wong1.jpg

Tου Nικου Γ. Ξυδακη

«I see my light come shining…»

Στον εικονοφιλικό καιρό μας οι ταινίες συχνά δίνουν τις πιο βαθιες, τις πιο απρόσμενα μύχιες περιγραφές του Zeitgeist. Ακόμη κι εγώ, που δεν προσκυνώ στις αίθουσες μέρα παρά μέρα, όπως παλιά (πολύ παλιά…), αφουγκράζομαι ψίθυρους και στυλ. Βλέπω ταινίες στο DVD, στα συνδρομητικά, μεταμεσονύκτια, συχνά μόνος (ασκητής;).
Για δεύτερη, τρίτη, πολλοστή φορά. Πότε πότε, ξαναμοντάρω σκηνές από τις ταινίες των εμμονών μου σε μια ταινία υβρίδιο, ένα docudrama που εκτυλίσσεται μες στο μυαλό μου και εικονογραφεί μνήμες, εποχές και βέβαια εμμονές…
Τις μέρες αυτές είδα για πολλοστή φορά το Τελευταίο Βαλς (1978) των The Band, σε σκηνοθεσία Σκορσέζε. Και κολλητά διπλοείδα το 2046 (2004), σε σκηνοθεσία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Νομίζω ότι και τα δύο λένε κάτι βαθύ για τον καιρό τους, και για μάς, όχι μόνο για την Αμερική ή το Χονγκ Κονγκ.Το αμερικάνικο φιλμ, ντοκιμαντέρ από την τελευταία συναυλία των θρυλικών Μπαντ μαζί με συνεντεύξεις, κατορθώνει να αφηγηθεί όχι μόνο τη συναρπαστική τέχνη της ροκ μπαντας, αλλά κυριολεκτικά να συνοψίσει μαι εποχή: τις δεκαετίες '60 και '70, την άνθηση του ροκ, τον χιπισμό, τα κινήματα, τις ιδέες, τις διαψεύσεις.
Ακούγοντας τον γελαστό Ρόμπι Ρόμπερτσον να περιγράφει λιτά, γυμνά, τον κόσμο του τότε, της τέχνης και της αμφισβήτησης, αντιλαμβάνεσαι αίφνης πόσο βαθιά άλλαξε ο κόσμος της ποπ. Ο Ρόμπερτσον είναι καλλιτέχνης και διανοούμενος, χαίρεται σαν παιδί όταν σολάρει με τον Κλάπτον και τον Ντίλαν, αλλά ταυτοχρόνως οσφραίνεται τον καιρό και την κοινωνία, αναγνωρίζει τους προγόνους, αναφέρεται στους συνοδοιπόρους που τους έφαγε η ατέλειωτη περιοδεία, η ατέλειωτη νιότη. Οι Μπαντ έφυγαν τη στιγμή που βρίσκονταν στην κορυφή, όταν τα είχαν κάνει όλα, όταν ακόμη δεν είχε σκάσει το πανκ, και οι ήρωες του χιπ χοπ ήσαν μάλλον αγέννητοι. Το πάρτι αποχαιρετισμού που προσφέρουν είναι βουτηγμένο στη χαρά της τέχνης αλλά και στη μελαγχολία της επίνευσης. Οι καιροί αλλάζουν κι αυτοί κλείνουν την αυλαία.
Εχει μεγαλείο αυτή η απόσυρση, το τελετουργικό πέρασμα στην επόμενη φάση. Ο μυθικός Ντίλαν, συνεργάτης τους σε λαμπρές δουλειές, εμφανίζεται στο κλείσιμο και διαλέγει τα πιο σπαρακτικά του μπλουζ: Το Forever Young, ελεγεία όσων γερνούν μα μένουν νέοι, και το λυτρωτικό-μεταφυσικό I shall be released. Η μέση ηλικία έκανε όση επανάσταση της αναλογούσε και αποσύρεται. Τώρα το αντιλαμβάνομαι έτσι. Τότε, το '79, η Ελλάδα έβραζε στο χείλος του μετασχηματισμού της κι εγώ ρουφούσα μόνο τη χαρά του ροκ.
Ενα τέταρτο του αιώνος αργότερα η Κίνα εισβάλλει στο αθηναϊκό home cinema. Ο αισθητής Γουόνγκ ανακατεύει στο μεταμοντέρνο μίξερ όλα τα δυτικά υλικά του νουάρ και του άχρονου ρομαντισμού, για να εικονοποιήσει τη σημερινή συνθήκη: μητρόπολη, μεταίχμιο, εικονοφιλία, λατρεία του στυλ, μοναξιά, έρωτας δυσχερής έως αδύνατος, ανάκληση, ανάπλαση. Κοσμοπολίτης ως προς τα υλικά αλλά εξωτικός ως προς την ανασυσκευασία, ο Γουόνγκ ψαύει τα πρόσωπα σαν ιατρός ψυχών. Το μεταβατικό Χονγκ Κονγκ και η τράνζιτο Σιγκαπούρη εικονίζουν τις μητροπόλεις όπου ζούν τα πλήθη που τρέφονται σήμερα με εικόνες. Σαν κι εμάς. Ο τόσο σάρκινος, κλειστοφοβικός και παραισθητικός κόσμος του 2046 καθρεφτίζει τον κόσμο μας· τις δύσκολες σχέσεις, την βύθιση στο εγώ, τη δυσφορία από την αποϋλοποίηση του σάρκινου χιτώνα, τη διαρκή εμβάπτιση στο παράλληλο σύμπαν των επικοινωνιών.
Ο,τι σώζει και πονά τον ήρωα αφηγητή στα τράνζιτο της ΝΑ Ασίας, πονά και σώζει εμάς, σήμερα, εδώ: η ομορφιά, η φαντασμαγορία, το στυλ. Και πάνω απ' όλα, το πρωταρχικό και ζωτικό θήλυ. Η γυναίκα.
Οι καλές ταινίες μιλούν για τις ζωές μας.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15.01.2006