balkanbo.jpg

The Cinema of the Balkans, επιμέλεια Dina Iordanova, Wallflower Press, 2006.
περιοδικό Cineaste vol. XXXII Νο. 3 (Καλοκαίρι 2007), A Special Supplement on Contemporary Balkan Cinema, επιμέλεια Dina Iordanova.

Τοποθετημένο γεωγραφικά στο περιθώριο μιας ηπείρου το βαλκανικό σινεμά ποτέ δεν βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής. Με την εξαίρεση κάποιων δημιουργών που γνώρισαν την αποδοχή στο κύκλωμα των φεστιβάλ, όλες οι κινηματογραφίες της περιοχής χαρακτηρίζονταν από την αδυναμία τους να συνομιλήσουν μ’ ένα διεθνές κοινό. Ήταν η δεκαετία του 90 και ένα τραγικό γεγονός -η αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας-, που έφερε το σινεμά της βαλκανικής χερσονήσου στο προσκήνιο. Ονόματα όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ή ο Emir Kusturica άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστά και κάποιες κινηματογραφίες όπως η τούρκικη ή ρουμανική γνώρισαν (και συνεχίζουν να γνωρίζουν) μια απροσδόκητη ακμή. Παράλληλα την ίδια περίοδο η κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» καθεστώτων έχει μια ευπρόσδεκτη συνέπεια, τη δημιουργία των πρώτων διόδων επικοινωνίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας η δημιουργία από τον διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Μιχάλη Δημόπουλο του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια (σήμερα υπεύθυνος ο Δημήτρης Κερκινός) αλλά και η διοργάνωση σημαντικών αφιερωμάτων σε βαλκάνιους δημιουργούς έδωσε την ευκαιρία μιας πρώτης και ουσιαστικής γνωριμίας με το σινεμά των όμορων χωρών.
Επιχειρώντας να διευρύνουν αυτό το περιστασιακό ενδιαφέρον οι δύο πρόσφατες εκδόσεις, συστήνουν σ’ ένα δυτικό κοινό αυτόν τον άγνωστο τόπο. Παράλληλα όμως ανιχνεύουν και τα νήματα σύνδεσης μεταξύ των ίδιων των βαλκανικών χωρών: η επιμελήτρια χαρακτηρίζει την προσπάθεια της ως «μια άσκηση σύνδεση των ασύνδετων βαλκανικών χώρων». Η βάση γι’ αυτήν την προσπάθεια δεν είναι μόνο η γεωγραφική εγγύτητα ή το κοινό ιστορικό παρελθόν (η οθωμανική κυριαρχία, ή η μεταπολεμική επικράτηση του «σοσιαλισμού») -είναι κυρίως ένα εξωτερικό βλέμμα στο χώρο που αντιμετωπίζει τα Βαλκάνια ως μια εκδοχή της Ευρώπης λίγο πριν τον μοντερνισμό. Εδώ βέβαια συχνά υποκρύπτεται και ένα στοιχείο οριενταλισμού: αυτό που συχνά θέλει να βλέπει ένας ευρωπαίος στα Βαλκάνια -δηλαδή πάθος, μια τάση για «παράλογη» βία και μια μεταφυσική και εν πολλοίς θρησκευτική αντίληψη για την ιστορία- είναι μια κατασκευή που αποκρύπτει την ουσία, ότι δηλαδή οι βαλκανικές χώρες είναι χώρες που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν, με επιτυχία και στον ίδιο βαθμό με την υπόλοιπη Ευρώπη, το πέρασμα τους στη σύγχρονη εποχή.
Εξαρχής αποσπασματική και ελλιπής η προσπάθεια αφού ο χώρος είναι αχανής και αχαρτογράφητος: έτσι το βιβλίο εστιάζει μόνο σε 24 ταινίες, τα δε κείμενα είναι είτε κριτικές αναλύσεις είτε ιστορικές καταγραφές των συνθηκών δημιουργίας τους. Ενδεικτική της αντίληψης που κυριαρχεί είναι η περίπτωση του ελληνικού σινεμά: ως αντιπροσωπευτικές επιλέγονται οι ταινίες Στέλλα, Τι έκανες στο πόλεμο Θανάση, Ευδοκία, Πέτρινα Χρόνια, Η εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων. Οι συγγραφείς -Dan Georgakas, Stratos Constantinidis, John Papargyris, Vasiliki Tsitsopoulou-, διδάσκουν κινηματογράφο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού κάτι που εξαρχής καθορίζει τη μορφή των κειμένων: από αυτά απουσιάζει η αισθητική συγκίνηση της θέασης και το ρίσκο της ανακάλυψης, το ύφος είναι στεγνό και ακαδημαϊκό, ενώ πολλές φορές οι ταινίες «βιάζονται» για να υπακούσουν στο θεωρητικό σχήμα του συγγραφέα. Ωστόσο αυτό δεν είναι αυτό το μόνο έλλειμμα -επιπλέον καταγράφεται και μια σημαντική απουσία: λείπει ο τουρκικός κινηματογράφος, ένα σινεμά ιδιαίτερα ανήσυχο, με ζωντανό παρόν (Nuri Bilge Ceylan, Zeki Demirkubuz) και με σημαντικούς άγνωστους δημιουργούς (όπως είναι ο Omer Kavur).
Προσανατολισμένο στο σύγχρονο τοπίο το αφιέρωμα του περιοδικού Cineaste δεν περιέχει αυτήν την απουσία (εδώ παρουσιάζεται ως τυπικό δείγμα του τούρκικου σινεμά o Ceylan) ωστόσο εδώ θα βρούμε σε μεγέθυνση κάποια από τα προβλήματα του βιβλίου. Οι ταινίες που επιλέγονται να παρουσιαστούν δεν υπακούουν σε κάποια αισθητικά κριτήρια, αλλά σε άλλα, εξωκινηματογραφικά: δηλαδή αν διαθέτουν κάποιου είδους «βαλκανικότητα». Έτσι στο δυτικό κοινό ως αντιπροσωπευτικές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου προτείνονται οι ταινίες Βαλκανιζατέρ (Σωτήρης Γκορίτσας, 1997) και Πολίτικη κουζίνα (Τάσος Μπουλμέτης, 2003) και το δε παρόν του χαρτογραφείται μ’ ένα τρόπο θεματογραφικό, παρά μορφολογικό ή αισθητικό. Απόρροια των προηγουμένων είναι οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου να τοποθετούνται δίπλα στις ταινίες της Όλγας Μαλέα, δημιουργοί που επικεντρώνονται στη σύγχρονη τραυματική «ελληνική εμπειρία» όπως είναι ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης ή ο Γιάννης Οικονομίδης να αγνοούνται, ενώ σημαντικοί σκηνοθέτες με πρόσφατες μάλιστα ρετροσπεκτίβες σε ξένα φεστιβάλ όπως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (La Rochelle) και ο Σταύρος Τορνές (Τορίνο) δεν τυγχάνουν καμιάς απολύτως αναφοράς. Μέσα σ’ αυτή γενικευμένη ακρισία ενδιαφέροντα κείμενα για όψεις των βαλκανικών κινηματογραφίες χάνονται.
Πλήρεις πληροφοριών χρήσιμων για κάθε μελετητή, οι δύο εκδόσεις μοιάζουν να συστήνουν στο δυτικό θεατή το βαλκανικό σινεμά για λάθος λόγους: ως ένα πεδίο άσκησης κινηματογραφικών θεωριών γι’ ένα ειδικό ακαδημαϊκό κοινό, και όχι ως μια terra ingognita πρόσφορη για κάθε είδους αισθητικές ανακαλύψεις και συγκινήσεις.

Δημήτρης Μπάμπας