The Prayer, Cedric Kahn
Ο εικοσιδιάχρονος Τόμας είναι εξαρτημένος από τα ναρκωτικά. Στην προσπάθειά του να βάλει τέλος σε αυτή την εξάρτηση εντάσσεται σε μια κοινότητα πρώην εξαρτημένων, που ζει απομονωμένη στα βουνά και χρησιμοποιεί την προσευχή ως μέσο θεραπείας. Διστακτικά στην αρχή ο Τόμας δέχεται να υποβάλει τον εαυτό του σε μια σπαρτιάτικη ζωή γεμάτη πειθαρχία, εγκράτεια, σκληρή δουλειά και προσευχή. Ανακαλύπτει έτσι την πίστη αλλά και την αγάπη. Αλλά και ένα νέο είδος μαρτυρίου. H ταινία ξεκινάει με μία άφιξη και κλείνει με μία αναχώρηση από έναν τόπο μαγικής ομορφιάς, που συνιστά από μόνος του έναν από τους βασικούς χαρακτήρες. Ένα υψίπεδο στις γαλλικές Άλπεις περικυκλωμένο από βουνά, ένας τόπος απομόνωσης αλλά και αναλλοίωτης αιωνιότητας. Έχοντας στο επίκεντρο την ιστορία ενός αγοριού η ταινία παρακολουθεί ωστόσο και τις σχέσεις των μελών της κοινότητας, σχέσεις ισχυρές που εκπέμπουν συντροφικότητα και αδελφοσύνη. «Αυτό είναι ίσως και το πραγματικό θέμα της ταινίας ή ό,τι εγώ τουλάχιστον βρίσκω πιο συγκινητικό : η οικοδόμηση ανθρώπινων σχέσεων», δηλώνει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης, ο οποίος όντας αγνωστικιστής χρειάστηκε να κάνει ενδελεχή έρευνα για μια ταινία που έχει άμεση σχέση με την πίστη και τα θεραπευτικά μέσα που χρησιμοποιεί σε ανάλογες κλειστές κοινότητες. Την προσευχή, τη συνομιλία και κυρίως την ψαλμωδία. Την πίστη κινηματογραφικά προτιμάει ωστόσο να την προσεγγίσει μέσα από την αμφιβολία. «Τίποτα δεν επιβάλλεται στο θεατή» , δηλώνει σχετικά και συνεχίζει « ο θεατής αφήνεται να διαμορφώσει τη δική του γνώμη ακόμα και στην περίπτωση του θαύματος. Φρόντισα να κρατήσω την ιστορία σε ένα επίπεδο καθαρής λογικής και να αφήσω τις εικόνες να δημιουργήσουν μια αίσθηση ψευδαίσθησης και υποκειμενικότητας.»
Figlia mia (Daughter of mine), Laura Bispuri
Η δεκάχρονη Vittoria μεγαλώνει σε ένα χωριό της Σαρδηνίας, ανέγγιχτο από τον τουρισμό. Μια μέρα σε ένα ροντέο γνωρίζει την παρορμητική Angelica, που είναι εντελώς διαφορετική από τη μητέρα της, Tina. H μικρή δεν υποψιάζεται ότι ένα μυστικό συνδέει τις δύο γυναίκες. Η Tina δε βλέπει με καλό μάτι αυτή τη γνωριμία, αφού η γυναίκα που ζει ανέμελα σε μία φάρμα, συντροφιά με τα άλογα και τον πιστό της σκύλο δεν είναι άλλη από τη βιολογική μητέρα της Vittoria. Οικονομικές δυσκολίες θα αναγκάσουν την Angelica να αφήσει το νησί, οι συναντήσεις της ωστόσο με την κόρη της σταδιακά πληθαίνουν. Μαγνητισμένη από αυτή την ατρόμητη, ανεξάρτητη γυναίκα η Vittoria ξεκινάει μαζί της να ανακαλύπτει εκ νέου το νησί. Όπως και στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, το Vergine giurata, έτσι και εδώ η Laura Bispuri ακολουθεί την πρωταγωνίστριά της, ένα νεαρό κορίτσι που γνωρίζει, μιμείται και θέτει υπό αμφισβήτηση διαφορετικά μοντέλα ρόλων μέχρι να ανακαλύψει ποια πραγματικά είναι. Το ζεστό καλοκαιρινό φως της Σαρδηνίας τη συνοδεύει σε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι. To Figlia mia είναι η ιστορία ενός κοριτσιού διχασμένου ανάμεσα σε δύο μητέρες. Μια ιστορία για τις ατέλειες της μητρότητας, τα ακατανίκητα συναισθήματα που τη συνοδεύουν, τους αναπόφευκτους αλλά και τραυματικούς δεσμούς. Είναι ωστόσο και μια ιστορία που ανήκει παράλληλα και στους τρεις χαρακτήρες, γιαυτό δίνεται από τρεις οπτικές γωνίες. Ένα ταξίδι ωρίμανσης κατά το οποίο τρεις γυναίκες συναισθηματικά πληγωμένες αναζητούν, αγαπούν και μισούν η μία την άλλη για να αποδεχτούν τελικά τις αδυναμίες τους και να επαναπροσδιορίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Η σκηνοθέτις και σεναριογράφος της ταινίας δηλώνει « Ήθελα να θέσω κάποια διαχρονικά ερωτήματα για τη μητρότητα. Είναι δυνατόν να μεγαλώνει κανείς με περισσότερες από μια μητρικές φιγούρες; Και είναι ο φυσικός δεσμός με τη βιολογική σου μητέρα ισχυρότερος από αυτόν που σε συνδέει με το πρόσωπο που σε ανάθρεψε; Στόχος μου ήταν η αμφισβήτηση της ιδέας της τέλειας μητρότητας. Η ταινία ξεκινάει από το αρχαϊκό και έμφυτο μητρικό συναίσθημα αλλά στη συνέχεια περνάει σε κάτι πιο σύγχρονο, προσφέροντας μια νέα, διαφορετική οπτική σύμφωνα με την οποία και οι δυο γυναίκες είναι στην πραγματικότητα μητέρες της Vittoria.»
Toppen av ingenting (Top of Nothing) (The Real Estate), Axel Petersén & Mans Mansson
Έχοντας ζήσει μια άνετη ζωή χάρη στα μηνιαία επιδόματα του πατέρα της, η εξηνταοχτάχρονη Nojet κληρονομεί τελικά μια από τις πολυκατοικίες του στο κέντρο της Στοκχόλμης. Από τον ηλιόλουστο νότο αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα της,όπου όμως αντί μιας οργανωμένης κατάστασης την περιμένει το απόλυτο χάος. Ο ετεροθαλής αδελφός της και ο γιος του, ο οποίος το έχει ρίξει στο ποτό και σε άλλες κραιπάλες, δεν έχουν δείξει στο ενδιάμεσο διάστηματο παραμικρό ενδιαφέρον για το κληροδότημα. Το κτίριο είναι σε άθλια κατάσταση και οι ενοικιαστές του χωρίς νόμιμα συμβόλαια. Η Nojet ζητάει τη συμβουλή ενός παλιού φίλου, οικογενειακού δικηγόρου και μουσικού παραγωγού, που βρίσκεται εν μέσω διοργάνωσης μιας εκδήλωσης για άστεγους. Τη συμβουλεύει να πουλήσει το κτίριο σε κτηματομεσίτη. Ο τελευταίος φαίνεται αρχικά να ενδιαφέρεται αλλά η θεωρούμενη μελλοντική περιουσία της Nojet εξελίσσεται σιγά σιγά σε κατάρα. Στον πυρήνα του Toppen av ingenting βρίσκεται μια γυναίκα που ζει ακόμα στον κόσμο των παλιών καλών ημερών και αρνείται να παραδεχτεί ότι το πάρτυ τελείωσε. Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει φαντάζει στην ίδια σαν ένας σουρεάλ εφιάλτης. Κρατώντας για τον εαυτό της τον επιχειρηματικό ρόλο αλλά και αυτόν της μοιραίας γυναίκας η ηρωίδα αναλαμβάνει μόνη της τον αγώνα.Oι σκηνοθέτες δηλώνουν σχετικά: «Όλη η ταινία βασίζεται στην πρωταγωνίστρια. Το σενάριο γράφτηκε για αυτήν. Σταδιακά εξελίσσεται σε μυθική αγωνίστρια, μια Αμαζόνα, μια Βαλκυρία. Αυτή είναι η ταινία… Ό,τι συμβαίνει στη Στοκχόλμη, όσον αφορά τα ακίνητα, είναι διαστροφικό. Ήμασταν μια κοινωνία που θεωρούσε το σπίτι βασικό αγαθό για τον καθένα και σήμερα για να ζήσεις σ αυτή την πόλη πρέπει να είσαι ή πολύ πλούσιος ή να έχεις πλούσιους γονείς. Υπάρχει μια διαρκής πίεση που πνίγει τη δημιουργικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο σουηδικός κινηματογράφος ανθεί σε άλλες περιοχές της χώρας. Βλέποντας την κατάσταση των ακινήτων από μέσα, θέλαμε με την ταινία μας να φέρουμε κυριολεκτικά τα επάνω κάτω.»
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, κατάλογος Φεστιβάλ Βερολίνου, επιμέλεια Π.)