scorses1.jpg

Scorsese on Scorsese
Επιμέλεια : David Thompson και Ian Christie, Εκδόσεις: Faber and Faber, Σελ.: 254.

Projections 7 (σε συνεργασία με τα Cahiers du Cinema), Αρχισυντάκτες: Serge Toubiana και Martin Scorsese.

Film Comment May-June 1998, Αρχισυντάκτες: Richard T. Jameson και Gavin Smith.

Σήμερα ο Martin Scorsese βρίσκεται σε μία μάλλον ασυνήθη θέση για αμερικάνο σκηνοθέτη: Το έργο του και ο ίδιος τοποθετούνται σε μία ενδιάμεση ζώνη, σ' ένα ουδέτερο έδαφος, ανάμεσα στην ευρωπαϊκή αντίληψη για τον κινηματογράφο -"το σινεμά ως μια καλλιτεχνική έκφραση ενός απόλυτα προσωπικού σύμπαντος"- και στην Χολλιγουντιανή εκδοχή για ένα σινεμά των κινηματογραφικών ειδών (γκανγκστερικές ταινίες, κωμωδίες, μιούζικαλ, ταινίες εποχής) όπου ο σκηνοθέτης δεν είναι παρά ένας εργάτης του συστήματος που δημιουργεί μέσα στα στενά του πλαίσια. Όμως για να βρεθεί σ' αυτήν θέση ο Scorsese χρειάστηκε να διανύσει μια μακρά διαδρομή διαμέσου των συμπληγάδων (αλλά και των σειρήνων) που κυριαρχούν στην Αμερικάνικη κινηματογραφία: αρνήθηκε τα κελεύσματα του Χόλλιγουντ, υποκύπτοντας στην γοητεία των εικόνων του- απέστρεψε το βλέμμα από την εσωστρέφεια και "ομφαλοσκόπηση" της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας, ενστερνιζόμενος την αντισυμβατικότητα της γραφής της.
Τα ίχνη αυτής της προσωπικής πορείας χαρτογραφούν τρεις πρόσφατες εκδόσεις αφιερωμένες στο έργο του σκηνοθέτη. Η πρώτη -Scorsese on Scorsese έλκει την καταγωγή της από το βιβλίο-συνέντευξη των Truffaut και Hitchcock (κυκλοφορεί στη Ελλάδα από τις εκδόσεις Ύψιλον). Μέσα από μια σειρά συνομιλιών μάλλον, παρά συνεντεύξεων, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να μιλήσει -εκ βαθέων- για το έργο του αποτιμώντας το και με απώτερο στόχο να συνθέσει ένα προσωπικό απολογισμό για την μέχρι τώρα πορεία του. Όμως το σχετικό με τον Scorsese βιβλίο συντίθεται λιγότερο από συνομιλίες του σκηνοθέτη με τους επιμελητές του βιβλίου -τους κριτικούς David Thompson και Ian Christie-, αφού ο κύριος όγκος του αποτελείται από τις καταγραφές μιας σειράς διαλέξεων που ο σκηνοθέτης έδωσε το 1987 στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά και από αποσπάσματα συνεντεύξεων του σε διάφορα κινηματογραφικά περιοδικά. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου τους: τα παιδικά χρόνια στην Μικρή Ιταλία, οι κινηματογραφικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, οι ταινίες. Η αναφορά σε κάθε ταινία επικεντρώνεται κυρίως στις περιπέτειες και τις αγωνίες της δημιουργίας, ενώ πολλές φορές ο σκηνοθέτης δεν αποφεύγει τον πειρασμό να αναφερθεί σε σκηνές που είναι κατά την άποψη του σημαντικές. Αξίζει να σημειωθεί ότι απ' όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, το μεγαλύτερο χώρο καταλαμβάνει η μεταφορά του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός- μια ταινία σημαντική για τον σκηνοθέτη, το "labor of love" της καριέρας του.
Στο ειδικό αφιέρωμα του Film Comment με την αφορμή μια εκδήλωση προς τιμή του σκηνοθέτη στο Film Society Of Lincoln Center, αναδημοσιεύονται συνεντεύξεις και κείμενα από προηγούμενα τεύχη του διμηνιαίου αμερικάνικου κινηματογραφικού περιοδικού. Οι Ένοχες Απολαύσεις του σκηνοθέτη, ένα κείμενό του για τους κινδύνους αποχρωματισμού και την ανάγκη συντήρησης των παλαιών ταινιών, αποσπάσματα συνεντεύξεων "εν θερμώ" για τις ταινίες Alice Doesn't Live Here Any More, Taxi Driver, Raging Bull, Good Fellas, Age of Innocence, Kundun και τέλος κριτικά κείμενα για ταινίες όπως Taxi Driver και Raging Bull (ενδεικτικά της υποδοχής που έτυχαν στην εποχή τους): όλα τα προηγούμενα συνθέτουν το αφιέρωμα. Άξια επισήμανσης είναι η παρουσία στις ενδιάμεσες σελίδες, υπό την μορφή διαφημίσεων, των συγχαρητήριων και των ευχών προς τον σκηνοθέτη τόσο κινηματογραφικών εταιρειών (Warner Bros., Universal, Disney, Kodak) όσο και φίλων του (Armani, Spielberg, Lucas).
Στην ετήσια έκδοση Projections για το 1997 -διευθύνεται από τον σκηνοθέτη John Boorman και τον Walter Donohue- θα βρούμε την μεταγραφή στην μητρική γλώσσα του σκηνοθέτη ενός ενδιαφέροντος πειράματος: το γαλλικό περιοδικό Cahiers du Cinema ανέθεσε για το 500ο τεύχος του, την αρχισυνταξία στον Martin Scorsese, μία σπάνια εκδήλωση τιμής και αναγνώρισης, από το κινηματογραφικό περιοδικό με την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία του κινηματογράφου. Σ' αυτό το αφιέρωμα ο σκηνοθέτης θα μιλήσει για την σχέση του με το περιοδικό και κατ' επέκταση με το γαλλικό Nouvelle Vague (κινηματογραφικό κίνημα που ξεκίνησε από τους συντάκτες του περιοδικού Godard, Truffaut, Rohmer), για τις σχέσεις του με το κινηματογραφικό του alter ego, τον ηθοποιό Robert De Niro, τους σκηνοθέτες της γενιάς του (Coppola, De Palma, Spielberg, Lucas) αλλά και νεαρότερους ομότεχνούς του (όπως ο Quentin Tarantino). Θα αποδώσει τα εύσημα στους παλιούς δασκάλους (Alfred Hitchcock, Jean Renoir, Orson Welles, Max Ophuls) αλλά και σε νεώτερους δημιουργούς των οποίων το έργο εκτιμά (όπως οι Bernando Bertolucci και Abel Ferrara). Θα αναφερθεί στην παρουσία των Ιρλανδικής καταγωγής σκηνοθετών στο Χόλλιγουντ, αλλά και στην εν πολλοίς άγνωστη Βρετανική κινηματογραφία. Τέλος, θα υπενθυμίσει στους αναγνώστες του, με μία σειρά "τιμητικά πορτραίτα", το έργο σκηνοθετών όπως ο Βραζιλιάνος Glauber Rocha, η Βρετανίδα ηθοποιός-σκηνοθέτης Ida Lupino, ο Ελληνοαμερικάνος John Cassavettes, μέντορας του Scorsese.
scorses2.jpgΜια εκ των έσω κατάθεση για την δημιουργική πορεία μίας 30ετίας, οι παραπάνω εκδόσεις δεν διεκδικούν τον τίτλο μιας αυτοβιογραφίας: ο σκηνοθέτης στις συνεντεύξεις και στα κείμενα του αγνοεί την προσωπική του ζωή, προσπερνά τις ιδιωτικές του στιγμές (1) παραμένει σταθερά προσηλωμένος στην τέχνη που διακονεί και θεραπεύει. Ακόμα και όταν αναφέρεται στο έργο του, ο αναγνώστης δεν διακρίνει την συνήθη και μάλλον αναπόφευκτη, διάθεση αυταρέσκειας. Αντίθετα αυτό που κυριαρχεί, είναι μια διάθεση επικοινωνίας: προσπαθεί να μεταφέρει στον αναγνώστη και θεατή την συγκίνηση της δημιουργίας, να εκφράσει με λέξεις το μυστηριώδες συναίσθημα που δημιουργείται στον σκηνοθέτη όταν η επιμελής άσκηση της τεχνικής -της κινηματογραφικής στην περίπτωση μας - μεταλλάσσεται σε ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σε αισθητική εμπειρία.
Διατρέχοντας ο αναγνώστης τις σελίδες των παραπάνω εκδόσεων γρήγορα αντιλαμβάνεται τον κοινό παρονομαστή τους: είναι η άκρατη κινηματογραφιλία -η "ειδική μορφή αγάπης για τον κινηματογράφο", σύμφωνα με την Susan Sontag (2)- του σκηνοθέτη που κυριαρχεί στον λόγο του. Μπορεί να αναζητήσει κάποιος την αιτία του πάθους του για τις κινηματογραφικές εικόνες, σε μία δήλωση σχετική με την παιδική του ηλικία: η μόρφωση του σκηνοθέτη βασίστηκε όχι σε γραπτά κείμενα, αλλά κυρίως σε οπτικά κείμενα, δηλαδή σε ταινίες -"Δεν υπήρχαν βιβλία στο πατρικό μου σπίτι". Αντιλήφθηκε έτσι τον χώρο της κινηματογραφικής αίθουσας ως τον τόπο των εγκυκλίων σπουδών του, ένα χώρο μαθητείας και σπουδής για την ζωή και την τέχνη. Αποτελεί άλλωστε ο σκηνοθέτης, αλλά και η γενιά του (Coppola, De Palma, Spielberg, Lucas) το αμερικάνικο ανάλογο μιας γενιάς σκηνοθετών που έμαθαν τον κινηματογράφο όχι στις κινηματογραφικές σχολές, αλλά μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες- με διακεκριμένους εκπροσώπους αυτής της γενιάς στον ευρωπαϊκό χώρο τους Godard, Truffaut, Rohmer. Δεν βρισκόμαστε όμως αντιμέτωποι με την συνήθη κινηματογραφοφιλία της γενιάς του: Ο Scorsese δεν έχει εμμονές με συγκεκριμένα κινηματογραφικά είδη (όπως ο Spielberg με τις περιπετειώδεις ταινίες) ούτε και με συγκεκριμένους σκηνοθέτες (όπως η εμμονή του De Palma με τον Hitchcock). Το πάθος του για τις κινηματογραφικές εικόνες δεν περιορίζεται ούτε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ούτε σε κάποιες κινηματογραφικές σχολές: Είναι χωρίς όρια αγκαλιάζοντας όλο τον κινηματογράφο (3). Υπερβαίνοντας σύνορα και αισθητικές κατατάξεις, ο σκηνοθέτης μέσα από το βλέμμα ενός θεατή γεφυρώνει το "χάσμα" ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την Χολλιγουντιανή άποψη για τον κινηματογράφο: ο κινηματογράφος κατά τον Scorsese είναι πολύ μεγάλος για να κλειστεί σε εθνικά σύνορα και σε σχολές. Έτσι η δήλωση του -"Είμαι ένας αμερικάνος σκηνοθέτης, το οποίο σημαίνει ότι είμαι ένας Χολιγουντιανός σκηνοθέτης"- φαίνεται τελικά στα μάτια του αναγνώστη ως μία απόπειρα διεκδίκησης ενός χώρου και μιας ταυτότητας μέσα στο σύστημα παραγωγής, παρά ως μία δήλωση της αισθητικής ταυτότητας του.
Όμως αυτό που αναδύεται μέσα από τις σελίδες των ειδικών αφιερωμάτων είναι η στενή σχέση που έχει η πράξη της σκηνοθεσίας για τον Scorsese με την κινηματογραφοφιλία, δηλαδή η αγάπη για το έργο τέχνης με την ίδια την πράξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Καθώς σ' όλο το σκηνοθετικό του έργο κυριαρχεί ο αγώνας του ατόμου να διαχειριστεί το χάος, να αναδυθεί μέσα από αυτό, ένας παραλληλισμός γίνεται αναπόφευκτος: Αντιμέτωπος ο σκηνοθέτης με το χάος που κρύβει η πράξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποζητά σταθερές, συντεταγμένες στον χάρτη που θα του επιτρέψουν να διασχίσει με ασφάλεια τον ωκεανό της δημιουργίας. Έκφραση της αγωνίας του απέναντι στο χάος της δημιουργίας, αλλά και κάποιου είδους αμηχανίας σύμφυτης με την πράξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αυτή η στενή σχέση -πέρα από δηλωτική μίας ιδιόμορφη σχέσης μαθητείας-, προσφέρει παραμυθία, ασκεί μια παρηγορητική λειτουργία: Ο σκηνοθέτης κατά την διάρκεια της άσκησης της πρακτικής του αποζητά απεγνωσμένα ένα σημείο εκκίνησης, ένα χώρο εικόνων απ' όπου θα αντλήσει, λιγότερο έμπνευση, και περισσότερο δύναμη και σθένος για να διασχίσει τα δύσβατα εδάφη της δημιουργίας, για να μεταμορφώσει τελικά μέσα από την πράξη σκηνοθεσίας ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα σε εικόνες, σε οπτικές εμπειρίες. Ως αποτέλεσμα αυτής της σχέσης, η κινηματογραφική ταινία γίνεται για τον δημιουργό της -πέρα όλων των άλλων και- ένα όχημα μεταφοράς του πάθους για κινούμενες εικόνες.

Δημήτρης Μπάμπας

1 Εκτός μιας εξαίρεσης: ο Scorsese περιγράφει την προσωπική του ζωή λίγο πριν τα γυρίσματα της ταινίας Raging Bull -μιας από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 80. Μετά από την επιτυχία του Taxi Driver, ο σκηνοθέτης θα βυθιστεί μέσα σ' ένα τέλμα ηδονισμού, απόρροια μιας βαθιάς προσωπικής κρίσης. Τέλος στην αδράνεια θα δώσει η σκηνοθεσία της ταινίας Raging Bull. Το θέμα της ταινίας υπενθυμίζει τις παράλληλες και πολλές φορές τεμνόμενες γραμμές που ακολουθεί προσωπική ζωή με την καλλιτεχνική δημιουργία. Η ταινία αφηγείται την πορεία ενός πυγμάχου ο οποίος μετά την απότομη άνοδό του, θα βυθιστεί στην δίνη της προσωπικής του κρίσης Χγια να ανακαλύψει στο τέλος -μετά πολλών κόπων και βασάνων-, την γαλήνη και ηρεμία.
2 "[Η αγάπη αυτή] Γεννήθηκε από την πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος ήταν μια τέχνη διαφορετική από κάθε άλλη: η πεμπτουσία του μοντέρνου ·σαφώς προσιτή ·και ποιητική και μυστηριώδης και ερωτική και ηθική –όλα αυτά μαζί. Ο κινηματογράφος είχε αποστόλους -ήταν σαν θρησκεία. Ο κινηματογράφος ήταν σαν μία σταυροφορία. Για τους κινηματογραφόφιλους οι ταινίες περιέκλειαν τα πάντα: Ο κινηματογράφος ήταν ταυτόχρονα η επιτομή της τέχνης και η επιτομή της ζωής"(από κείμενο της Susan Sontag στην εφημερίδα New York Times στο φύλλο της 25ης Φεβρουαρίου 1996).
3 Τρία ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκαν με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας του κινηματογράφου και στα οποία ο Scorsese είναι παραγωγός και συν-σκηνοθέτης, εκθέτουν με τον καλύτερο τρόπο την σχέση του με όλο το σώμα του παλιού Χολιγουντιανού κινηματογράφου. Αποτελούν ίσως την καλύτερη έκφραση της αγάπης του για το σινεμά.