Οταν τα φώτα σβήνουν, αισθάνομαι πάντα σαν την πρώτη φορά, εξομολογείται ο Φίλιπ Φρεντς, «Κριτικός της χρονιάς» στη Βρετανία
του Philip French/ The Observer
Σαν σήμερα πριν από σαράντα έξι χρόνια παρέδωσα την πρώτη κινηματογραφική κριτική μου στα γραφεία του «Ομπζέρβερ», που βρίσκονταν τότε στην Τιούντορ Στριτ. Αντικαθιστούσα την Πένελοπ Γκίλιατ, την τρίτη κινηματογραφική κριτικό της εφημερίδας σε σαράντα χρόνια. Περίμενα να βρεθώ σε κάποια πολυθόρυβη αίθουσα γεμάτη δημοσιογράφους, αντ' αυτού όμως με οδήγησαν σε ένα ήσυχο γραφείο όπου, σε λίγο, ήρθε ο Τέρι Κιλμάρτιν, ένας ψηλός, όμορφος Ιρλανδός, που ήταν αρχισυντάκτης λογοτεχνίας και τέχνης από το 1946. Ηταν γαλλόφωνος, γνωστός ως εξαιρετικός μεταφραστής και μελετητής του Προυστ, είχε περάσει τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ομάδα Ειδικών Αποστολών και υπήρχε η φήμη ότι είχε σώσει τη ζωή του διευθυντή της εφημερίδας, Ντέιβιντ Αστορ, στη διάρκεια μιας επιχείρησης πίσω από τις γραμμές των Γερμανών στη νοτιανατολική Γαλλία, λίγο μετά την D-Day.
Γεμάτος άγχος
Για μένα, η συνάντηση αυτή ήταν το ίδιο αγχώδης όσο εκείνη στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» για τον Γούντγουορντ και τον Μπέρνστιν, όταν ο Μπεν Μπράντλι, ο αρχισυντάκτης της «Ουάσιγκτον Ποστ», διάβαζε το κομμάτι που μόλις είχαν γράψει για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Σαν τον Μπράντλι, ο Κιλμάρτιν πήρε ένα μολύβι, αλλά αντί να μουτζουρώσει το χαρτί και να διαγράψει φράσεις, άρχισε σιγά σιγά να ετοιμάζει το κείμενο για το τυπογραφείο, ενίοτε μουρμουρίζοντας καθώς μου εφιστούσε την προσοχή σε κάποιο σημείο.
Στο κάτω κάτω, το κομμάτι μου δεν προοριζόταν να βάλει φωτιά στον Λευκό Οίκο. Ηταν απλώς μια κριτική δύο ήδη ξεχασμένων σήμερα ταινιών (αν και όχι από μένα), ενός βρετανικού θρίλερ με τίτλο «The Small world of Sammy Lee» και του «Come fly with me», μιας ρομαντικής κομεντί με αεροσυνοδούς. Ο Κιλμάρτιν έσκασε ένα μικρό χαμόγελο -επιδοκιμασίας, μου φάνηκε- που το προκάλεσε η φράση από ένα κείμενο του Λάιονελ Τρίλινγκ για τη «Λολίτα», που είχα περιλάβει στην κριτική του «Come fly with me». Αυτό επιβεβαίωσε την πεποίθησή μου πως ο «Ομπζέρβερ» ήταν το φυσικό σπίτι μου.
Στο τέλος, ο Κιλμάρτιν σηκώθηκε, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε συμπονετικά: «Πέρασες δύσκολη εβδομάδα, έτσι;». Το απόγευμα της επόμενης μέρας, όταν πήγα να διαβάσω τα τυπογραφικά δοκίμια, με σύστησε σε διάφορους συναδέλφους και πήγαμε για ένα ποτό στο El Vino, στη Φλιτ Στριτ. Ηταν, για να θυμηθώ τον Ρικ Μπλέιν στην Καζαμπλάνκα, η αρχή μιας όμορφης φιλίας μ' έναν άνθρωπο και μια εφημερίδα.
«Καθιστική δουλειά»
Το να είσαι κριτικός κινηματογράφου είναι καθιστική δουλειά: πρώτα κάθεσαι με τις ώρες στα σκοτεινά, έπειτα κάθεσαι μόνος κι άλλες ώρες στο γραφείο, πληρώνοντας με λέξεις τις ένοχες απολαύσεις που σου έδωσαν οι εικόνες.
Ως έφηβος, ονειρευόμουν μια πιο δραστήρια ζωή, ως σκληροτράχηλος ρεπόρτερ που θα έστελνε στις εφημερίδες ανταποκρίσεις από ταραγμένα μέρη του κόσμου. Η φιλοδοξία του φίλου και συμμαθητή μου Μάικλ Κοξ ήταν να γράφει ωραίους στίχους σε μικρά περιοδικά.
Οταν φτάσαμε τα 30, εκείνος ήταν παραγωγός του δημοφιλούς σίριαλ Coronation Street, ενώ εγώ έκανα την επιμέλεια μιας καλλιτεχνικής εκπομπής του Τρίτου Προγράμματος του BBC με σχεδόν μηδενική ακροαματικότητα. Στο ενδιάμεσο διάστημα, είχα πάρει την καλύτερη συμβουλή που μου προσφέρθηκε ποτέ. Το 1958, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού People, στον οποίο είχα κάνει αίτηση για δουλειά, με προσκάλεσε για ένα τσάι. Παρατηρώντας τη διστακτικότητά μου, την έλλειψη άνεσης στην ομιλία και την κάπως συγκρατημένη συμπεριφορά μου, είπε: «Ξέρεις, δεν νομίζω ότι είσαι άνθρωπος για να αποσπά πληροφορίες από τον κόσμο βάζοντας το πόδι στην πόρτα. Είσαι πιο κατάλληλος για να γράφεις σε μια σοβαρή, ποιοτική εφημερίδα». Ηταν μια νηφάλια, βαθύτατα χρήσιμη για μένα παρατήρηση.
Συναρπαστικό ταξίδι
Ετσι, αντί να επιδοθώ σε παράτολμες αποστολές σε επικίνδυνα μέρη, έκανα καλά οργανωμένα ταξίδια σε πεπατημένους προορισμούς, αποκτώντας εμπειρίες ζωής μέσα από την οθόνη και γυρίζοντας τον κόσμο για να παρακολουθήσω φεστιβάλ, να μιλήσω σε συνέδρια και να πάρω συνεντεύξεις από ανθρώπους του κινηματογράφου, αν και σπανίως από αστέρες.
Στο σύνολό του, αυτό αποδείχτηκε αρκετά συναρπαστικό, διασκεδαστικό και πνευματικά τονωτικό. Οι Κάννες, βέβαια, ήταν για πολλά χρόνια ο πιο τακτικός προορισμός μου, και κατά καλή μου τύχη υπήρξα ένας από τους τρεις Βρετανούς κριτικούς που πήραν μέρος στην επιτροπή του φεστιβάλ: το 1986, όταν πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Σίντνεϊ Πόλακ και στους κριτές περιλαμβάνονταν ο Σαρλ Αζναβούρ και ο μεγάλος σκηνογράφος Αλεξάντρ Τράουμερ.
Από τον Τράουμερ άκουσα από πρώτο χέρι για τη ζωή του ως Εβραίου φυγάδα στη διάρκεια της κατοχής, όταν κατέβαινε λαθραία από τους λόφους της Προβηγκίας τη νύχτα, παίζοντας κρυφτό με τους Γερμανούς φρουρούς, για να πάει να επιθεωρήσει τα σκηνικά του στα «Παιδιά του Παραδείσου», στο στούντιο Βικτορίν έξω από τη Νίκαια.
Το πιο παράξενο φεστιβάλ που έχω παρακολουθήσει ήταν το Nordisk Film Festival, τη χρονιά που έγινε στο Νουκ, πρωτεύουσα της Γροιλανδίας. Επειδή δεν μπορούσα να ταξιδέψω με προγραμματισμένη πτήση, το Νορβηγικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο κανόνισε μια διαδρομή πέντε σταθμών - Δανία, Ισλανδία, ανατολική Γροιλανδία, μια στάση στα βόρεια του Αρκτικού Κύκλου, όπου περίμενε το «ταξί», ένα έλκηθρο που το έσερνε μια διμοιρία σκυλιών χάσκι, και που με πήγε τελικά στη Νουκ. Ολοι οι Γροιλανδοί φορούσαν επίσημο ένδυμα το βράδυ της δεξίωσης (άσπρο άνορακ και μαύρο παντελόνι) και ο πρόεδρος του φεστιβάλ στην ομιλία του ευχαρίστησε εμένα κι έναν κριτικό του Hollywood Reporter για την παρουσία μας εκεί.
Συναντήσεις με είδωλα
Εκτός από το 1986 στις Κάννες, το πιο αξέχαστο φεστιβάλ μου ήταν στο Νέο Δελχί, το 1977. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον ήρωά μου, τον Σατατζίτ Ράι, όταν ήρθε στο ξενοδοχείο μου ένα απόγευμα. Τον είχα ρωτήσει αν μπορούσε να με συναντήσει κι εκείνος το χρησιμοποίησε σαν δικαιολογία για να δραπετεύσει από μια γυναίκα που του έπαιρνε συνέντευξη χωρίς να έχει δει ποτέ ταινία του ή να έχει διαβάσει μια λέξη γι' αυτόν. Ο μεγάλος Ινδός σκηνοθέτης, ένας τζέντλεμαν που ανεχόταν υπομονετικά κάθε λογής ανόητους, δεν έβρισκε τρόπο να της πει να σηκωθεί να φύγει.
Στη διάρκεια του φεστιβάλ, με προσκάλεσαν για ένα ταξίδι στην Αγκρα μαζί με τον Ράι, τον Ακίρα Κουροσάβα, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Ελία Καζάν. Ομολογώ πως βρήκα την παρέα τους τουλάχιστον εξίσου συναρπαστική με την πρώτη φορά που είδα το Ταζ Μαχάλ. Μερικοί πιθανόν να το θεωρήσουν αυτό ως ακραίο παράδειγμα της απο-ευαισθητοποίησης που πλήττει όσους περνούν όλη τη ζωή τους στο σινεμά.
Οπως 72 χρόνια πριν...
Οπως και να 'ναι, εδώ βρίσκομαι, κάποτε ο νεαρότερος κριτικός στη Φλιτ Στριτ, τώρα ο γηραιότερος απ' όσους γράφουν σε εθνικής εμβέλειας εφημερίδα, έχοντας τιμηθεί με την τελευταία, πιθανόν, διάκριση της διαδρομής μου. Κάθε εβδομάδα, παρουσιάζω τρεις ή τέσσερις φορές περισσότερες ταινίες απ' όσες τότε, πριν από 46 χρόνια, όταν αντικατέστησα την Πένελοπ Γκίλιατ. Αισθάνομαι ακόμα την ίδια σαγήνη όταν τα φώτα σβήνουν, όπως όταν πήγα σε κινηματογράφο για πρώτη φορά, πριν από 72 χρόνια. Και πέφτω πάνω σε καινούργια βιβλία για το σινεμά με την ίδια ευχαρίστηση που εκφράζει ο Φρανσουά Τριφό, όταν, ερμηνεύοντας τον σκηνοθέτη στην όμορφη ταινία του «Η αμερικανική νύχτα», ανοίγει ένα πακέτο με τέτοια βιβλία. Ενα από τα βιβλία του πακέτου περιείχε ένα άρθρο που είχα γράψει για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Οι ετυμηγορίες του Φίλιπ Φρεντς για τον κινηματογράφο
- Η καλή κριτική για την οποία μετανιώνω περισσότερο
Υπερεκτίμησα πολλές ταινίες (π.χ. «Τομ Τζόουνς», «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»), αλλά οι απόψεις μου αντανακλούσαν την άμεση εμπειρία.
- Η κακή κριτική για την οποία μετανιώνω περισσότερο
Το φιλμ του Σέρτζιο Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια» (έκανα καιρό να εκτιμήσω τα σπαγγέτι γουέστερν, αλλά έχω με ευχαρίστηση αυτοταπεινωθεί ομολογώντας το σφάλμα μου). Το «International Velvet» του Μπράιαν Φορμπς (η κριτική μου ήταν σκληρή).
- Η ταινία που άξιζε λιγότερο τον έπαινο
«Φόρεστ Γκαμπ».
- Η ταινία που άξιζε λιγότερο τα πυρά της κριτικής
«Heaven's Gate», ένα κορυφαίο αριστούργημα.
- Οι πιο αστείες ταινίες που έχω δει
Ο «Χρυσοθήρας» του Τσάπλιν (σε ηλικία πέντε ετών), «Μια νύχτα στην όπερα» (10), «Ο 13ος κληρονόμος» (15), «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (26), «Νευρικός εραστής» (44) «Dead Men Don't Wear Plaid« (50), «Η μέρα της μαρμότας» (60).
- Ταινίες που με έκαναν να βαρεθώ
Ο Ταρκόφσκι και ο ύστερος Μπρεσόν μου προκάλεσαν πολλή πλήξη, αλλά τους θεωρώ μεγάλους δασκάλους και έχουν αποτυπώσει ανεξίτηλες εικόνες στο μυαλό μου.
- Η καλύτερη δεκαετία του κινηματογράφου
Η δεκαετία του '60: Φελίνι, Αντονιόνι, Βισκόντι, Μπέργκμαν, Κουροσάβα, Ρόζι, Κιούμπρικ, Λόουζι, Μπουνιουέλ, Πέκινπα, Φρανκενχάιμερ, το Νέο Κύμα κ.ο.κ. Ευλογημένα χρόνια...
- Η χειρότερη δεκαετία του σινεμά
Η δεκαετία του '90, ενώ συμπληρωνόταν η εκατονταετία του κινηματογράφου, ήταν λιγάκι βαρετή. Κάθε χρονιά όμως έβγαιναν καμιά δεκαριά αξιόλογες ταινίες, κάτι που δύσκολα θα το έλεγε κάποιος για οποιαδήποτε θεατρική δεκαετία του 19ου αιώνα.
H KAΘHMEPINH
Hμερομηνία : 17-05-2009