(Ή, γιατί χάσαμε τη μάχη αλλά όχι τον πόλεμο)
(μια ανάρτηση στο Facebook)
Τέλης Σαμαντάς
Ανάρτηση στις 19 Δεκεμβρίου 2016
Γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1911, στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Ένα από τα οχτώ παιδιά της Berthe Vogel και του Samuel Dassin, μιας ουκρανικής και πολωνεβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν κουρέας. Μεγάλωσε στο Χάρλεμ και στο Μπρονξ. Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ το 1930 για να το εγκαταλείψει το 1939, μετά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότωφ. Από νεαρός στράφηκε στο θέατρο και –κυρίως- στον κινηματογράφο. Εντυπωσίασε με τις πρώτες ταινίες του, που δημιούργησαν ένα νέο «υποείδος» του φιλμ-νουάρ: το «heist film» - την αφήγηση του αποτελέσματος μιας –αποτυχημένης, συνήθως- εγκληματικής ενέργειας, δίνοντας βάθος στις προσωπικότητες και τις ψυχολογίες των πρωταγωνιστών του. (Brute Force (1947), The Naked City (1948), Thieves' Highway (1949). Παρά την απομάκρυνση του από το Κ. Κ. τον έβαλαν στη «μαύρη λίστα» των αντικομμουνιστικών διώξεων της εποχής Μακάρθυ. Το 1948 ο παραγωγός Darryl F. Zanuck τον ενημέρωσε πως έχει μπει στη «μαύρη λίστα» και πως θα «έπρεπε να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, αν ήθελε τη δουλειά του». Ο Ντασέν αρνήθηκε να πάει να καταθέσει στην Επιτροπή Ανταμερικανικών Ενεργειών του Μακάρθυ. Ως αποτέλεσμα του απαγορεύτηκε η είσοδος στα στούντιο. (Την περίοδο εκείνη μοντάριζε το «Η Νύχτα και η Πόλη»). Για χρόνια, καταδιώχθηκε απηνώς, την περίοδο του ψυχρού πολέμου, παρά τη μετακόμιση του στην Ευρώπη.
Γύρω στο 1955 ανακάλυψε την Ελλάδα –και τη Μελίνα Μερκούρη. Έγινε φιλέλληνας με την έννοια του (θετικού) «καζαντζακισμού». Σκηνοθέτησε το «Ποτέ την Κυριακή» (1960), τη «Φαίδρα» (1962), το «Τοπ Καπί» (1962).
Με την επιβολή της δικτατορίας αντιστάθηκε σθεναρά στη διεθνή εικόνα που θέλησαν να εμφανίσουν οι έλληνες συνταγματάρχες. Τους αντιμετώπισε σε κάθε διεθνές πεδίο και μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη βοήθησε όσο λίγοι και τους ντόπιους βασανισμένους και τους εξόριστους καταδιωγμένους της χούντας.
Μετά τη Μεταπολίτευση και όταν έγινε υπουργός Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ η Μελίνα ήταν αυτός που την κατεύθυνε, παρασκηνιακώς –και ταυτοχρόνως τη συγκρατούσε από τον άκρατο λαϊκισμό της εποχής. Προσπάθησε να υποστηρίξει πως αντί για «κάθε χωριό και στάδιο – κάθε χωριό και θέατρο», καλύτερο θα ήταν πέντε- έξι μεγαλύτερα πολιτιστιστικά κέντρα. Απέτυχε παταγωδώς: Κυριάρχησε –χάρη στον Αντρέα και την πολιτιστική θεωρία του- η πασοκική αντίληψη του πελατειακού κράτους.: «Μπρεχτ να’ ναι κι όπου να ‘ναι».
Κατά τον θάνατο του, στις 31 Μαρτίου του 2008 ολόκληρη η πολιτική και «πολιτιστική» ηγεσία της χώρας εξέφρασε τη «βαθειά θλίψη» της για την «απώλεια ενός μεγάλου φίλου της Ελλάδας».
ΥΓ. Τον Ζυλ Ντασέν/ Jules Dassin τον είχα συναντήσει αρκετές φορές. Είτε ως επικεφαλής του πολιτιστικού της τότε «Αυγής» είτε ως Γραμματέας της «αχτίδας» Πολιτισμού του ΚΚΕ Εσωτερικού. Πάντα μου έκανε εντύπωση η σύμπτωση των απόψεων μας εναντίον του –ήδη από τότε- διαχεόμενου λαϊκισμού –πλην Μελίνας…. Και –ακριβώς εδώ είναι το περίεργο, ας πούμε: Πώς ένας σπουδαίος σκηνοθέτης πήρε την κατιούσα όχι μόνο γιατί οι «δικοί του τον πρόδωσαν (Αρνιόταν πάντα να μιλήσει για τη στάση του Ελία Καζάν) αλλά και γιατί οι καινούργιες του αγάπες δεν του πρόσφεραν, τότε που έπρεπε, τη χαρά που επιθυμούσε. Τις έχασε όλες σχεδόν τις μάχες.
Ίσως όχι τον πόλεμο, που λέμε.
Γι αυτό, άλλωστε τον αγαπάμε – και τον τιμούμε.
Τέλος: Αν έχετε χρόνο δείτε –ή ξαναδείτε- το Night and the City. Άν δεν το έχετε και μόνο η αρχική σκηνή του καταδιωκόμενου Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ που σκύβει να αρπάξει ένα λουλούδι πεταγμένο στο δρόμο για να το βάλει στο πέτο του, αξίζει τον κόπο.
* Ο Τέλης Σαμαντάς υπήρξε ένας εκ των συντελεστών στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», υπεύθυνος πολιτισμού στην εφημερίδα «Αυγή», υπεύθυνος δημοσιογραφικής έρευνας στην πολιτιστική εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο», διευθυντής σύνταξης στον «Ταχυδρόμο», διευθυντής στο περιοδικό «Το Τέταρτο», διευθυντής, για 16 χρόνια, του περιοδικού «Αθηνόραμα».