Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες: Γκας Βαν Σαντ
του Θόδωρου Σούμα
Κυκλοφόρησε προ ημερών από τις εκδόσεις Αιγόκερως, το τελευταίο κινηματογραφικό βιβλίο του συνεργάτη μας Θόδωρου Σούμα, με τίτλο "Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες". Το βιβλίο έχει σαν θέμα του τον δυτικό κινηματογράφο και διαιρείται σε κεφάλαια που το καθένα του αναφέρεται στην κινηματογραφία και ορισμένους βασικούς σκηνοθέτες κάθε μεγάλης δυτικής χώρας, από τις ΗΠΑ ως την ΕΣΣΔ και τη Ρωσία, περνώντας από τις ευρωπαϊκές χώρες: Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία, Γερμανία και Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Δανία και Ελλάδα (ένα μεγάλο κομμάτι). Στα πλαίσια της κάθε εθνικής κινηματογραφίας, μελετώνται ορισμένοι σημαντικοί σκηνοθέτες, που αγαπά και εκτιμά ο συγγραφέας...
Χρονολογικά, το βιβλίο επεκτείνεται από το βωβό σοβιετικό σινεμά και τον Φριτς Λανγκ ως το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, τον Γκας Βαν Σαντ, τους αδελφούς Κοέν και τον Ταραντίνο, περνώντας από τον Μάικ Λι, τον Χάνεκε, τους αδελφούς Νταρντέν και άλλους σύγχρονους ευρωπαίους...
(Το παρακάτω απόσπασμα απο το βιβλίο αναφέρεται σ' ένα απο τους πιο σημαντικούς σύγχρονους αμερικάνους σκηνοθέτες τον Γκας Βαν Σαντ)
Γκας Βαν Σαντ
Ο Γκας Βαν Σαντ (Gus Van Sant) ξεκίνησε ως σκηνοθέτης του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Κατά συνέπεια ακολούθησε τα βήματα του ευρηματικού και δροσερού, ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, που γνωρίζει καλά να αφηγείται φρέσκες, ρεαλιστικές ιστορίες με νεύρο και στιβαρότητα, αλλά και πρωτοτυπία και διάθεση ανανέωσης. Από τις πρώτες ανεξάρτητες ταινίες του, στην Ελλάδα είδαμε το Mala Noche (1985), το Drugstore Cowboy (1989) και το My Own Private Idaho (1991). Τα Drugstore Cowboy, My Own Private Idaho (ελλ.τίτλος Το δικό μου Αϊντάχο), Mala Noche, και λιγότερο το Ακόμη και οι καουμπόισες μελαγχολούν (Even Cowgirls Get the Blues, 1993), ανήκουν στην ομάδα των πρώτων ανεξάρτητων και ελεύθερα, ποιητικά σκηνοθετημένων ταινιών του σκηνοθέτη. Η αισθητική τους διανθίζεται με πρωτότυπα σκηνοθετικά ευρήματα και εφέ, ψαγμένο και ποιητικό στιλ σε μια πετυχημένη μίξη με το ρεαλισμό του Γκας Βαν Σαντ, διατηρώντας στο επίκεντρο τους νέους ανθρώπους, τις ανησυχίες και τις αγωνιώδεις αναζητήσεις τους.
Το Milk ανήκει στην κατηγορία των ρεαλιστικά σκηνοθετημένων, προσιτών στο πλατύ κοινό μυθοπλασιών του Γκας Βαν Σαντ, μαζί με το συγγενές του Ο ξεχωριστός Ουίλ Χάντινγκ (1997), αλλά και τα πιο εμπορικά Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ (Finding Forrester, 2000) και Έτοιμη για όλα (To Die For, 1995).
Ο ξεχωριστός Ουίλ Χάντινγκ (Good Will Hunting), σε σενάριο και ερμηνεία Ματ Ντέιμον και Μπεν Άφλεκ, ξεκινά με τη αισθητική ανεξάρτητης αμερικάνικης ταινίας και λίγο λίγο εξελίσσεται προς μια δραματουργία, αφήγηση και φόρμα που τείνουν πιο πολύ προς ένα mainstream σινεμά. Ένας νεαρός (Ματ Ντέιμον), ιδιοφυής στα μαθηματικά μα περιθωριακός και με παραβατική συμπεριφορά, ανακαλύπτεται από έναν καθηγητή (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) και βοηθιέται από έναν αυθεντικό, ανθρώπινο και προοδευτικό ψυχολόγο (Ρόμπιν Ουίλιαμς), για να αναγνωρίσει και να δεχτεί τον εαυτό του, την κλίση του και τη θέση του ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και στην ερωτική του σχέση με την αγαπημένη του. Ο Γκας Βαν Σαντ αναπτύσσει με πειστικό, συγκινητικό, κλασικό τρόπο τη μυθοπλασία του, δουλεύοντας αποτελεσματικά τις λεπτομέρειες και τα συναισθήματα της αφήγησης και της δραματουργίας. Ο σκηνοθέτης αναπτύσσει ολοκληρωμένα τους κεντρικούς χαρακτήρες κι επεξεργάζεται πειστικά, με ανθρωπιά και γενναιοδωρία, την ψυχολογία τους, τις καταστάσεις που ζουν και τους κοινωνικούς χώρους στους οποίους κινούνται (κολλέγιο, χώρος εργασίας κ.λπ.). Οι θεατές παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα τις διακυμάνσεις της σχέσης του εξεγερμένου μαθητή-γιου με τους δύο δασκάλους-πατεράδες και βρίσκουν, μέσα από τις ταυτίσεις που τους ταιριάζουν, τη θέση τους σ’αυτό το πλέγμα σχέσεων, γι’αυτό και η ταινία τους αγγίζει και τους συγκινεί.
To Milk (2008) δεν είναι μια τυπική, αγιογραφικού τύπου βιογραφία ενός θετικού ήρωα. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη, συγκινητική ιστορία για έναν ειλικρινή, τολμηρό άνθρωπο που αγωνίστηκε για να τον σέβονται, πολύ απλά, γι’αυτό που ήταν. Τo φιλμ του Γκας Βαν Σαντ έχει καθαρή και τίμια σκέψη, συναίσθημα, χιούμορ, ειλικρίνεια, αγάπη και σεβασμό για τον πλησίον μας, γι’αυτό μας κερδίζει. Ο Σον Πεν δίνει μια υπέροχη ερμηνεία βασισμένη στις λεπτομέρειες, στις αποχρώσεις, στη συγκίνηση και στην αλήθεια του ήρωα αλλά και της υποκριτικής μεθόδου του. Ο σκηνοθέτης πλάθει και του αντιπαραθέτει άλλο ένα αληθινό, γνήσιο πρόσωπο, αυτό του δολοφόνου του, του συντηρητικού αντιπάλου του δημοτικού συμβούλου που, τελικά, τον σκοτώνει. Η ανθρωπιστική ποιότητα και η μυθοπλαστική ολοκλήρωση του Milk είναι υψηλού επιπέδου και συνεπαίρνουν με απλό τρόπο, γιατί μιλούν και στην καρδιά και στη νόηση του ώριμου θεατή.
Το Elephant, γυρισμένο το 2003, είναι το αριστούργημα του Γκας Βαν Σαντ και σίγουρα θα μείνει στην ιστορία του μοντέρνου σινεμά. Ανήκει στην ενότητα των ταινιών του Γκας Βαν Σαντ (Paranoid Park, 2007, Last Days,2005, Gerry, 2002) που πραγματεύονται με έναν παγερό, μινιμαλιστικό τρόπο τα υπαρξιακά αδιέξοδα των νέων. Ένας κινηματογράφος της αποξένωσης από τους άλλους ανθρώπους, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι απόγονος της αντονιονικής ματιάς, εξειδικεύοντάς την στους νέους (το έκανε κι ίδιος, το 1970, στην Αμερική, με το Zabriskie Point). Ο Γκας Βαν Σαντ γίνεται, σήμερα, ακόμη πιο μοντέρνος γιατί παραλλάσσει και πολλαπλασιάζει την αφηγηματική οπτική του, δηλαδή αφηγείται την ιστορία του, την επίθεση δύο οπλισμένων μαθητών στο λύκειό τους (βλέπε το μακελειό στο Columbine), από πολλές οπτικές γωνίες, πολλών προσώπων, θυμάτων ή θυτών. Η πολυπρόσωπη αφήγηση και το παράλληλο μοντάζ του έχουν πολλές ιδιομορφίες: ο σκηνοθέτης δείχνει και ξαναδείχνει την ίδια σκηνή από διαφορετικές σκοπιές, από τη σκοπιά πολλών παρισταμένων, ξαναπιάνοντας τη σκηνή πολλές φορές απ΄την αρχή, κάνοντας, δηλαδή, πηδήματα στο χρόνο (η χρονική αφήγησή του δεν εξελίσσεται συνεχώς προς τα εμπρός και δεν είναι γραμμική). Στην ουσία κάνει συνεχή, μικρά άλματα στο χώρο και το χρόνο, που είναι όμως ικανά να σε παραξενέψουν κι αποσταθεροποιήσουν. Καταρχήν, παρακολουθεί τα πρόσωπά του, τους μαθητές, με απανωτά τράβελινγκ που τους ακολουθούν (συχνά με την κάμερα πίσω από την πλάτη τους και άλλες φορές προπορευόμενη ή απ΄το πλάι). Συνολικά το σκηνοθετικό ύφος του είναι ψυχρό, μινιμαλιστικό, μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία εν κινήσει, πανέξυπνα χορογραφημένη, σε έναν χώρο αχανή, δαιδαλώδη, παγωμένο και αντισηπτικό, ένα λαβυρινθώδες λύκειο (υπέροχη, διαυγής φωτογραφία και εικόνα). Η πολυπρισματική αφήγηση σπάει και το νατουραλισμό και την απλοϊκή πίστη στην κινηματογραφική αληθοφάνεια.
Αν και η ματιά του είναι εξωτερική, καταδείχνει τα προβλήματα των νέων: προβλήματα με τους γονείς, προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ τους (ή με τους καθηγητές), ανταγωνισμός και συγκρουσιακές σχέσεις των νέων (προσβάλλουν ή κοροϊδεύουν ορισμένους, -μεταξύ αυτών και τον ένα δολοφόνο, μεσ’την τάξη), δυσλειτουργίες στον ερωτικό τομέα, καταφυγή στη βία, εύκολη πρόσβαση στα όπλα (μέσω του ίντερνετ), επίδραση των βίαιων βιντεογκέιμς και των φασιστικών ιδεών κλπ κλπ.
Το Last Days υποτίθεται πως είναι η περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Κομπέιν, του θρυλικού ηγέτη των Νιρβάνα, που πέθανε απ΄τα ναρκωτικά. Και εδώ συναντάμε την επιλογή του ψυχρού, εξωτερικού σκηνοθετικού βλέμματος διαμέσου της καθαρής, «διαυγούς» φωτογραφίας. Σκηνοθετικό στιλ παγερό, μινιμαλιστικό, σιωπηλό (με περιορισμένους διαλόγους), που χρησιμοποιεί συχνά άδειους χώρους και χρόνους (όπου, δηλαδή, δεν γίνεται σχεδόν τίποτα), χωρίς δράση, που αντανακλούν το υπαρξιακό κενό των νεαρών προσώπων που συνήθως περιφέρονται στην εξοχική βίλα του Κομπέιν.
Τη σιωπή και το πήγαινε έλα διακόπτουν με παράταιρο τρόπο δύο τρεις επισκέψεις: Ενός μαύρου πωλητή διαφημήσεων του χρυσού οδηγού και δύο κουστουμαρισμένων νεαρών που κάνουν κήρυγμα υπέρ της εκκλησίας τους.
Πέρα από τα βιογραφικά στοιχεία, ο Γκας Βαν Σαντ βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στα προβλήματα επικοινωνίας ή αποξένωσης, αλλοτρίωσης (εδώ από τα ναρκωτικά, στο Elephant από τη βία) της νεολαίας. Νέοι που ψάχνονται, που παραπαίουν, που δυσκολεύονται ή αδυνατούν να επικοινωνήσουν, που ψελλίζουν μια σεξουαλική επικοινωνία, που περιφέρονται, σιωπούν ή -ευτυχώς- παίζουν μουσική· το τραγούδι και η ροκ μουσική είναι η μόνη γερή επικοινωνιακή τους γέφυρα, ή καλύτερα μια κραυγή-κάλεσμα προς τον άλλο, προς τον κόσμο.
Ακόμη, είναι παρούσα κι η αδιεξοδική, αντρική ομοφυλοφιλική περίπτυξη (κάτι που ισχύει και στα My Own Private Idaho, Mala Noche και Elephant (οι δυο έφηβοι δολοφόνοι, πριν αρχίσουν την αιματοβαμμένη επιδρομή τους, λένε: αφού δεν έχουμε μέχρι τώρα φιλήσει κανέναν άλλο, ας φιληθούμε μεταξύ μας)). Όμως, στο μαχητικό Milk, η ομοφυλοφιλία έχει μια θετική, δημιουργική και χαρούμενη χροιά, αν και ο συντηρητικός περίγυρος εκδικείται τον ομοφυλόφιλο ακτιβιστή Χάρβει Μιλκ.
Το Last Days και τα Elephant και Gerry έχουν να κάνουν, πρωταρχικά, με τον θάνατο. Τα παγώνει ακόμη περισσότερο η αμείλικτη και σκοτεινή πνοή του θανάτου που τα διατρέχει υπόκωφα. Ο θάνατος, μαζί με την απελπισία, παραμονεύει στη γωνία, θα αρπάξει κάποιους από τους νεαρούς ήρωες των ιστοριών.
Το Paranoid Park εξιστορεί, με μια μέθοδο συγγενή προς αυτήν του Elephant, την κρίση που περνά ένας έφηβος διαλυμένης και προβληματικής οικογένειας, μπλεγμένος με αμφισβητήσιμες παρέες στο κακόφημο πάρκο όπου κάνουν σκέιτ διάφοροι περιθωριακοί, στο Πόρτλαντ. Ο Άλεξ μπλέκει και σκοτώνει, κατά λάθος, έναν φύλακα. Μοναχικότητα των νέων, αδυναμία συνεννόησης μεταξύ τους και με τους γονείς, δυσλειτουργικές οικογενένειες, αποτυχημένοι εφηβικοί έρωτες, αποπροσανατολισμός. Διάφοροι νέοι που έχουν χάσει το δρόμο τους, ή που δεν ξέρουν ποιος θα’πρεπε να είναι.
Ο Γκας Βας Σαντ χρησιμοποεί κι εδώ παγερούς χώρους, όπου συχνάζουν οι νέοι: διάδρομοι λυκείου, τσιμεντένιες ράμπες για σκέιτ κάτω από τη γέφυρα, σιδηροδρομικός σταθμός τη νύχτα (τόπος όπου γίνεται ο σκοτωμός του φύλακα). Χειρίζεται το χρόνο κάνοντας φλας μπακ, παρουσιάζοντάς μας (βασανιστικές) αναμνήσεις ή αφηγήσεις του Άλεξ για το τι έγινε. Μερικές φορές επιστρέφει στις ίδιες σκηνές, από άλλη πλευρά ή χρονική «είσοδο». Χρησιμοποιεί επίσης, ενίοτε, ως άξονα, το γράψιμο, από τον Άλεξ, ενός ημερολογίου και τον εσωτερικό μονόλογό του.
Ο Γκας Βαν Σαντ εισάγει νωρίς, στο σχολείο, την ανάκριση του ντεντέκτιβ για το φόνο, για να μας δείξει ότι συνέβη κάτι κακό, για να μας υποψιάσει και να δημιουργήσει μια αίσθηση σασπένς που διατηρείται σε όλο το φιλμ. O σκηνοθέτης γνωρίζει καλά τις μεθόδους του κλασικού χολιγουντιανού σινεμά και τις χρησιμοποιεί όποτε κρίνει αυτός σκόπιμο, κάτι που κάνει εκτεταμένα στις πιο mainstream ταινίες του.
Πότε-πότε περνάει σε μερικά slow motion (το είδαμε και στο Last Days και στο Elephant), ποιητικό εφέ που εστιάζει, υπογραμμίζει και μεγενθύνει τις στιγμές. Ωρισμένα πλάνα έχουν φιλμαριστεί εν κινήσει, με κάμερα στο χέρι και κόκκο, εν είδει ντοκιμαντέρ, για να εντείνει την αυθεντικότητα και την αλήθεια της ιστορίας του. Ντοκιμαντερίστικη, εν μέρει, χροιά έχουν αρκετά κομμάτια και άλλων ταινιών του, του Elephant, του Gerry κ.α.
Η μπάντα του ήχου (οι θόρυβοι κ.λπ.) είναι πολύ επεξεργασμένη. Tο ίδιο και οι μουσικές: ρίχνει στα ντοκιμαντερίστικα πλάνα του σκέιτιν, μια υπνωτιστική electronica μουσική· προς το τέλος, ακολουθώντας τον Άλεξ, για να δημιουργήσει μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, βάζει γνωστές μουσικές του Νίνο Ρότα (!).
(απόσπασμα απο το βιβλίο Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες του Θόδωρου Σούμα, Αιγόκερως, 2006)