του Νικου Γ. Ξυδακη
Είχα πολύ καιρό ν' ακούσω χειροκροτήματα σε κινηματογραφική αίθουσα εκτός φεστιβάλ -από τον καιρό του Στούντιο, της Αλκυονίδας, των προβολών της Ταινιοθήκης. Kι όμως, το 2001, σε κεντρική αίθουσα των Αθηνών, πλάι στα νάιλον μεγαθήρια του Χόλιγουντ, τα χειροκροτήματα τα κερδίζει ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ: η «Αγέλαστος πέτρα» του Φίλιππου Kουτσαφτή.
Γιατί χειροκροτεί το κοινό, το μπουκωμένο κατά τα άλλα με οσκαρούχους κλώνους; Το διότι δεν είναι ένα και δεν είναι απλό -όσο κι αν η κυριότερη αρετή της ταινίας του Kουτσαφτή είναι η απλότητα. Νομίζω όμως ότι δεν θα έπεφτα έξω αν προέτασσα ένα διότι: οι θεατές χειροκροτούν διότι η ταινία τούς αφορά• αφορά τη ζωή τους.
Τους αφορά η Ελευσίνα; Ναι. Ο Kουτσαφτής αφηγείται απλά, χαμηλόφωνα, μια μερική περίπτωση, την περίπτωση μιας πόλης που σκεπάζει τα ερείπια της μνήμης της, που διώχνει τα αρχαία και σωρεύει τσιμινιέρες. Kαι σταδιακά, ξετυλίγοντας ένα κινηματογραφικό βλέμμα που διαρκεί δεκαοκτώ (!) πραγματικά χρόνια, από το μερικό, από την περίπτωση και τον τόπο Ελευσίνα, φτάνει αβίαστα στο γενικό: στον Ανθρωπο, τον Τόπο, τον Χρόνο, τη Μνήμη, το Θάνατο. Δηλαδή, φτάνει σε αυτά που πραγματεύεται κάθε συνεπές έργο τέχνης, όσα παιδεύουν κάθε άνθρωπο.
Από αυτή την άποψη, η ελεγεία του Kουτσαφτή για την πανανθρώπινη Ελευσίνα μοιάζει με τις ελεγείες ενός άλλου έκκεντρου κινηματογραφιστή, του Δήμου Αβδελιώδη, για τη γενέθλια νήσο του, τη Χίο, που αναδύεται συγκλονιστική και οικουμενική, και αφορά όποιον υπήρξε παιδί. Αυτή η προσήλωση στο τοπικό και προσωπικό, στο μοριακό που μεγεθύνεται και τρανώνει, είναι έκφραση μιας νέας ευαισθησίας, χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του καιρού μας. Με χαμένο το κέντρο το κόσμου, με αποκηρυγμένα τα σύμβολα και τις αξίες που στήριξαν αυτό τον κόσμο, με βίαιες ανατροπές στον τρόπο που βιώνουμε τον χρόνο και τον χώρο, στο πώς εννοούμε την πρόοδο και την κοινωνική ένταξη, πώς προσεγγίζουμε την εργασία και τον πλούτο, πολλοί άνθρωποι ξαναβλέπουν την ιστορία όχι σαν σώρευση ύλης και ισχύος, αλλά σαν μια πολυποίκιλτη ύφανση όπου πλέκονται βιώματα, μνήμες, μυστικές διάρκειες, μεταβάσεις, ερείπια, τάφοι και γέλια.
Ο Kουτσαφτής παίρνει όσα παραπάνω ακούγονται βαρύγδουπα, και τα μεταποιεί σε μια αέρινη, πικρόγλυκη ελεγεία πάνω και γύρω από τα ερείπια. Το αφήγημά του, υπό μορφήν ημερολογίου, παρακολουθεί ακαταπαύστως τον άνθρωπο: τον σαλό πρωταγωνιστή Παναγιώτη Φαρμάκη, συνάντηση Παπαδιαμάντη και Ταρκόφσκι, ο οποίος ξεστομίζει το συνταρακτικό «ζω πάνω στη γη, κάτω απ' τα σύννεφα»• τον Ιωνα πρόφυγα Ισάακ που παρομοίως φιλοσοφεί «μουσαφιραίοι είμαστε στη ζωή»• τον αρχαιοφύλακα που μιλά για τον πετροκότσυφα, το φίδι, το λαγό, σαν να 'ναι συγγενείς του• τις γυναίκες που προσφέρουν κόλλυβα και άρτους στην Παναγία-Δήμητρα και κηδεύουν τον ανέστιο σαλό φορώντας του γαμπριάτικο στεφάνι.
Ανάμεσα στα ερείπια και πάνω σ' αυτά, πλάι σε ταφικές λάρνακες και παιδικά μνήματα, οι άνθρωποι πεθαίνουν ήσυχα, αφήνοντας ένα και μόνο ελάχιστο ίχνος από το πέρασμά τους: τα κτερίσματα του ήθους τους -μια περικεφαλαία ιππέως, ένα παιχνίδι, το διαβατάρικο νόμισμα οπωσδήποτε. Σκιάς όναρ άνθρωπος, ο Πίνδαρος• πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σκιά, ο Ιωάννης Δαμασκηνός -μέσα απ' την τέφρα των τσιμεντάδικων και των ναυπηγείων, μες στις σκιές των ιερών και των τελεστηρίων, αναβλύζουν τα χαμόγελα των κοριτσιών της σημερινής Ελευσίνας.
Πιστεύω ότι ο πυρήνας της «Αγελάστου πέτρας» δεν είναι η πόλη Ελευσίνα, ούτε καν οι μεταμορφώσεις του πιο ιερού τόπου της αρχαιότητας, αλλά το πόσο ίδιοι παραμένουν οι άνθρωποι ενώπιον της ζωής και του θανάτου. Αυτός ο πυρήνας συνεγείρει το κοινό που συγκινείται, στοχάζεται, και χειροκροτεί. Σε αυτή την ανανωμένη ευαισθησία ενώπιον του χρόνου και της σβησμένης μνήμης, ενώπιον της γης και των μυστικών της, απαντά ο καλλιτέχνης. Από αυτή την ευαισθησία, του μικρού αιώνιου, αντλεί και σε αυτήν επιστρέφει. Χωρίς ανώφελους θρήνους για ό,τι χάνεται, μόνο με ουσιώδες, ωφέλιμο πένθος• και μ' ένα χάδι παρηγορητικό της κάμερας προς τα παιδιά, τους νέους γονείς, τα νιάτα, τη ζωή που επιμόνως ανατέλλει: το μέλλον χτίζεται με τα ερείπιά μας.
H KAΘHMEPINH 01-04-01