Toz Bezi /Dust Cloth, Ahu Öztürk
Κωνσταντινούπολη, ασιατική πλευρά. Στην περιοχή του Kadikoy, η Nesrin και η Hatoun, δύο γυναίκες κουρδικής καταγωγής, εργάζονται ως καθαρίστριες σε αστικά σπίτια, ενώ παράλληλα μοιράζονται τις αγωνίες και τα όνειρά τους. Διαφορετικές ως προς το χαρακτήρα και με τα δικά τους προσωπικά προβλήματα η κάθε μια, έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση, αλλά ταυτόχρονα έχουν ως μοναδική διέξοδο τη φιλία τους και κοινό στόχο την απόκτηση μιας σταθερής δουλειάς.
Με σαφείς κοινωνικές και αδιόρατες πολιτικές αιχμές, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ahu Öztürk είναι το πορτρέτο μιας φιλίας αλλά κυρίως των ιεραρχιών που επικρατούν εντός μιας εύκολα αναγνωρίσιμης κοινωνίας. Η φωτεινή οικία, ως εργασιακός χώρος, συνιστά αντανάκλαση μιας προνομιούχας μεσοαστικής τάξης και η εντός αυτής δράση απεικονίζει με ρεαλιστικό τρόπο τις σχέσεις ανωτερότητας-υποταγής ανάμεσα στις κυρίες και τις καθαρίστριες. Από την άλλη, το σκοτεινό δωμάτιο ως χώρος διαμονής και οι δρόμοι στους οποίους περιφέρεται κρατώντας πάντα τη μικρή της κόρη η εγκαταλελειμμένη από το σύζυγό της Nesrin, χαρτογραφούν μια απελπισμένη προσωπική αναζήτηση, ένα βουβό αγώνα επιβίωσης, το πιο σκοτεινό τοπίο της ταινίας. Ανάμεσα στους δύο αυτούς χώρους υπάρχουν πάντα οι παρηγορητικές συναντήσεις των δύο ηρωίδων και οι συνομιλίες τους, σημεία σύγκλισης αλλά και απόκλισης των δύο γυναικών. Ένας ιδιωτικός τόπος κοινωνικής κριτικής που τις απελευθερώνει.
Βασισμένη σε προσωπικές αναμνήσεις η Ahu Öztürk αποτυπώνει, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού και με την ψυχρή ματιά του παρατηρητή, την πολλαπλή περιθωριοποίηση της γυναίκας εξαιτίας του φύλου της, του επαγγέλματος και της εθνικής της ταυτότητας. Έναν εκτοπισμό που διαφοροποιείται από τον συνήθη πολιτικό, γνωστό στις περισσότερες ταινίες κούρδων σκηνοθετών. Ο απόηχος του ωστόσο είναι φανερός. Εδώ ωστόσο βρισκόμαστε στην καθαρή επικράτεια των γυναικών, με τις γυναίκες θύτες αλλά κυρίως θύματα, μέσα στην οικογένεια, στο χώρο εργασίας, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Οι άντρες ρίχνουν βαριά τη σκιά τους με την παρουσία ή την απουσία τους και οι γυναίκες καλούνται να παλέψουν οι ίδιες για τα ελάχιστα ή για όσα θεωρούν οι ίδιες ότι θα τις καταξιώσουν κοινωνικά. Το όνειρο της μεγάλης ζωής ή απλά μιας ζωής με αξιοπρέπεια σε μια σεξιστική κοινωνία που αυτολογοκρίνεται, φαίνεται άπιαστο και το αδιέξοδο καραδοκεί συνεχώς. Μέσα από τις βασανιστικές διαδρομές, τις πολλαπλές δοκιμασίες και τις απεγνωσμένες τους παλινδρομήσεις ό,τι μετράει πραγματικά είναι η επιμονή αυτών των γυναικών και αυτό που τελικά τις δικαιώνει.
Η ταινία βραβεύτηκε με τη Χρυσή Τουλίπα, το βραβείο Σεναρίου και το Γυναικείας Ερμηνείας (Asiye Dinçsoy).
Kalandar Soğuğu / Cold of Kalandar, Mustafa Kara
Ο Μεχμέτ ζει με την οικογένειά του σε ένα ορεινό χωριό της Μαύρης θάλασσας μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Βγάζει το ψωμί του εκτρέφοντας λίγα ζώα, ενώ παράλληλα ψάχνει για κοιτάσματα πολύτιμων μετάλλων στα γύρω βουνά. Η αναζήτησή του αυτή που γίνεται σχεδόν εμμονική, συγκεντρώνει τα χλευαστικά σχόλια και την έντονη κριτική του περιβάλλοντός του. Καθώς ο καιρός περνάει, τα χρέη τρέχουν και το βάρος της δουλειάς πέφτει αποκλειστικά στις γυναίκες του νοικοκυριού, -σύζυγο και μάνα- η κατάσταση για τον Μεχμέτ γίνεται ασφυκτική. Μοναδική του ελπίδα τώρα μια ταυρομαχία για την οποία θα πρέπει να προετοιμάσει το προσφορότερο προς πώληση ζώο του.
Ρεαλιστική απεικόνιση της βουκολικής ζωής κοντά στο ντοκιμαντέρ αλλά και μυστηριώδης περιπλάνηση που αγγίζει τα όρια του παράδοξου και του μεταφυσικού, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Mustafa Kara ξεχωρίζει κυρίως για το ατμοσφαιρικό της ύφος. Μέσα σε ένα άγριας ομορφιάς φυσικό τοπίο ζουν και κινούνται οι ήρωες της ιστορίας. Παρόν σε πολλές ταινίες του σύγχρονου τουρκικού κινηματογράφου, το ίδιο αυτό τοπίο δε λειτουργεί εδώ ως σχόλιο στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού τους και της ίδιας της δράσης. Ο φυσικός κόσμος που τους περιβάλλει, είναι ο μοναδικός σύμμαχος αλλά και εχθρός στον αγώνα τους για επιβίωση. Η διαδικασία αυτής της δύσκολης συμβίωσης και οι εσωτερικές διεργασίες που υποθάλπει κινηματογραφούνται έξοχα από το σκηνοθέτη.
Η ταινία παρακολουθεί σκηνές από την πρωτόγονη αγροτική ζωή της πενταμελούς οικογένειας, -ανάμεσά τους και ένα αγόρι με νοητική υστέρηση-, σκιαγραφώντας το ανθρωπολογικό πορτρέτο μιας κοινωνίας στην οποία άνθρωποι και ζώα συμβιώνουν χωρίς τα βασικά. Στο επίκεντρο ωστόσο βρίσκονται οι επίμονες μοναχικές διαδρομές του κεντρικού ήρωα με το σφυρί και τη γλυφίδα σε απότομες πλαγιές και βουνοκορφές και σε δύσβατα βραχώδη μονοπάτια, που τα διατρέχουν σταδιακά οι τέσσερις εποχές του χρόνου. Το πρώιμο χιόνι και το κρύο θα ανακόψουν προσωρινά την ατελέσφορη αναζήτησή του, χωρίς όμως να τον απομακρύνουν οριστικά από αυτήν.
Με την κάμερα ως όργανο μιας αργής παρατήρησης αλλά και ως μέσο ψυχολογικής προσέγγισης των ηρώων του, ο Mustafa Kara χρησιμοποιεί με υπομονή τον κινηματογραφικό χρόνο για να προβάλει με αργούς ρυθμούς μια επώδυνη αναμέτρηση. Αυτή του δοκιμασμένου από τις κακουχίες και φτώχεια ανθρώπου τόσο με το απρόβλεπτο φυσικό στοιχείο όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Εναλλάσσοντας τα γενικά πλάνα παρατήρησης με τα κοντινά της εναγώνιας αναζήτησης και αναμονής ο σκηνοθέτης κινείται διαρκώς μέσα σε ένα ονειρικό και ομιχλώδες τοπίο, που εγκυμονεί κινδύνους αλλά κυοφορεί και την προσμονή μιας ελπίδας. Τα άρτια καδραρισμένα πλάνα και η εξαιρετική φωτογραφία συμβάλλουν εν πολλοίς στη δημιουργία της ατμόσφαιρας αυτής. Από την άλλη οι λιγοστοί σύντομοι διάλογοι κάνουν αισθητή την παρουσία τους, όταν εμφανίζονται, και δημιουργούν τριγμούς. Ο σημαντικότερος, στο μέσον περίπου της ταινίας, είναι αυτός του ήρωα με τη γυναίκα του, αποκαλυπτικός και δραματικός μαζί, που φωτίζει τον ήρωα και τη δράση του με ένα φως πιο ζεστό, σχεδόν λυτρωτικό. Η ταινία αποκτά μια πιο ανθρώπινη διάσταση μετά τη σκηνή αυτή.
Με τον κινηματογραφικό φακό στραμμένο κυρίως στη σκοτεινιασμένη από τη φτώχεια ανθρώπινη ύπαρξη, ο Mustafa Kara χτίζει στην ουσία μια παραβολή κοντά στο κινηματογραφικό ύφος του Béla Tarr αλλά και στην κινηματογραφική παράδοση της πατρίδας του. Ο ήρωάς του, ένας Δον Κιχώτης των ορέων, ψάχνοντας επίμονα για χρυσό, καταβάλλει απίστευτη σωματική προσπάθεια κυνηγώντας ένα όνειρο άπιαστο, προς πείσμα των πάντων αλλά και κάθε λογικής. Η τελευταία σκηνή, αν και ανοιχτή, πιθανόν και να τον δικαιώνει.
Η ταινία βραβεύτηκε με τη Χρυσή Τουλίπα (Εθνικό Διαγωνιστικό) και βραβείο ανδρικής ερμηνείας (για τον Haydar Şişman).
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]