«Τρελογιατροί» σαν τον Πίτερ Σέλερς και τον Κέβιν Σπέισι γίνονται στόχος σαρκασμού
του Terrence Rafferty / International Herald Tribune
Οποιοδήποτε επάγγελμα που η πιο φημισμένη κινηματογραφική του ενσάρκωση είναι ένας αδίστακτος κατά συρροήν δολοφόνος με ιδιαίτερη όρεξη για ανθρώπινη σάρκα, δεν μπορεί παρά να έχει πρόβλημα δημόσιας εικόνας.
Ο δρ Χένρι Κάρτερ (Κέβιν Σπέισι/ Kevin Spacey), ο ψυχίατρος που πρωταγωνιστεί στο φιλμ του Τζόνας Πέιτ «Εξομολογήσεις»/Shrink (2009), το οποίο άρχισε ήδη να προβάλλεται, είναι από κάθε άποψη ένα θλιβερό δείγμα επαγγελματία της ψυχικής υγείας. Δεν ξυρίζεται, κοιμάται συνήθως με τα ρούχα και είναι σχεδόν πάντα μαστουρωμένος με χασίς (καμιά φορά συνδυασμένο με αλκοόλ). Το άδειο βλέμμα με το οποίο κοιτάζει τους ασθενείς του δεν είναι κάποια θεραπευτική τεχνική - είναι σκέτη αδιαφορία. Ωστόσο, δεν ξεσκίζει με τα δόντια του το πρόσωπο κανενός.
Στην εποχή του Χάνιμπαλ Λέκτερ, το δείγμα αυτό μπορεί να φανεί σαν μια αρκετά θετική περιγραφή του επαγγελματία ψυχοθεραπευτή. Αφότου εισήλθε στο κινηματογραφικό προσκήνιο ο δρ Λέκτερ, η ιπποκράτεια εντολή «Ωφελέειν, μη βλάπτειν» έχει αποκτήσει εντελώς καινούργιο νόημα: οι ασθενείς του δρος Κάρτερ δεν φαίνονται να αντλούν πολλά ωφελήματα από τις απρόθυμες φροντίδες του, αλλά τουλάχιστον βγαίνουν αβλαβείς από το ιατρείο του. Κι επειδή εργάζεται στο Λος Αντζελες, ελάχιστα αντιλαμβάνονται πόσο αλλόκοτος είναι. Απ' όσο ξέρουν, είναι μια εκκεντρική ιδιοφυΐα, που χρησιμοποιεί τη δική του ψυχική αναστάτωση ως μια καινοτόμο θεραπευτική προσέγγιση.
Η ψυχιατρική είναι τόσο παράξενη επιστήμη (ή τέχνη) που δύσκολα μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, τι ακριβώς έχει κατά νουν ο θεραπευτής και αν ο ασθενής έχει σημειώσει πρόοδο. Και είναι επικίνδυνα δύσκολο να αναπαραστήσεις αυτή τη μυστηριώδη διεργασία στην οθόνη. Η κλασική φροϋδική ανάλυση -και οι περισσότεροι κινηματογραφικοί ψυχοθεραπευτές είναι φροϋδικοί- διαρκεί χρόνια και, σε αφηγηματικούς όρους, απαιτεί υπερβολικά πολλές πληκτικές αναδρομές στο παρελθόν και στα όνειρα, για να μην πούμε τίποτα για τις πομπώδεις, θριαμβευτικές μουσικές υποκρούσεις τις στιγμές της «αποκάλυψης». Σ' αυτό το πλαίσιο εκτυλίσσονται ταινίες όπως ο «Πρίγκιπας της παλίρροιας».
Οταν το κοινό γνώριζε λιγότερα για την Ψυχιατρική, μπορούσες να στρογγυλέψεις μερικές γωνίες. Στο φιλμ του Χίτσκοκ «Spellbound» («Νύχτα αγωνίας», 1946), όπου η δρ Ινγκριντ Μπέργκμαν κάνει ανιχνεύσεις στο μυαλό του αμνησιακού Γκρέγκορι Πεκ για να βρει τον ένοχο ενός εγκλήματος, ξεκινά με μια βοηθητική εξήγηση: «Η ιστορία μας έχει να κάνει με την ψυχανάλυση, τη μέθοδο με την οποία η μοντέρνα επιστήμη θεραπεύει τα συναισθηματικά προβλήματα των υγιών». Και συνεχίζει: «Ο ψυχαναλυτής επιδιώκει μόνο να παρακινήσει τον ασθενή να μιλήσει για τα κρυμμένα του προβλήματα, να ανοίξει τις κλειδωμένες πόρτες του νου. Από τη στιγμή που τα συμπλέγματα που ταλαιπωρούν τον ασθενή αποκαλυφθούν και ερμηνευθούν, η αρρώστια και η σύγχυση εξαφανίζονται... και οι δαίμονες του παραλογισμού εκδιώκονται από την ανθρώπινη ψυχή». Στη «Νύχτα αγωνίας» οι δαίμονες κατατροπώνονται μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες - παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας για τις ψυχιατρικές θεραπείες.
Περιφρόνηση
Σ' εκείνη την μακρινή εποχή, οι ψυχοθεραπευτές, παρότι μπορεί να φαίνονταν κάπως εξωτικοί, απολάμβαναν κάποιο σεβασμό, όπως όλοι οι γιατροί. Αναμενόταν από αυτούς να κάνουν θαύματα και οι ασθενείς τους ήταν ευγνώμονες. Τώρα πια δεν συμβαίνει αυτό. Η εξοικείωση του Χόλιγουντ με τους ψυχιάτρους -οι κινηματογραφιστές άλλωστε δεν είναι ξένοι με το ψυχαναλυτικό ντιβάνι- έχει τροφοδοτήσει ένα είδος περιφρόνησης, σε σημείο που ένα αφασικό, καταθλιπτικό ερείπιο σαν τον ήρωα των «Εξομολογήσεων» να φαίνεται περισσότερο σαν ο κανόνας παρά η εξαίρεση.
Ο Κάρτερ είναι κατά κάποιον τρόπο κατευθείαν απόγονος του «ιδιοφυούς» δρα Φριτς Φασμπέντερ που τον ερμήνευε ο Πίτερ Σέλερς, με περούκα α λα Μπιτλς, στην κωμωδία του Κλάιβ Ντόνερ «Τι νέα ψιψίνα;», το 1965. Ο Φασμπέντερ -που του αρέσει καμιά φορά να τον φωνάζουν «Μπέιμπι-Φιτς»- προτιμάει τις ανορθόδοξες τεχνικές, όπως να κυνηγάει τις πιο νόστιμες πελάτισσές του γύρω γύρω στο δωμάτιο και να κάνει στους άρρενες ασθενείς του ερωτήσεις όπως «Σας αρέσουν τα μπούτια;» (στο οποίο προσθέτει με ειλικρίνεια «Εμένα μ' αρέσουν»).
Το «Τι νέα ψιψίνα;», σε σενάριο Γούντι Αλεν, ήταν ένας σταθμός στην κινηματογραφική συμπεριφορά απέναντι στους ψυχιάτρους, που προσωπογραφούνται έκτοτε σαν γελοίοι ή ζοφεροί, ή και τα δύο. Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου ένας κινηματογραφιστής επιχείρησε να παρουσιάσει έναν ψυχίατρο παλαιού στυλ -σοβαρό, ευσυνείδητο, α λα Ινγκριντ Μπέργκμαν- όπως έκανε η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, σκηνοθετώντας τον εαυτό της, στον «Πρίγκιπα της παλίρροιας», το κοινό και η κριτική πρόσθεσαν τον σαρκασμό από μόνοι τους. Ο Πολ Μαζέρσκι χρησιμοποίησε τον δικό του ψυχοθεραπευτή, τον δρα Ντόναλντ Μιούχιτς, σε μια ξεκαρδιστική σκηνή στο φιλμ «Μπομπ και Κάρολ και Τεντ και Αλις» (1969): η απάθειά του και οι γεμάτες νόημα σιωπές του εκμαιεύουν από τη ζαλισμένη ασθενή του τη μια φροϋδική εξομολόγηση μετά την άλλη, αλλά όταν έρχεται η μεγάλη στιγμή της αποκάλυψης, της λέει ότι ο χρόνος της έχει τελειώσει.
Αστεία σαν κι αυτό είναι πλέον πολύ συνηθισμένα στις ταινίες: το αινιγματικό, σαν της Σφίγγας βλέμμα, το τελείως άχρωμο ερώτημα «και πώς αισθάνεσαι γι' αυτό;», η πρόωρη διακοπή της θεραπευτικής συνεδρίας (ο Μάικλ Κέιν δίνει μερικές πολύ ζοφερές παραλλαγές του στυλ αυτού στο θρίλερ του Μπράιαν ντε Πάλμα «Dressed to Kill»). Μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις υποθέσεις για τα κίνητρα που έχουν οι κινηματογραφιστές να αντιμετωπίζουν τόσο σκληρά τους ψυχιάτρους, να υποψιαστείς ότι υπάρχει κάποια επιθυμία εκδίκησης για τις δικές τους αποτυχημένες, και πανάκριβες, περιπέτειες αυτογνωσίας.
Εύκολος στόχος το ντιβάνι
Απορείς, πραγματικά, γιατί οι ψυχαναλυτές προσφέρονται για τόση κακοποίηση στις ταινίες σήμερα. Είναι απλώς μια φυσική αποστροφή για τους ανθρώπους που παριστάνουν ότι μας καταλαβαίνουν; Ισως να είναι ότι το επάγγελμα, τουλάχιστον όπως το φαντάστηκε ο Φρόιντ, επιμένει να επιδιώκει την εξωτερίκευση αυτών που θέλουμε να καταστείλουμε, σε μια εποχή όπου η εξωτερίκευση δεν αποτελεί πλέον ζήτημα για το πλήθος με τα κινητά. Δεν υπάρχουν πια πολλοί δαίμονες κρυμμένοι πίσω από κλειδωμένες πόρτες σήμερα. Είναι ελεύθεροι σε κοινή θέα: σε οθόνες υπολογιστών, σε γιγαντιαίες τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, και, βέβαια, σε κινηματογραφικές οθόνες.
H KAΘHMEPINH / Hμερομηνία : 30-08-2009