικό ύφος, σχεδόν ένα ντοκιμαντέρ: η αισθητική της ταινίας. Εδώ δεν υπάρχει καμία ηθική κριτική, κανένας αφηγηματικός ή δραματουργικός μηχανισμός: είναι ζωή και τίποτε άλλο.
Ωστόσο στην εικόνα μοιάζει να υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που δείχνεται: ο ήρωας και η ζωή του δείχνει να είναι μέρος ενός ευρύτερου τοπίου.
Σχηματίζεται έτσι και μια ιχνογραφία της αστικής ζωής στα χαμηλότερα της στρώματα. Απογυμνωμένη από κάθε περιττό συναισθηματισμό, η ταινία εστιάζει στη χαρά αλλά και τη μελαγχολία της ζωής, στις ελπίδες αλλά και τις συντριβές τους. Είναι η εικόνα μίας εξέγερσης (ενός βιομηχανικού εργάτη) που στο τέλος σχηματίζεται. Και η αναπόφευκτη (;) συντριβή της…
Hill of Freedom, Hong Sang-soo
Ως συνήθως μια κωμωδία για τις σχέσεις άνδρα –γυναίκα, για την ερωτική κατάκτηση, αλλά και την (ερωτική) εμμονή, η 16η ταινία του ευρηματικού και παραγωγικότατου κορεάτη δημιουργού είναι επιπλέον και ένα σχόλιο για τις αφηγήσεις (και τους χρόνους τους).
Στο κέντρο της δραματικής είναι όπως πάντα ένας αδέξιος άνδρας, ένας ιάπωνας, ο Mori (στο ρόλο ο Ryo Kase) και το πρόβλημά του -δηλαδή η κατάκτηση μιας γυναίκας. Όμως εδώ η γυναίκα (αυτή τουλάχιστον που τον ενδιαφέρει) είναι απούσα. Ο ήρωας την αναζητά και στη θέση της βρίσκει μια άλλη γυναίκα. Η αφήγηση, που αποδίδεται με το τόσο τυπικό ύφος απλότητας του σκηνοθέτη, επικεντρώνεται στα πολλά επεισόδια της αναζήτησης και των απογοητεύσεων, αλλά και στα παρεπόμενα της. Το κωμικό της ταινίας προκύπτει ως συνήθως τόσο από τον αδέξιο άνδρα. αλλά και από τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες και τη χρήση της αγγλικής γλώσσας.
Όπως συμβαίνει με κάθε ταινία του Éric Rohmer, έτσι και εδώ, υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από τις περιπέτειες του έρωτα, και αυτό ο θεατής μπορεί να τα αναζητήσει στην αφηγηματική ιδιαιτερότητα της ταινίας. Το δραματουργικό της εύρημα είναι ότι όλα τα επεισόδια της αφήγησης αντιστοιχούν σε επιστολές που ο ήρωας γράφει στην αγαπημένη του και αυτή διαβάζει. Αλλά στο ότι αυτές οι επιστολές έχουν χάσει τη χρονική σειρά, και άρα ο αφηγηματικός χρόνος χάνει τη γραμμικότητα και τη συνέχεια του, κάθε δραματουργική- συναισθηματική συνοχή έχει καταστραφεί. Επαφίεται στον θεατή να βάλει σε τάξη την ιστορία, να βρει το αίτιο και το αιτιατό, τα κίνητρα στις πράξεις των χαρακτήρων, τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.
Παράλληλα, δημιουργείται και ένα σχόλιο, στοχασμό για τον (αφηγηματικό) χρόνο και για το ότι αυτός, εντέλει, συνιστά μια διανοητική σύλληψη, μια ψευδαίσθηση –αυτό μάλιστα είναι το θέμα του βιβλίου που ο ήρωας συνεχώς διαβάζει. Καμία ροή του χρόνου λοιπόν, η απόλυτη στατικότητα: ο ήρωας είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα τόπο, σε μια χρονική στιγμή, σε μια (συναισθηματική) κατάσταση , δέσμιος των συναισθημάτων του έρωτα, ως να ζει σ’ ένα διαρκές αχρονικό όνειρο, όπως εξάλλου η αφήγηση πολλές φορές μας αποκαλύπτει…
Stella Cadente, Luis Miñarro
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο, ο Amadeo της Σαβοΐας, βασιλιάς της Ισπανίας για δύο χρόνια 1871-72. Η βασιλεία του ξεκινά με το θάνατο του υποστηρικτή του στρατηγού Prim, και αυτόν τον καθιστά έρμαιο των ασταθών πολιτικών συγκυριών. Χωρίς υποστήριξη, γίνεται ένας ανώτατος άρχων χωρίς καμία εξουσία, ένα πρόσωπο μαριονέτα.
Ο καταλανός σκηνοθέτης (και γνωστός παραγωγός) Luis Minarro τοποθετεί όλη τη δράση στο εσωτερικό του παλατιού και πιο συγκεκριμένα των ιδιαιτέρων διαμερισμάτων του βασιλιά (το ρόλο υποδύεται ο Alex Brendemuhl). Πέραν του ίδιου βασιλιά, τέσσερα είναι τα άλλα βασικά πρόσωπα: ο ακόλουθος του, ο προσωπικός του υπηρέτης, η χυμώδης μαγείρισσα του παλατιού και η γυναίκα του.
Παγιδευμένος ο ήρωας στις σκοπιμότητες της πολιτικής, μελαγχολικός και μόνος υφίσταται τόσο τις ταπεινώσεις των αυλικών του όσο και την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα τους: αδύναμος θα υποκύψει στις πιέσεις του χώρου.
Τα μουσικά ιντερμέδια, με ποπ της δεκαετίας του 60-70, μας υπενθυμίζουν πως ότι βλέπουμε δεν διεκδικεί καμιά ιστορική ακρίβεια στην αναπαράσταση του: παρόλο που είναι ακριβές ως προς την ουσία των πραγμάτων. Σ’ αυτήν την κάθε άλλο από τυπική ταινία εποχής, η σκηνοθεσία διακρίνεται για το σαρκαστικό της πνεύμα, το παιγνιώδες ύφος της και την ελευθεριότητα στα ήθη της. Στο κέντρο της ταινίας πάλλεται, η καρδιά και αισθητική ενός σουρεαλιστή.
Mange tes morts, Jean-Charles Hue
Ένας 17χρονος περιμένει την έξοδο του μεγάλου αδελφού από τη φυλακή. Όμως η έκτιση της ποινής δεν σημαίνει και το σωφρονισμό του. Γρήγορα θα μπλεχτεί σε ύποπτες δουλειές παρασέρνοντας και τον αδελφό του.
Η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται στο κοινωνικό πλαίσιο που διαδραματίζεται η δραματική πλοκή: η δράση είναι τοποθετημένη μέσα σε μια κοινότητα Γάλλων Ρομά Yeniche, οι οποίοι έχουν ασπαστεί κάποιας μορφής προτεσταντικής χριστιανικής διδασκαλίας. Γι’ αυτό και ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει διχασμένος: από τη μια πλευρά υπάρχουν οι πιέσεις της κοινότητας να βαπτιστεί, και από την άλλη ο άρτι αποφυλακισθείς αδελφός και η άστατη ζωή του.
Η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει στην αρχή την ιστορία ως να πρόκειται γι’ ένα τόσο συνηθισμένο στο γαλλικό σινεμά, κοινωνικό δράμα: κάμερα στο χέρι, που ακολουθεί κατά πόδας τους χαρακτήρες, το δύσβατο κοινωνικό τοπίο, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ωστόσο, στο δεύτερο μέρος, η ταινία εκρήγνυται και μετατοπίζεται με τρόπο αναπάντεχο (για το θεατή) και βίαιο, από το κοινωνικό πεδίο σ’ αυτό του κινηματογράφου των ειδών: έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια περιπετειώδη ταινία ή ένα σε έντονους ρυθμούς γουέστερν.
Δείγμα μιας σκηνοθεσίας που δεν φοβάται να αναμείξει τα είδη, που κορυφώνει τη δράση με αξιοπρόσεκτη αυτοπεποίθηση, που αποτίει φόρο τιμής τόσο στο κλασικό σινεμά δράσης (Sam Peckinpah) όσο και στο κοινωνικό (αδελφοί Dardenne & Bruno Dumont). Ντοκιμαντερίστικη ως προς το ύφος, η φωτογραφία της ταινίας συνιστά από μόνη της μια αχανή επικράτεια.
Party Girl, Marie Amachoukeli, Claire Burger & Samuel Theis
Πορτραίτο μιας εργαζόμενης γυναίκας, σε ύφος ρεαλιστικό και με τόνους συναισθηματικούς, η ταινία αποφεύγει την όποια ηθικολογία.
Η Angélique, έχει προ πολλού περάσει τα 60. Στην ηλικία της και στο χώρο εργασίας -είναι κονσοματρίς σε μπαρ-, αλλά όχι μόνο σ’ αυτόν, οι συνάδελφοι της βγαίνουν στη σύνταξη. Όμως η Angélique επιμένει: βλέπει το επαγγελματικό της μέλλον θολό και προσπαθεί να το αλλάξει. Αποφασίζει να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους παλιούς της πελάτες. Όταν, απροσδόκητα και ανέλπιστα, δέχεται την πρόταση γάμου ενός απ’ αυτούς, αποφασίζει να την κάνει αποδεκτή. Όμως η διαδικασία για το γάμο είναι μια μακρά και όπως αποδεικνύεται συναισθηματική επώδυνη διαδικασία. Και όχι μόνο για τη έτσι η Angélique βγαίνει στη σύνταξη..
Οι σκηνοθέτες υπακούοντας στις νόρμες και τους κανόνες ενός στραμμένου προς το ρεαλισμό σινεμά (που εξάλλου συνιστά και την κυρίαρχη τάση στο χώρο του γαλλικού σινεμά), σχεδιάζουν το πορτραίτο μιας 60χρονης που έζησε μια ζωή μέσα στις ασωτείες και τις (σαρκικές και άλλες) απολαύσεις. Όπως είναι φυσικό μια τέτοια διαδρομή ζωής έχει τα θύματα της, αλλά και τα κρυφά μυστικά της. Στην περίπτωση της Angélique είναι η σχέση με τη μικρότερη (από τα 4 παιδιά της ) θυγατέρα.
Οι σκηνοθέτες σχεδιάζουν καταρχάς το πορτραίτο της ηρωίδας δίνοντας έμφαση δίνουν στα συναισθήματα της. Παράλληλα, όμως, και καθώς οι προετοιμασίες για το γάμο προχωρούν, εστιάζουν και στα των σχέσεων της με τα παιδιά της.
Όμως, όπως αποδεικνύεται στο τέλος, το έλλειμμα της ζωής της ηρωίδας δεν είναι μόνο συναισθηματικό. Είναι έλλειμμα που αφορά τη σχέση της με την πραγματικότητα (της ημέρας). Έγκλειστη τόσα χρόνια στα σκοτάδια της νύχτας, παγιδευμένη στα λαμπερά φώτα της δεν μπορεί να αντικρίσει το φως της ημέρας: είναι ένα αμετανόητο party girl.
Και γι’ αυτό ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην πρωταγωνίστρια της ταινίας την Angélique Litzenburger, μητέρας του ενός εκ των σκηνοθετών Samuel Theis. Οι ρυτίδες που χαράσσουν το πρόσωπο της είναι πραγματικές. Βαθιές και έντονες, δεν κρύβονται από κανένα έντονο μακιγιάζ: είναι τα σημάδια του αμείλικτου χρόνου, οι πληγές της πραγματικής ζωής που πέρασε. Και η αδυναμία της Angélique να δει το φως της ημέρας, πάντα έντονο, σκληρό και αποκαλυπτικό, είναι η αδυναμία της να συμφιλιωθεί με το πέρασμα του χρόνου…
Phantom Power, Pierre Léon
Ποιητικός ομοιοκατάληκτος λόγος του αφηγητή, μια αναφορά σε πόλεις, εικόνες από πίνακες, ο σκηνοθέτης. Κλασσική μουσική και οι εσωτερικοί χώροι από ένα σπίτι. Εικόνες από Super 8, από VHS, ερασιτεχνικές λήψεις, εικόνες φθαρμένες ως εντυπώσεις της μνήμης, φθαρμένα συναισθήματα . Ποίηση και μουσική από τους Sibelius, Guillaume Apollinaire, Franz Schubert, Whit Stillman, Robert Schumam.
Η Ingrid Caven. Ρωσικά λαϊκά τραγούδια. Σκηνές από ένα πάρτι. Συζήτηση δύο κοριτσιών για αγόρια. Εικόνες από το χιονισμένο πάρκο μιας πόλης. Ένα σκετς στα ρωσικά για ο Odradek του Kafka (από το διήγημα Die Sorge des Hausvaters). Μια ομάδα εφήβων που συζητάνε (και ο σκηνοθέτης –θεατής που τα καταγράφει με την κάμερα). Εικόνες από club, η μουσική παραμορφωμένη. Πρόβες τραγουδιού. Βόλτα στους δρόμους μια πόλης. Δύο αδέλφια που συζητούν. Ένα ρωσικό λαϊκό τραγούδι και ο σκηνοθέτης να ρεμβάζει στο παράθυρο. Πλάνα από ταινίες με χέρια. Μια ιστορία για τα όλα τα κοντινά πλάνα σε χέρια που κάνουν κάτι. Ρακόρ τα αντικείμενα ή η πράξη που κάνουν τα χέρια. Εικόνες βουβές, άλλοτε με ήχο. Εικόνες κυρίως ασπρόμαυρες, αλλά και έγχρωμες. Τα πλάνα του σινεμά.
Ένα σινεμά αυτοβιογραφικό, στα όρια του πειραματικού, ποιητικό. Μια σύνθεση όπου αυτό που’ χει σημασία είναι η συναρμογή του ετερόκλιτου υλικού και η δημιουργία ποιητικής ατμόσφαιρας
El Futuro, Luis López Carrasco
Ισπανία. 1982. Η νίκη των σοσιαλιστών και ο Felippe Gongalez. Αλλαγή. Ένα πάρτι. Η electro-pop μουσική, τα ντυσίματα, τα πρόσωπα, το μακιγιάζ, το φλερτ, συζητήσεις, Κοντινό στα πρόσωπα, οι συζητήσεις αντανακλούν το πνεύμα της εποχής (ΈΤΑ, οι μπάτσοι, τα ναρκωτικά, ωροσκόπια, ίντριγκες, πολιτική). Είναι οι 20ρηδες της εποχής που 30 χρόνια μετά θα βρεθούν μπροστά στην κατάρρευση. Μουσική συνεχής, σαν μια βιντεοκασέτα, ήχος με διακόπτες, με πηδήματα, συζήτηση για σχέσεις. Φωτογραφίες οικογενειακές, της δεκαετίας 1950-60. Από την εποχή του Franco, οι γονείς αυτών των 20ρηδων; Οι gays, τα ναρκωτικά, ο χορός, φωτορυθμικά, τα φιλιά.
Ο ήχος και η μουσική που χάνεται. Μια βοή, θόρυβος, εικόνες θολές, η παραφορά ενός γλεντιού. Εικόνες του άστεως μετά το πάρτι: το σπίτι, οι πολυκατοικίες.
Το πάρτι- γλέντι ως μια μεταφορά, εικόνες κατεστραμμένες, αναμνήσεις μιας εποχής.
Δημήτρης Μπάμπας