(με αφορμή την ταινία Kill Bill)
kill6.jpg
Το σχόλιο έχει ειπωθεί αρκετές φορές και με έμφαση από την κριτική: το σινεμά του Quentin Tarantino δεν είναι ένα πρωτότυπο σινεμά. Οι τέσσερις ταινίες του -Reservoir Dogs (1991), Pulp Fiction (1994), Jackie Brown (1997) και Kill Bill (2003-2004)- είναι γεμάτες αναφορές στα διάφορα είδη του κινηματογράφου: οι γκανγκστερικές ταινίες, τα σπαγγέτι γουέστερν, οι ταινίες σαμουράι και πολεμικών τεχνών και τέλος ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος με σκηνοθέτες όπως Francois Truffaut, Eric Rohmer και Jean- Pierre Melville. Ωστόσο εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μ' έναν ευσυνείδητο αντιγραφέα, αλλά μάλλον μ' ένα παθιασμένο σινεφίλ -και είναι αυτό που κάνει την διαφορά.
Αναμειγνύοντας χωρίς αιδώ τα διάφορα κινηματογραφικά είδη ο Quentin Tarantino ενσταλλάσει στο τελικό αποτέλεσμα κάτι σημαντικό: το προσωπικό του πάθος και μια ιδιαίτερη οπτική πάνω στα κινηματογραφικά είδη. Στο δευτερογενές σινεμά που κάνει, οι εικόνες κατάγονται, όχι από το κινηματογραφικό παρελθόν, αλλά από το κινηματογραφικό του υποσυνείδητο. Οι ταινίες του δεν είναι παρά προσωπικές καταγραφές των συγκινήσεων και των εμμονών που εκτρέφονται μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα, εκφράζουν τον συναισθηματικό φόρτο ενός θεατή. Στις εικόνες των ταινιών βλέπουμε πως εξαχνώθηκε η έξαψη και το πάθος ενός θεατή που τελικά έγινε σκηνοθέτης.
kill4.jpgΥπάρχει ένα στοιχείο στην τελευταία ταινία του Kill Bill που κάνει εμφανή τα προηγούμενα: σε αντίθεση με τις προηγούμενες του ταινίες που βρίθουν από ξεχασμένες pop επιτυχίες του παρελθόντος, σ' αυτή ο σκηνοθέτης κάνει κάποιες παράδοξες, για το παρελθόν του, επιλογές: χρησιμοποιεί ως ηχητική επένδυση ορχηστική μουσική που ήδη έχει ακουστεί στο παρελθόν σ' άλλες παλαιότερες ταινίες. Εδώ η κινηματογραφική μουσική είναι ο χώρος που διασώζει τις αναμνήσεις και τις απολαύσεις που προκαλούνται μέσα σκοτεινή αίθουσα. Αναπαράγοντας και χρησιμοποιώντας την μουσική παλιών ταινιών ο Tarantino προβαίνει σε μια χειρονομία βαθύτατα συναισθηματική: προσπαθεί να μοιραστεί με τον σημερινό θεατή της ταινίας του την ίδια συγκίνηση που βίωσε όταν παρακολουθούσε κάποια παλιά ταινία.
Οι μουσικές επιλογές του είναι ενδεικτικές για το εύρος των αισθητικών του επιρροών: Ennio Moricone (από ταινίες του Sergio Leone), τραγούδια από ιαπωνικές ταινίες σαμουράι, Luis Bacalov, Bernard Herrman (ο μουσικός του Hitchicock), Isaac Hayes, Quincy Jones, Zamfir. Αυτό το ετερόκλιτο των αναφορών γίνεται λιγότερο ετερόκλιτο όταν ο θεατής, και στην περίπτωση μας ο σκηνοθέτης, λειτουργήσει ως κριτικός. Δηλαδή απομακρυνθεί από την ελκυστική επιφάνεια των εικόνων και προσπαθήσει να αναγνωρίσει τους κοινούς παρονομαστές, τους όμοιους μηχανισμούς που προκαλούν την κινηματογραφική αφήγηση. Το αφηγηματικό σχήμα που χρησιμοποιεί στην ταινία του Kill Bill εκ πρώτης όψεως μοιάζει απλό σε σχέση με το ίδιο του το παρελθόν (Reservoir Dogs, Pulp Fiction αλλά και τα σενάρια των True Romance και Natural Born Killers). Όμως είναι ακριβώς αυτή η απλότητα του που τού επιτρέπει να εντάξει κινηματογραφικούς κόσμους τόσο διαφορετικούς. Ένα τραυματικό συμβάν, η εκδίκηση, μια επαναλαμβανόμενη παραλλαγή ενός επεισοδίου όπου το θύμα συναντά τον θύτη και ανταποδίδει με βιαιότητα και οργή. Το σχήμα αυτό ολοκληρώνεται με την κορύφωση: μια μεγαλειώδη σχεδόν τελετουργική αναμέτρηση (με την οποία κλείνουν όλες οι ταινίες δράσης), η σκηνή της κάθαρσης. Αυτό το σχήμα, δηλαδή οι επαναλαμβανόμενες συναντήσεις και συγκρούσεις μέχρι την τελική κορύφωση, είναι και το βασικό αφηγηματικό σχήμα στο σινεμά της δράσης.
kill5.jpgΗ σκηνοθετική στρατηγική του Quentin Tarantino είναι διττή. Από την μια πλευρά χρησιμοποιεί αυτή την τυποποιημένη επαναλαμβανόμενη σκηνή της εκδίκησης για να χρωματίσει το κάθε επεισόδιο μ' ένα διαφορετικό πολιτισμικό χρώμα: η έρημος, η Ιαπωνία, η Κίνα, οι ΗΠΑ. Κάθε επεισόδιο εκδίκησης διαθέτει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργείται τόσο από τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται όσο και από το κινηματογραφικό είδος στο οποίο αναφέρεται. Έτσι κατά κάποιο τρόπο το Kill Bill θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κινηματογραφικό ανάλογο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας: μια περιπλάνηση σε τόπους και κινηματογραφικά είδη.
Όμως η άλλη όψη της σκηνοθετικής στρατηγικής του Quentin Tarantino είναι πολύ πιο ουσιαστική για την διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Τα βασικά είδη στα οποία αναφέρεται η ταινία Kill Bill - σπαγγέτι γουέστερν, ταινίες εκδίκησης, ταινίες πολεμικών τεχνών και με σαμουράι- χαρακτηρίζονται από το προβλέψιμο στην σχεδίαση των χαρακτήρων, στην αφηγηματική δομή, στην δραματική πλοκή. Συνήθως στην αρχή της ταινίας γίνεται η ανάπτυξη των χαρακτήρων όπου εγκαθιδρύονται οι μεταξύ τους σχέσεις και καθορίζεται το ψυχολογικό τους προφίλ, για να μπορέσουν αργότερα να αναπτυχθούν με επάρκεια οι σκηνές των συγκρούσεων. Επιπλέον πολύ συχνά τα πρόσωπα είναι μονοδιάστατα, χωρίς ψυχολογικό βάθος, χωρίς συναισθηματικό κόσμο και εσωτερικές συγκρούσεις.
Αυτό που βλέπουμε στο Kill Bill είναι η πλήρης αντιστροφή αυτού του σχήματος. Απουσιάζει πλήρως στο πρώτο μέρος της ταινίας σκηνές που θα βοηθούσαν τον θεατή να κατανοήσει τους χαρακτήρες, τα κίνητρα τους, την ψυχολογία, το "character development". Ο χαρακτήρας της Νύφης (Uma Thurman) είναι μονοδιάστατος, σχεδόν μια οργισμένη καρικατούρα, και μόνο καθώς η ταινία προχωρά αρχίζουμε να σχηματίζουμε μια αμυδρή εικόνα της προσωπικότητας της και του πολύπλοκού συναισθηματικού της τοπίου. Όμως η πλήρη αντιστροφή συμβαίνει στην τελική σκηνή αναμέτρησης ανάμεσα στην Νύφη και τον Bill, όπου η παρεμβολή της κόρης της Νύφης εκτρέπει την ταινία: από τον χώρο της δράσης και από την χορογραφία της κίνησης των σωμάτων η ταινία ωθείται σχεδόν βίαια στον χώρο των διαλόγων και των μετέωρων συναισθημάτων, από το πεδίο των βίαιων αναμετρήσεων στο πολύπλοκο τοπίο των διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα σε μια γυναίκα και τον πρώην εραστή της, ένα σατανικό, σχεδόν πατρικό πρόσωπο, έναν πληγωμένο ερωτευμένο. Δεν υπάρχει καμιά μεγαλειώδη σκηνή αναμέτρησης, αλλά μόνο οι συναισθηματικές εντάσεις ανάμεσα σε δύο πρώην εραστές -και μια γεμάτη ψυχική θέρμη και τρυφερότητα προσήλωση του σκηνοθέτη σ' ένα πρόσωπο, την συναισθηματικά πληγωμένη και οργισμένη Νύφη.
kill1.jpgΈτσι το τέλος της ταινίας κρύβει για τον θεατή μια έκπληξη. Όχι, δεν θα νικήσει το Κακό. Η Νύφη θα πάρει όπως όλοι αναμέναμε την εκδίκηση της. Όμως η τελευταία εικόνα της συνοδεύεται από κάτι ουσιαστικό, από μια ανατροπή, από μια μεταβολή που συνταράσσει τον συναισθηματικό της κόσμο: από δολοφόνος γίνεται μητέρα. Και αυτό που εντέλει παρακολουθήσαμε επί τέσσερις και μισή ώρες δεν ήταν μια οργισμένη γυναίκα σε αναζήτηση εκδίκησης, αλλά μια μητέρα που αναζητά την χαμένη της κόρη.

Δημήτρης Μπάμπας

Υ.Γ. Οι δύο ταινίες Kill Bill vol.1 και vol.2 θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια ολότητα γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή η σκηνοθετική στρατηγική του Quentin Tarantino. Ο τεμαχισμός σε δύο μέρη, για τις ανάγκες της διανομής, καταλύει την οργανική ενότητα της ταινίας. Παρόμοια αντιμετώπιση από διανομείς στο παρελθόν έχει υποστεί και ο Friz Lang.

Kill Bill vol.1 & vol.2 (2003-2004)
Σκηνοθεσία: Quentin Tarantino.
Σενάριο: Quentin Tarantino.
Φωτογραφία: Robert Richardson.
Ηθοποιοί: Uma Thurman, David Carradine, Lucy Liu, Michael Madsen, Sonny Chiba, Vivica A. Fox, Daryl Hannah, Samuel L Jackson, Julie Dreyfus, Chiaki Kuriyama, Larry Bishop, Michael Parks, Gordon Liu, Christopher Allen Nelson, Bo Svenson.
Διάρκεια: 110' & 134'