barash.jpg

Barash, Michal Vinik
Ισραήλ. Σήμερα. Η 17χρονη Naama είναι μαθήτρια λυκείου και ζει τη ζωή μιας ανήσυχης εφηβείας, σε μια επαρχιακή πόλη. Νυχτερινές βόλτες με τις συμμαθήτριες της, γρήγοροι έρωτες, ναρκωτικά. Όταν στο σχολείο εμφανισθεί μια νέα συμμαθήτρια, η Dana, η ζωή της Naama ανατρέπεται. Η Dana έρχεται από τη μεγάλη πόλη, το Τελ Αβίβ και κουβαλά τις συνήθειές της. Σύντομα οι δύο κοπέλες αναγνωρίζουν η μία στην άλλη κάποιες εκλεκτικές συγγένειες. Καθώς η Dana συστήνει στη Naama ένα νέο στυλ ζωή, είναι η Naama που αλλάζει ξαφνικά κατεύθυνση. Η Naama συγκλονίζεται από έρωτα...
Ο σκηνοθέτης έχει στο κέντρο της αφήγησης ως δραματικό πρόσωπο την Naama. Σκιαγραφεί τις σχέσεις της με το οικογενειακό της περιβάλλον, αλλά κυρίως αποτυπώνει τις αντιφάσεις και τις δυσλειτουργίες της. Παράλληλα, όμως χαρτογραφεί και άλλες όψεις της κοινωνίας, όπως τη νεανική κουλτούρα αλλά και την LGBT κοινότητα. Πάντα όμως στο βάθος του πλάνου υπάρχουν οι “εξόριστοι της κεντρικής λεωφόρους”, Παλαιστίνιοι: η επαφή μαζί τους είναι απαγορευμένη -και γ' αυτό δίνει την αφορμή για ένα κωμικό επεισόδιο.
Σ' αυτήν την ιστορία ενηλικίωσης και ανακάλυψης της (σεξουαλικής) ταυτότητας, αν και το συναισθηματικό μέρος δεν παραλείπεται, είναι το κοινωνικό φόντο που μοιάζει να αποτελεί το κέντρο. Εδώ δεν υπάρχει η ισχυρή εστίαση στο ζευγάρι, όπως είχαμε δει στην ταινία Blue is the Warmest Color (Abdellatif Kechiche). Ό,τι περιγράφεται είναι μια οικογένεια (και μια κοινωνία) με δυσανεξία στο διαφορετικό. Και μια ηρωίδα που ζει τον έρωτα της ζωής (και τις απογοητεύσεις τους), έναν έρωτα διαφορετικό...
olli-maki.jpg
Hymyilevä mies (The Happiest Day in the Life of Olli Mäki), Juho Kuosmanen
Φιλανδία. Αρχές της δεκαετίας του 60. Ο Olli Mäki είναι πυγμάχος, πρωταθλητή Ευρώπης και ετοιμάζεται να δώσει τον αγώνα της ζωής του. Ετοιμάζεται να αγωνιστεί με τον παγκόσμιο πρωταθλητή της κατηγορίας “φτερού”, τον αφρο-αμερικάνο Davey Moore. Μαζί μ' αυτόν όμως θα αγωνιστεί και μια ολόκληρη χώρα. Ο Olli Mäki έρχεται από την επαρχία στην πρωτεύουσα για να προετοιμαστεί. Μέσα στο πλήθος των προπονητών, συναθλητών και συνοδών που τον ακολουθούν κατά πόδας υπάρχει και ένα πρόσωπο που έχει γι' αυτόν μια ιδιαίτερη σημασία. Ο Olli Mäki είναι ερωτευμένος με την συντοπίτισσα του Raija.
Κινηματογραφώντας σε ασπρόμαυρο 16mm φιλμ, ο σκηνοθέτης κολλάει την κινηματογραφική κάμερα πάνω στο πρόσωπο και το σώμα αυτού του αδύνατου κοντού άνδρα (που υποδύεται ο Jarkko Lahti). Στην πορεία του προς την ευτυχέστερη ημέρα της ζωής του -που είναι η ημέρα του αγώνα, η 17η Αυγούστου του 1962- ο ήρωας έχει να αντιπαλέψει μια σειρά από εμπόδια. Και είναι αυτά που παράγουν τις δραματικές εντάσεις. Ο έλεγχος του βάρους του σώματός του, η διαχείριση της ξαφνικής δημοσιότητας που διαταράσσει την ηρεμία του και τέλος, και σημαντικότερο όλων, τον έρωτα του για την Raija.
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί το πορτραίτο του ήρωα ως ενός μελαγχολικού, προσηλωμένου στους στόχους του άνδρα, ο οποίος ξαφνικά τοποθετείται προ ενός διλήμματος. Χρησιμοποιώντας τα στερεότυπα της πυγμαχικής ταινίας, ο σκηνοθέτης εστιάζει σε ό,τι θεωρείται ανδρικό: τη σωματική ρώμη, την αγωνιστικότητα, την υπέρβαση των εμποδίων, την κατάκτηση του στόχου, με όπλο το σώμα. Εδώ όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτά τα στερεότυπα παρακάμπτονται για να αποκαλυφθεί ό,τι κρύβεται στη σκοτεινή όψη της ανδρικής ταυτότητας: η ανδρική συναισθηματικότητα.
Υπάρχει λοιπόν κάτι ειρωνικό στον τίτλο της ταινίας, αλλά και βαθιά στοχαστικό. Σ' αυτήν, λοιπόν, την ανδρική ταινία είναι ο έρωτας που αποτελεί το διαφιλονικούμενο τρόπαιο. Και σ' αυτόν τον αγώνα ο Olli Mäki είναι ο νικητής...
united-states-of-love.jpg
Zjednoczone Stany Miłości (United States of Love), Tomasz Wasilewski
Με φόντο της πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που συγκλόνισαν την Πολωνία στα τέλη της δεκαετίας του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του 90 -δηλαδή την κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος και  την επιστροφή της ελεύθερης οικονομίας- η τρίτη ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη εστιάζει σε κάτι πολύ πιο προσωπικό: τον έρωτα τόσο στη σαρκική του εκδοχή -δηλαδή τον ερωτικό πόθο- όσο και στη λιγότερο σωματική.  Δεν είναι όμως μόνο ο έρωτας και η παρουσία του, αλλά παράλληλα και η απουσία του, δηλαδή η μοναξιά και οι πόνοι τη, η ανάγκη για αγάπη...
Η Agata είναι παντρεμένη σ' ένα γάμο χωρίς πάθος και μόνη της διέξοδος είναι η εκκλησία. Κρυφά  ερωτευμένη μ' ένα νεαρό καθολικό ιερέα και αδύναμη να εκφράσει τον έρωτα της, λόγω του ιερατικού σχήματος, η Agata εκτονώνει το ερωτικό της πάθος κάνοντας έρωτα με τον σύζυγό της. Η Iza είναι διευθύντρια του λυκείου και διατηρεί μια παράνομη σχέση με τον χήρο πατέρα μιας μαθήτριας της. Όταν αυτός απομακρύνεται συναισθηματικά και της ζητά να χωρίσουν, η Iza  θα εμπλέξει τη μαθήτρια της στις προσπάθειες για να τον κερδίσει ξανά. Η Renata τελεί υπό απόλυση: είναι καθηγήτρια μιας γλώσσας που στο νέο καθεστώς είναι άχρηστη, των Ρωσικών. Ζώντας μια μοναχική ζωή, στρέφει το ενδιαφέρον της προς τη νεαρή γοητευτική γειτόνισά της, τη Marzena, ο άνδρας της οποίας δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Το ανεκπλήρωτο όνειρο της Marzena είναι να γίνει μοντέλο: ξαφνικά της παρουσιάζεται μια ευκαιρία που θα μπορούσε να είναι και η τελευταία...
4 είναι τα κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης που η σκηνοθεσία παρακολουθεί. Για το κάθε πρόσωπο αφιερώνεται ένα ιδιαίτερο, και εν πολλοίς αυτόνομο τμήμα, ωστόσο οι αφηγηματικές γραμμές διασταυρώνονται και η μια ιστορία διαπερνά την άλλη. Σχεδιάζοντας αυτά τα 4 γυναικεία πορτραίτα, ο σκηνοθέτης τα συνδέει με ασθενείς και αδιόρατους δεσμούς και συσχετισμούς με το ευρύτερο κοινωνικό τοπίο και τις ραγδαίες αλλαγές που συμβαίνουν σ' αυτό.
Παρόλο το απόμακρο του σκηνοθετικού ύφους και τους ψυχρούς χρωματικούς τόνους της φωτογραφίας -υπεύθυνος της οποίας είναι ο Ρουμάνος Oleg Mutu-, τα πρόσωπα μοιάζει να φλέγονται από τον ερωτικό πόθο: τουλάχιστον στις 3 των 4 περιπτώσεων. Και αυτή η ένταση του ερωτικού πόθου δείχνει να διαχέεται και στα πρόσωπα του περίγυρου τους και να τα σημαδεύει: στο σύζυγο, τη μαθήτρια, τη γειτόνισσα.  Δεν είναι όμως ένας καθαρός ερωτικός πόθος: είναι κυρίως η μοναξιά που τα κυκλώνει και τα φυλακίζει.  Η απελπισία.
Γι' αυτό και ο ερωτικός πόθος είναι η έξοδος από αυτή τη φυλακή. Η ελπίδα τους για μια άλλη ζωή. Και η συντριβή της...
little-men.jpg
Little Men, Ira Sachs
Ιχνογράφημα μιας εφηβικής φιλίας, με φόντο τη μεσοαστική ζωή στη Νέα Υόρκη του σήμερα, είναι η ταινία του Αμερικάνου δημιουργού.
Κεντρικοί ήρωες είναι δύο συνομήλικοι 13χρονοι που ζουν στην Νέα Υόρκη. Ο Jake προέρχεται από μια οικογένεια διανοουμένων: ο πατέρας του είναι ηθοποιός και η μητέρα του ψυχολόγος. Ο Jake ασχολείται με το σχέδιο και θέλει να συνεχίσει σε καλλιτεχνικό λύκειο. Όταν ο παππούς του πεθαίνει η οικογένεια μετακομίζει στο σπίτι του στο Brooklyn. Εκεί ο Jake γνωρίζει τον Tony, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει ηθοποιός. Είναι ο γιος της Leonor, μιας χιλιανής μετανάστριας που νοικιάζει το από κάτω μαγαζί. Είναι καλοκαίρι και τα δύο αγόρια κάνουν παρέα -ποδόσφαιρο, βόλτες στα πάρκα, οι πρώτοι χοροί, τα φλερτ. Είναι η ζωή της πρώιμης εφηβείας. Όμως τη μεταξύ τους φιλία θα διαταράξει μια οικογενειακή οικονομική διαφορά. Η οικογένεια του Jake είναι οι ιδιοκτήτες του καταστήματος που νοικιάζει η μητέρα του Tony και η αύξηση του ενοικίου που ζητούν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Με την έξωση προ των θυρών, τα δύο αγόρια προσπαθούν να ανατρέψουν την κατάσταση..
Ο κόσμος της (ανδρικής) φιλίας έχει συχνά βρεθεί στο επίκεντρο της οπτικής του Ira Sachs, ωστόσο εδώ είναι οι επιρροές στον Ιαπωνα Yasujirô Ozu και στις ταινίες του με παιδιά που δίνουν τον τόνο. Έχοντας συνεχώς στο φόντο το τοπίο της αστικής ανάπτυξης και των επιπτώσεων που αυτή έχει στις ζωές των απλών ανθρώπων -δηλαδή τον εκτοπισμό και την αλλαγή της ζωής τους-, ο σκηνοθέτης εστιάζει στους 13χρονούς και τη μεταξύ τους σχέση. Τα προνόμια του βλέμματος όμως τα απονέμει στον Jake: αυτόν παρακολουθεί συνεχώς. Ακολουθώντας αφηγηματικές στρατηγικές παρόμοιες μ' αυτές του Ιάπωνα δασκάλου, μικρές λεπτομέρειες σχηματίζουν τα πορτραίτα των δύο ηρώων, τη σχέση τους, την οικογενειακή τους ζωής, αλλά και τροφοδοτούν τη δραματική πλοκή. Καμιά μελοδραματική ακρότητα δεν υπάρχει μέσα σ' αυτήν την ταινία, μόνο η παρατήρηση των ανθρώπων καθώς ζουν τις ζωές τους σε μια μεγαλούπολη. Και η σκιαγράφηση μιας εφηβικής καλοκαιρινής φιλίας. Που όπως όλες οι καλοκαιρινές φιλίες της εφηβείας, σύντομα θα χαθεί στη μνήμη και θα σβήσει...
agassi.jpg
Agassi (The Handmaiden), Park Chan-Wook
Διασκευάζοντας το μυθιστόρημα Fingersmith της Sarah Waters, ο Κορεάτης δημιουργός συναντά ξανά όλες του τις εμμονές του: σχέσεις με έντονα πάθη και συχνά σαδομαζοχιστικές εξαρτήσεις, τρόμος και έντονη σεξουαλικότητα.
Η δράση τοποθετείται τη δεκαετία του 30, στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα. Κεντρικές ηρωίδες είναι η υπηρέτρια Sookee (που υποδύεται η πρωοεμφανιζόμενη Kim Tae-ri) και η κυρία της, γιαπωνέζα αριστοκράτισσα Hideko -που υποδύεται η Kim Min-hee (Right Now, Wrong Then). Ζουν σ' ένα βικτοριανής αρχιτεκτονικής αρχοντικό, στην ύπαιθρο της Κορέας. Ωστόσο, η έντονη και γεμάτη σεξουαλικότητα σχέση τους υπονομεύεται από τον Κόμη Fujiwara, έναν Κορεάτη απατεώνα που εποφθαλμιά την περιουσία της Hideko. Αυτός είναι το αληθινό αφεντικό της Sookee, που ως υποχείριο του αποστολή της είναι να ελέγχει τη Hideko. Τέταρτο αλλά όχι ασήμαντης βαρύτητας πρόσωπο είναι ο Kouzuki, πάμπλουτος θείος της Hideko: το μοναδικό του πάθος είναι η συλλογή έργων ερωτικής λογοτεχνίας, την ανάγνωση των οποίων έχει αναθέσει στην ανιψιά του.
Τα παιχνίδια της σαγήνης και της σεξουαλικής γοητείας, συνομοσίες, εξαπατήσεις και αφηγήσεις: οι εντάσεις ενός θρίλερ είναι στο κέντρο. Γεμάτο αφηγηματικές ανατροπές, αυτή η ταινία εποχής είναι ένας φόρος τιμής, όχι μόνο στο γοτθικό μυθιστόρημα της βικτοριανής εποχής, αλλά και στην ερωτική λογοτεχνία: τόσο στην ευρωπαϊκή της εκδοχή (Μαρκήσιος Ντε Σαντ) όσο και την απωανατολική της, κυρίως ιαπωνική: τις ξυλογραφίες shunga . Παράλληλα, εστιάζοντας στα δύο θελκτικά γυναικεία σώματα, τα πάθη και τα μαρτύρια τους, ο Κορεάτης σκηνοθέτης μοιάζει να συνεχίζει την παράδοση των pinku, των ερωτικών ταινιών του ιαπωνικού σινεμά. Γεωμετρημένη τόσο ως προς την αφηγηματική της δομή, όσο και ως προς την σκηνοθεσία της, η ταινία διαθέτει μια εσωτερική συνοχή και όσο να ηχεί παράδοξο, οικονομία -κάτι είναι αλήθεια όχι ιδιαίτερα συχνό στη φιλμογραφία του κορεάτη δημιουργού.
Με μέσο τις δολιχοδρομίες της αφήγησης, τις δραματικές ανατροπές, τα πάθη αλλά και τις σαγήνες των δύο κεντρικών ηρωίδων, ο Park Chan-Wook παγιδεύει τον θεατή του στα δίκτυα της κινηματογραφικής αφήγησης: από αυτήν καμία απόδραση δεν είναι δυνατή πριν ο κινηματογραφικός χρόνος τερματίσει...
ma-loute.jpg
Ma Loute (Slack Bay), Bruno Dumont
Ακολουθώντας τη νέα του κλίση, με τη ζέση ενός νεοφώτιστου, ο Γάλλος δημιουργός ασκείται για δεύτερη φορά, μετά το P'tit Quinquin, στους τρόπους και τα μέσα της κωμωδίας.
1910. Καλοκαίρι. Σε μια ακτή της Βόρειας Γαλλίας, η άφιξη για διακοπές των Van Peteghem, μιας οικογένειας της ανώτερης τάξης, αναστατώνει του ντόπιους. Κυρίως όμως τον “Ma Loute ”, το γιο ενός βαρκάρη, μέλος της οικογενείας των Brufort : ο “Ma Loute ” γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο της Billie, της νεαρής κόρης της οικογένειας και αυτή ανταποκρίνεται. Όμως ένα κρυφό μυστικό μοιάζει να ρίχνει τη σκιά του και στους δύο ερωτευμένους. Για τον “Ma Loute ” είναι η οικογενειακή τους τάση για ανθρωποφαγία: παρέα με τον πατέρα του σκοτώνουν και καταβροχθίζουν τους τουρίστες. Για την Billie όμως, που αγνοεί τις διατροφικές συνήθειες του αγαπημένου της, το μυστικό είναι άλλο...
Και σ' αυτήν την ταινία του, ο σκηνοθέτης εστιάζει, ως συνήθως, στο αστυνομικό μυστήριο: είναι μια σειρά εξαφανίσεων που πρέπει να επιλυθούν. Το φόντο όμως είναι εδώ η ταξική διαίρεση, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της δραματικής πλοκής και την τροφοδοτεί διαρκώς με αντιθέσεις: από την μια πλευρά ο χώρος του Typhonium -ένα κτίσμα αναφορά στην αρχαία μνημειακή αιγυπτιακή αρχιτεκτονική- και από την άλλη το φτωχόσπιτο της οικογένειας Brufort.
Όπως είναι αναμενόμενο, η αφήγηση έχει στο κέντρο πρόσωπα με φυσιογνωμίες και συμπεριφορές ακραίες. Ακόμα και αν οι  φυσιογνωμίες δεν κατάγονται από τις επικράτειες του γκροτέσκο -κάτι που σίγουρα συμβαίνει με τους “σταρ” της ταινίας Fabrice Luchini, Juliette Binoche, Valeria Brni Tedeschi - είναι οι υποκριτικές συμπεριφορές των ηθοποιών, που υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια καρτουνίστικη αισθητική ή από την υποκριτική του βωβού: δηλαδή μια υποκριτική που επικεντρώνεται στη μεγέθυνση της έκφρασης του προσώπου.
Το κωμικό, λοιπόν, της ταινίας είναι καταρχάς ένα κωμικό του βωβού, το slapstick: ένα κωμικό που παράγεται από τα σώματα των ηθοποιών, τις κινήσεις τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους, από τις φυσιογνωμίες τους. Όμως είναι παράλληλα και ένα κωμικό της κατάστασης, που προκύπτει από τα συμβάντα, επικεντρωμένο στην επανάληψη και το παράδοξο. Και είναι αυτό, κυρίως, το σκοτεινό και μακάβριο στους τονισμούς του χιούμορ, που επιβάλλει εντέλει την ατμόσφαιρα στην ταινία....

Δημήτρης Μπάμπας