charlie.jpg
του J. Hoberman /International Herald Tribune

Ο Τσάρλι Τσάπλιν/ Charlie Chaplin  από μάγος που ήταν στην Αμερική, με μια ταινία έγινε απόβλητος. Ο μικρός αλητάκος ξαφνικά μεταμορφώθηκε στον κύριο Βερντού, κατά συρροή δολοφόνο που ξεπάντρευσε πλούσιες χήρες για να συντηρήσει τη δική του οικογένεια. Η ταινία τούτη – «Κύριος Βερντού» – πρόσφατα προβλήθηκε πάλι στη Νέα Υόρκη, αυτή τη φορά με τίτλο «Μια κωμωδία φόνων». Στην ταινία o Τσάπλιν αναποδογυρίζει ολόκληρο τον κόσμο που τον είχε κάνει αγαπητό.
Λογική προέκταση
Από Σαρλό, εδώ είναι ένας τίμιος υπάλληλος τραπέζης που το Μεγάλο Κραχ του 1929, τον οδηγεί στο φόνο. Kαταδικασμένος σε θάνατο δηλώνει ευθαρσώς ότι τα εγκλήματά του σε σύγκριση με αυτά του Δυτικού Πολιτισμού, είναι ένα τίποτα. «Συγκριτικά, ως κατά συρροή δολοφόνος, είμαι ερασιτέχνης». Ηταν η πρώτη μεταπολεμική ταινία, γυρισμένη το 1947, όταν (και αυτό είναι αξιοσημείωτο) ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμά του. Στο «Μεγάλο δικτάτορα» του 1940, είχε διακωμωδήσει τον Χίτλερ, στον «Κύριο Βερνεσί», σχολιάζει την ειρηνική σφαγή που φοβόταν ότι ακολουθεί. Ο Κλάουζεβιτς έχει πει ότι ο πόλεμος είναι η λογική προέκταση της διπλωματίας «για τον κ. Βερντού, ο φόνος είναι η λογική προέκταση αυτού που λέγεται μπίζνες», δήλωσε ο ίδιος. Ομως η ταινία είναι όπως γράφει ο Τζ. Χόμπερμαν στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» προέκταση του δικού του αισθήματος ότι ήταν θύμα.
Με ποια έννοια ήταν ο Τσάπλιν θύμα; Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπόλογος για δύο πράγματα, την ηθική του συμπεριφορά και τα πολιτικά πιστεύω του. Ο Τζον Ράνκιν, ένας Δημοκρατικός του Μισισιπί τον είχε καταγγείλει ως ένα κομμουνιστή, που ξεπλάνευε λευκά κορίτσια. Και πριν ακόμη την προβολή του «Κ. Βερντού», η αρθρογράφος του Χόλιγουντ Χέντα Χόπερ, είχε ζητήσει από τον Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, διευθυντή του FBI, να της παράσχει τα κατάλληλα στοιχεία για «να τον ξετινάξει». Ο Χούβερ, οπισθοχώρησε μολονότι είχε βαρύ φάκελο για τον Τσάπλιν, όπου κατηγορούνταν για σχέσεις με τους αριστερούς εμιγκρέδες, Χανς Αϊσλερ και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σε συνέντευξη Τύπου, την προηγούμενη της πρώτης προβολής της ταινίας, οι μισές ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν αφορούσαν στα πολιτικά πιστεύω του, αν έτρεφε συμπάθεια για τον κομμουνισμό και για τη σχέση του με τον Χανς Αϊσλερ, πρώτο στόχο της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Την επομένη οι κριτικές της ταινίας ήταν καταδικαστικές. Μία τον αποκαλούσε «προσβολή της ευφυΐας», αν και άλλες ήταν πιο ψύχραιμες συνιστώσες να μην αντιμετωπιστεί ως αστεία, αλλά ως σοβαρή. Οι προβολές κράτησαν μόνο ένα μήνα και όταν οι ιδιοκτήτες Ανεξαρτήτων Κινηματογράφων του Οχάιο ζήτησαν να απαγορευθεί η προβολή της σε όλη τη χώρα, η «Γκιουνάιτεντ Αρτιστς», την απέσυρε. Ο Ράνκιν ζήτησε την απέλαση του Τσάπλιν και ο ίδιος βλέποντας διασύνδεση της ταινίας με επικείμενη πρόσκλησή του για απολογία στην επιτροπή, έστειλε τηλεγράφημα λέγοντας ότι η ταινία είναι ενάντια στον πόλεμο και στην αναίτια σφαγή και ότι ο ίδιος δίχως να είναι κομμουνιστής είναι φιλειρηνιστής.
Η ταινία ξαναπροβλήθηκε μόλις το 1964 (με λίγους μήνες διαφορά από την αποκαλυπτική σάτιρα του Κιούμπρικ «Δρ Στρέιντζ λαβ»), όταν πια ο Τσάπλιν ζούσε αποσυρμένος στην Ελβετία και τότε γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Κάτι τολμηρότερο
Εάν και σήμερα είναι επίκαιρη, αυτό οφείλεται λιγότερο στην πολιτική της θέση και περισσότερο στην αντιηρωική της στάση. Στον «Μεγάλο δικτάτορα», ο Τσάπλιν σατίριζε τον Χίτλερ, μεταμορφώνοντάς τον στον μιαρό αλητάκο. Στον «Κύριο Βερντού», κάνει κάτι πολύ τολμηρότερο. Κοινωνικοποιεί τον κατά συρροήν δολοφόνο και κατ’ επέκτασιν καταγγέλλει την κοινωνία ως υπεύθυνη, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει ο κύριος Βερντού. Στην τελευταία σκηνή αποχωρεί με το χαρακτηριστικό βάδισμα του Σαρλό.

* Ο J. Hoberman είναι κινηματογραφικός κριτικός της εφημερίδας The Village Voice.

 

 

 


H KAΘHMEPINH Hμερομηνία : 22-08-2008