του Νίκου Γ. Ξυδάκη
Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου προκάλεσε αναρίθμητες ερμηνείες και συγκρούσεις, ιδίως εντός συνόρων, όπου είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολέμιους ― διότι στο εξωτερικό ήταν ευρέως αποδεκτός, και σεβαστός. Πώς αλλιώς όμως; Ο Αγγελόπουλος εικονογράφησε κυρίως την Ελλάδα, με μελαγχολικές ελεγείες και βαριά φορτία συμβολισμών, με ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα των συναισθημάτων. Η Ελλάδα του είναι μια χώρα μυθική που κείτεται στις στάχτες της ήττας και της διάψευσης, βουλιάζει στην απώλεια, είναι μια χώρα ήττας και πικρού αναστοχασμού. Από τα ’70s της Αναπαράστασης και του Θίασου, την Ελλάδα του Εμφυλίου, έως τα σκοτεινά τούνελ της Δραπετσώνας, την Ελλάδα της χρεοκοπίας.
Χριστιανός ευσεβιστής κατά τα νεανικά του χρόνια, αριστερίζων και άθεος κατά την ωριμότητα, έχτισε έναν καλλιτεχνικό κόσμο απ’ όπου απουσιάζουν ηχηρά ο ερωτισμός, το λαϊκό στοιχείο, τα αισθήματα ― δηλαδή ό,τι σφραγίζει τον νεοελληνικό βίο στα μάτια ιθαγενών και ξένων. Ο ευσεβισμός συναιρούμενος με την αριστερά απέφερε έναν ιδιότυπο πουριτανισμό, τέτοιον που εξόρισε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή με κάποια θερμοκρασία από τις ταινίες του, εξόρισε το λαϊκό στοιχείο ως παραγωγό διονυσιασμού και αταξίας, εξόρισε τα αισθήματα ως επαφή, ώσμωση και ανταλλαγή υγρών. Οι άνθρωποι στο αγγελοπουλικό σύμπαν είναι Προμηθείς, μοναχικοί, μόνοι ενώπιον της ιστορίας που τους συντρίβει, ή το πολύ τους γνέφει κάτι αδιόρατο που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται.
Υψηλός φορμαλισμός. Οχι με τον τρόπο του Ιταλού Αντονιόνι που κορυφώνεται στα σύμβολα μα βαθμιαία αφήνεται στα αισθήματα, ή του Γερμανού Φασμπίντερ, του μελοδραματικού-διονυσιακού που εκκινεί από τον ωμό νατουραλισμό και κορυφώνεται στον σπαρακτικό φορμαλισμό του Querelle. Πάντως υψηλός φορμαλισμός, με χαρακτήρα, με υπογραφή.
Δεν ήταν όμως μόνο ένας φορμαλισμός εξ επιλογής και από ιδιορρυθμία, δεν ήταν ο φορμαλισμός ενός ρηχού ναρκισσιστή. Αντιθέτως, φρονώ ότι αυτή η κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, η σταθερή απομάκρυνση από το ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα, το μακρινό αργόσυρτο πλάνο, η καταστολή της θυμικής αντίδρασης του θεατή, ήταν η απόσταση που έπαιρνε από τη ζωή ένας ευαίσθητος, τραυματισμένος άνθρωπος, που δεν έβρισκε απαντήσεις στα οδυνηρά ερωτήματα, ένας μονήρης που δεν τον χωρούσε ο τόπος του. Μάλλον, ένας άνθρωπος διαπορών, περιπλανώμενος στην πραγματικότητα του αίματος και της θηριωδίας που διαμόρφωσαν τα νεανικά του χρόνια, και εντέλει αποστρέφει το πρόσωπό του από τη σάρκα και το χώμα, βουλιάζει στα σύμβολα, τις ιδέες. Θρηνεί για την αποϊεροποίηση του κόσμου, πενθεί την έκλειψη των ηρώων. Ετσι όμως αποστρέφει το βλέμμα του και από τη ζωή εν όλω, και θεραπεύει μια ορισμένη ηττολαγνία πλασμένη με αισθητικούς και ιδεολογικούς όρους.
Υπό μία έννοια, ο τέτοιος κόσμος του Αγγελόπουλου είναι ο κόσμος της μεταπολεμικής ελληνικής Αριστεράς, της ηττημένης, που αναδιπλώθηκε μέσα στην ήττα της και τράφηκε απ΄αυτήν, χωρίς ποτέ να την ξεπεράσει, να περάσει σε άλλη ιστορική φάση, να αντιληφθεί μια νέα πραγματικότητα και να αναμετρηθεί με άλλες προκλήσεις. Σαν να κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι στη Λαμία του Αρη. Κι έτσι παρήγαγε ποίηση ήττας, ταινίες ήττας, τραγούδια ήττας, ιδεολογία ήττας, ήθος ήττας. Κατά κάποιο τρόπο, ξεχάστηκε ο κλέφτης και ο αντάρτης, ο άτακτος και ο οραματιστής, θάφτηκε το ηρωικό στοιχείο. Επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής, «αυτός που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ» του Κατσαρού, ο οποίος επιπλέον ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα.
Ο αντιρεαλισμός του Αγγελόπουλου, τα ιδεολογικά και συμβολικά του φορτία, ενώ φαίνεται να συνομιλούν με ήρωες, ουσιαστικά πραγματεύονται την ήττα, τη διάψευση και την απουσία των ηρώων. Την απουσία νοήματος, την απουσία ζωής εντέλει. Εξ ου και οι ταινίες του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από τον λαό, αλλά έφερναν αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες. Οπως και η Αριστερά της ίδιας εποχής.
Με όλα αυτά δεν θέλω να αποτιμήσω καλλιτεχνικά το έργο του Αγγελόπουλου, ούτε να βρω ιστορικά λιποβαρή την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οχι. Αλλά να, μες στις ταινίες του περνάει η Ελλάδα, η ζωή, οι δικές του αντιφάσεις του, οι δικές μας αντινομίες, διαθλασμένα, πρισματικά, μαγικά.
Αρκούντως αληθινά.
H KAΘHMEPINH 29 Ιανουαρίου 2012