angelo7.jpg
Του Ηλια Mαγκλινη

«Πολλοί σκοτώθηκαν, πολλοί ζούμε – όλοι είμαστε πληγωμένοι». Ο στίχος αυτός, του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, γραμμένος το 1949, όταν ακόμα χύνεται αίμα στον Γράμμο, στο Βίτσι αλλά και στην Πελοπόννησο, εκφράζει ανάγλυφα αυτό που, γενικά και αόριστα, θα ορίζαμε ως «μνήμη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου». Τον στίχο αυτό μνημόνευσε σε μια κουβέντα μας ο γιος του ποιητή, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Κώστας Βρεττάκος, δημιουργός μιας από τις πιο εμβληματικές κινηματογραφικές ταινίες με θέμα τον Εμφύλιο, «Τα παιδιά της χελιδόνας» (1987). Η κουβέντα αυτή έγινε με αφορμή τη συμμετοχή του στο αφιέρωμα «Ο ελληνικός εμφύλιος στην οθόνη», που διοργανώνεται από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), τη Διεύθυνση-Μουσείου Αρχείου της ΕΡΤ, την Ταινιοθήκη του Βελιγραδίου (Jugoslovenska Kinoteka) και τις εταιρείες διανομής Feelgood Entertainment, Νεανικό Πλάνο και Village Films.

Σκιές της Ιστορίας
Ο Κώστας Βρεττάκος συμμετέχει στο αφιέρωμα τόσο με την προβολή της ταινίας όσο και με την παρουσία του στην πρώτη από τις δύο στρογγυλές τράπεζες που θα συνοδεύσουν τις προβολές. Η χρονική συγκυρία έχει μια ιδιαιτερότητα: το αφιέρωμα θα πραγματοποιηθεί λίγο καιρό μετά τον χαμό του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γεγονός που οδήγησε τους διοργανωτές να αφιερώσουν την όλη εκδήλωση στη μνήμη του μεγάλου Ελληνα σκηνοθέτη. Κατά τον Κων. Βρεττάκο, «η περίπτωση του Θόδωρου Αγγελόπουλου συνιστά τη μία και μοναδική, ουσιαστική προσπάθεια αναστοχασμού όχι μονάχα πάνω στον Εμφύλιο αλλά και πάνω στην Ιστορία γενικά. Θα έλεγα ότι είναι ο μόνος κινηματογραφιστής που κοίταξε το θέμα του σε βάθος, χαμήλωσε τον ήχο, έστειλε στο φόντο τα πρόσωπα ώστε να γίνουν σκιές της Ιστορίας, απέφυγε τον συναισθηματισμό. Δημιούργησε τεράστια ψυχρά ταμπλό αφήνοντας τους ανθρώπους να δρασκελίζουν την Ιστορία και μέσα στα ίδια τα πλάνα. Είναι κάτι που θα μείνει. Δεν ξέρω αν στο μέλλον θα αγαπήσουν τις ταινίες του οι θεατές, αλλά οι ιστορικοί θα πρέπει να τις συμβουλευθούν».

Ουδέτερος; Οχι
Ο Κων. Βρεττάκος θεωρεί ότι η όλη ιστορία του Εμφυλίου είναι «η ιστορία μιας εθνικής ήττας. Ο Εμφύλιος δεν είναι κάτι ξεκομμένο, συνδέεται με πολλές άλλες ιστορικές στιγμές και πτυχές. Είναι, θα έλεγα, κάτι σαν την αναπαράσταση των Παθών – πάντα επίκαιρη».
Οσο για τη δική του ταινία, όπως λέει, «την ξεκίνησα αρκετά αργά στη ζωή μου και είχα πολλές αμφιβολίες για την όλη προσπάθεια. Αποπειράθηκα να συνθέσω μια εικόνα εστιάζοντας, σε αντίθεση με τον Αγγελόπουλο, πάνω στα πρόσωπα.
Ηθελα να δω με συμπάθεια την απαρηγόρητη κατάστασή τους. Θέλησα επίσης να παίξω τον ρόλο ενός ουδέτερου διαιτητή χωρίς έγνοιες προς καμία πλευρά –αυτός είναι και ο ρόλος του Αλέκου Αλεξανδράκη στην ταινία–, κάτι που βέβαια, στο φινάλε, βλέπουμε ότι δεν μπορεί να γίνει.
Ηθελα επίσης από παλιά να γυρίσω το “Κιβώτιο” του Αλεξάνδρου. Φαίνεται όμως ότι δεν το ήθελα τόσο πολύ και δεν το έκανα. Ελπίζω κάποιος άλλος να το κάνει στο μέλλον».
(...)
angelo4.jpg
Οι δύο κόσμοι του Εμφυλίου
Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσο Σακελλαρόπουλο, υπεύθυνο των ιστορικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη και μέλος του Δ.Σ. των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), οι ταινίες γύρω από τον Εμφύλιο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν τα φιλμ που γυρίστηκαν έως και τα χρόνια της δικτατορίας, όπου η όλη διαχείριση του ιστορικού γεγονότος είχε να κάνει με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». «Δυστυχώς, θα πρέπει εδώ να ανατρέξουμε στον όρο “εθνικοφροσύνη”, που κυριάρχησε από τα χρόνια του Μεταξά έως και την επταετία. Δεν θα χρησιμοποιήσω τον όρο “εθνικισμός” που κατά τη δεκαετία του 1910 λειτούργησε σε ένα πολύ ευρύτερο επίπεδο για την ελληνική Ιστορία. Η εθνικοφροσύνη είναι κάτι άλλο όμως: κάτι στείρο, που αναπαράγει τα γνωστά, τα ασφαλή. Είναι μια προσέγγιση που δεν θίγει καθόλου το τραύμα.
» Η δεύτερη κατηγορία ανοίγει με μια μεγάλη αυλαία: του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από το 1974 και μετά. Ειδικά μετά το 1981 έχουμε την αποποινικοποίηση της Εθνικής Αντίστασης - αυτό που δεν τόλμησε να κάνει ο Καραμανλής, ο οποίος όμως έκανε βαθιές πολιτικές τομές απαξιώνοντας τη μοναρχία (όπου ήταν οι δικοί του άνθρωποι), και στέλνοντας τον στρατό πίσω στους στρατώνες, πράγμα ανήκουστο για την ελληνική κοινωνία μετά το 1909. Ηταν μια πολύ μοναχική, αυστηρή και αποφασιστική πολιτική στάση».

Τραύματα και ουλές
Σύμφωνα με τον Τ. Σακελλαρόπουλο, ταινία-τομή είναι επίσης το «Χάππυ Νταίη» (1974). «Μια προσπάθεια αποτύπωσης του κόσμου της Μακρονήσου, κάτι πολύ νωπό τότε. Με εξέπληξε, όταν είδα ξανά πρόσφατα την ταινία, το ότι στους τίτλους του τέλους ο Παντελής Βούλγαρης ευχαριστεί το ΓΕΣ, κάτι που πρέπει να οφείλεται σε παρεμβάσεις του Αβέρωφ, στο πνεύμα ενός ανοίγματος που γινόταν εκείνη την εποχή». Κομβικό είναι επίσης, κατά τη γνώμη του, το ντοκιμαντέρ «Μακρόνησος» (2008) του Ηλία Γιαννακάκη και της Εύης Καραμπάτσου. «Βλέπουμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα εκεί, όπως την καλλιέργεια του αστού που έχει στρατευθεί στο ΕΑΜ, και βέβαια τη μαρτυρία του διοικητή του στρατοπέδου. Μέσα από τη χρήση αρχειακού υλικού, βγαίνει μια συγκεκριμένη διάσταση της Δεξιάς, μια πτυχή της - διότι δεν ήταν όσοι πολέμησαν στις τάξεις του Εθνικού Στρατού σαν τον διοικητή της Μακρονήσου».
Πάντως, είτε ως μυθοπλασία είτε ως διαχείριση τεκμηρίων και πηγών, όλες σχεδόν οι ταινίες «έρχονται να γλυκάνουν το τραύμα αλλά όχι να το θεραπεύσουν. Η θεραπεία έρχεται μέσα από τη σύνθεση - σύνθεση όμως όχι με την έννοια της εξισορρόπησης. Σύνθεση σημαίνει να κατανοήσουμε εκείνη την Ελλάδα, πώς ήταν, αν υπήρχαν δύο Ελλάδες κ. λπ. Τα τραύματα πρέπει να γίνονται ουλές. Θεραπεύονται, αλλά είναι διακριτά και κατά καιρούς πονάνε. Τελικά όμως, η συνθετική και κριτική στάση δύσκολα βγαίνει. Ισως αυτό να γίνει κάποτε όταν μπορέσουμε να συνδέσουμε την Ελλάδα των τελευταίων ετών με εκείνη του Εμφυλίου».

H KAΘHMEPINH A 05-02-12