Τα προσωπικά ψεγάδια των δημιουργών δεν σπιλώνουν τα έργα τους, εκτός αν αυτά τα ίδια αποδεικνύουν το αντίθετο
της Manohla Dargis/ The New York Times
Το 1938, ένα μήνα μετά την επίθεση των ναζί εναντίον των Εβραίων, που έμεινε στην ιστορία ως «η νύχτα των κρυστάλλων», ο Γουόλτ Ντίσνεϊ συνόδευσε την αγαπημένη κινηματογραφίστρια του Χίτλερ, τη Λένι Ρίφενσταλ, σε μια περιοδεία στο κινηματογραφικό του στούντιο. Της έδειξε μερικά πρωτότυπα σκίτσα του Μίκυ Μάους και εκείνη προσφέρθηκε να του δείξει το φιλμ «Olympia», το προπαγανδιστικό ντοκιμαντέρ της για τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου του 1936. Ο Ντίσνεϊ αρνήθηκε, γιατί φοβήθηκε ότι θα φαινόταν υπερβολικά φιλόξενος σε μια γυναίκα που το Χόλιγουντ αντιπαθούσε. Στη βιογραφία του της Ρίφενσταλ, «Λένι», ο Στίβεν Μπαχ γράφει ότι, όταν εκείνη επέστρεψε στη Γερμανία, επαινούσε τον Ντίσνεϊ που τη δέχτηκε, λέγοντας ότι «ήταν πολύ ικανοποιητικό να μαθαίνεις πως οι αληθινοί Αμερικανοί δεν επηρεάζονται από τις ύπουλες εκστρατείες των Εβραίων».
Σκέφτηκα τον θείο Γουόλτ και τη συνάντησή του με τη Λένι τον περασμένο Μάιο, όταν, στη διάρκεια του Φεστιβάλ των Καννών, ο Δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ έκανε μπροστά σε πλήθος δημοσιογράφων εκείνες τις φοβερές δηλώσεις περί ναζισμού. Η καινούργια του ταινία, η «Μελαγχολία», είχε μόλις κάνει την πρεμιέρα της και έμελλε να του προσφέρει μερικές από τις καλύτερες κριτικές της καριέρας του. Από πολύ καιρό, όσοι τον παρακολουθούσαν έπρεπε να ξέρουν ότι ήταν ικανός να σαμποτάρει κάθε έκφραση καλής θέλησης προς το πρόσωπό του, και τελικά η στιγμή ήρθε όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε για τα «γοτθικά» χαρακτηριστικά των ταινιών του και αν θα μπορούσε να επεκταθεί πάνω σε παλιότερα σχόλια που έχει κάνει για τη ναζιστική αισθητική.
Οι ανοησίες άρχισαν να «αναβλύζουν» από το στόμα του. Είπε ότι αρχικά νόμιζε πως είναι Εβραίος και ότι ήταν «πολύ ευτυχισμένος γι’ αυτό». Και συνέχισε: «Επειτα ανακάλυψα πως ήμουν ναζί, ξέρετε, γιατί κατάγομαι από γερμανική οικογένεια», για να καταλήξει: «Καταλαβαίνω τον Χίτλερ, αλλά πιστεύω πως έκανε μερικά άσχημα πράγματα, οπωσδήποτε».
Οι πρωταγωνίστριές του, η Κίρστεν Ντανστ και η Σαρλότ Γκενσμπούρ, έδειχναν όλο και πιο ενοχλημένες. Εκείνος γέλασε και ύστερα από μερικές αμήχανες φράσεις («πώς μπορώ να βγω από αυτή την πρόταση;») αναστέναξε και είπε: «Εντάξει, λοιπόν, είμαι ναζί».
Το φεστιβάλ αμέσως χαρακτήρισε τον Τρίερ persona non grata. Η κριτική επιτροπή, ωστόσο, με επικεφαλής τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, κράτησε την ψυχραιμία της και απένειμε, δικαίως, στην Κίρστεν Ντανστ το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Εκτοτε η ταινία εξακολούθησε να κερδίζει επαίνους, μεταξύ άλλων και στο Φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ προβλήθηκε επίσης στο φετινό Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης μαζί με την ταινία που άνοιξε το φεστιβάλ, τον «Θεό της σφαγής». Αυτή η διασκευή του θεατρικού έργου της Γιασμίνα Ρεζά έχει σκηνοθετηθεί από τον Ρομάν Πολάνσκι, ο οποίος, όταν δεν συλλέγει βραβεία στην Ευρώπη, προκαλεί ακόμα οργή και νομικό ενδιαφέρον στην Αμερική, απ’ όπου το’ σκασε το 1978 αφού προηγουμένως δήλωσε ένοχος για ασέλγεια σε ένα 13χρονο κορίτσι.
Δεν είναι παράξενο που καμιά φορά νοσταλγώ τις παλιές καλές ημέρες, όταν οι περισσότεροι χολιγουντιανοί σκηνοθέτες ήταν ανώνυμοι τεχνίτες αντί για λατρεμένοι «δημιουργοί», οι οποίοι ενίοτε κάνουν και λένε τα πιο φρικαλέα πράγματα. Και οι οποίοι σε αναγκάζουν να συμφιλιώσεις την αγάπη σου για τη δουλειά τους με την απέχθεια για τα προσωπικά τους ψεγάδια.
Πολάνσκι και Τσάπλιν
Οταν η «Μελαγχολία» θα αρχίσει να προβάλλεται στην Αμερική, μπορεί να αναζωπυρωθούν οι συζητήσεις για τον Τρίερ. Και όποιος υποστηρίξει ότι απλώς επιδιώκει ψυχαναγκαστικά να τραβάει την προσοχή ή όποιος απορρίψει την ιδέα πως οι δηλώσεις ενός καλλιτέχνη αποτελούν την τελευταία λέξη για το έργο του, πρέπει να περιμένει επικρίσεις. «Είστε απολογήτρια του αντισημιτισμού», μου έγραψε ένας αναγνώστης μετά το ρεπορτάζ μου για την συνέντευξη Τύπου του Τρίερ. Είναι, λοιπόν, ναζί ο Τρίερ; Δεν έχω ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι οι ταινίες του, οι οποίες δεν είναι οχήματα ναζιστικής ιδεολογίας και αντισημιτισμού περισσότερο απ’ όσο οι ταινίες του Πολάνσκι είναι διαφημίσεις βιασμού και παιδοφιλίας.
Ο Ρομάν Πολάνσκι ανήκει σε εκείνη τη μακρά σειρά από ψεύτες, μοιχούς, σαδομαζοχιστές, βιαστές, παραβάτες όλων των ειδών, ακόμα και δολοφόνους, που έκαναν μεγάλο το Χόλιγουντ. Στον Τσάρλι Τσάπλιν άρεσαν τόσο πολύ τα μικρά κορίτσια, που οι τρεις από τις τέσσερις συζύγους του ήταν σε εφηβική ηλικία όταν τις παντρεύτηκε. Η Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ, τον καιρό της μεγάλης δόξας της (όταν κόμπαζε «έχουμε πιο πολλά αστέρια από τον ουρανό»), πρόσφερε «φωλιές οπίου» και χριστουγεννιάτικα όργια στους «δικούς» της. Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, όπως είδαμε, φιλοξένησε την ευνοούμενη του Χίτλερ. Το 1952, ο Ελία Καζάν κατέδωσε παλιούς συναδέλφους του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών και κατόπιν σκηνοθέτησε μερικές ταινίες για την προδοσία, ανάμεσά τους το «Λιμάνι της αγωνίας». Ενα κλασικό αριστούργημα.
Το να κρίνονται οι σκηνοθέτες παράλληλα με τις ταινίες τους είναι μια δημοφιλής ασχολία. Και είναι πράγματι διασκεδαστικό να παρακολουθείς τις αντιφατικές αντιδράσεις στα όσα ανόητα είπε ο Τρίερ ή να προσπαθείς να τα συνδέσεις με ένα υπέροχο έργο όπως η «Μελαγχολία». Το λάθος είναι να νομίζεις ότι τα δύο αυτά μπορούν να συμφιλιωθούν αντί να παραδεχτείς ότι ορισμένες αντιφάσεις παραμένουν άλυτες. Και αν η κατηγορία εναντίον του Τρίερ καταλήγει να είναι αδύναμη ενώ τα επιχειρήματα εναντίον της Ρίφενσταλ παραμένουν ισχυρά, αυτό συμβαίνει εξαιτίας των ορατών αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρουν οι ταινίες τους. Στον «Θρίαμβο της θέλησης» η Ρίφενσταλ (μαζί με τον Αλμπερτ Σπέερ, τον χιτλερικό αρχιτέκτονα που ο Τρίερ, ασυγχώρητα, εξύμνησε στο φεστιβάλ των Καννών) αξιοποίησε το ταλέντο της για προπαγανδιστικούς σκοπούς, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό ψέμα στο οποίο η ενοχή της έχει εγγραφεί σε κάθε κάδρο.
H KAΘHMEPINH 29-10-11