robert-altman.jpg

"Αγαπώ την ένταση στη δουλειά. Εξιτάρομαι και γίνομαι σαν παιδί."
Robert Altman

Στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 70, όταν το Χόλιγουντ ακροβατούσε στην κόψη του ξυραφιού, προσπαθώντας, μάλλον μάταια, να ισορροπήσει ανάμεσα στον αφόρητο κομφορμισμό του τηλεοπτικού μέσου -που αμφισβητούσε έμπρακτα την εξουσία του -και στη διάχυτη αμφισβήτηση της αμερικάνικης νεολαίας, που διέβρωνε υπόγεια τις εικόνες του -υπήρξε ένας σκηνοθέτης που στάθηκε πάνω από το κενό. Ο σκηνοθέτης αυτός ήταν ο Robert Altman, και η αφορμή γι' αυτόν τον πρόλογο είναι η ταινία του MASH (1970). Ήταν μια κωμωδία για τον πόλεμο της Κορέας, που στα βλέμματα των θεατών της, έμοιαζε να μιλά για την εθνική τραγωδία της εποχής: το Βιετνάμ. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία και το κωμικό κυκλοφορεί μέσα στην ταινία, αποδιαρθρώνοντας τις αξίες του αμερικάνικου στρατού, στην πιο κρίσιμη στιγμή, σχηματίζοντας ένα πορτραίτο του, απογυμνωμένο από κάθε επικό και ηρωικό στοιχείο. Αν και η ταινία δεν διακρινόταν για την αισθητική τολμηρότητα της (μάλλον για το αντίθετο μπορούμε να μιλήσουμε), έκανε τον σκηνοθέτη γνωστό στους εξεγερμένους της εποχής.
Η επιτυχία όμως που γνώρισε υπήρξε και η αφορμή για ένα μεγάλο στοίχημα που έθεσε ο Robert Altman: τη δημιουργία ταινιών που στέκονται κριτικά απέναντι στην αμερικάνικη κοινωνία και τις μυθολογίες της, όντας όμως παράλληλα προϊόντα του μηχανισμού. altman5.jpg

Αποτυχίες και επιτυχίες;
Τοποθετημένος μέσα στον μηχανισμό της και έχοντας να παλέψει με τους «παίκτες» της βιομηχανίας, γεύτηκε πολύ συχνά την αίσθηση της αποτυχίας, ιδίως στην δεκαετία του 80. Τίτλοι όπως: Popeye (1980), Come Back to the 5 & Dime, Jimmy Dean, Jimmy Dean (1982), Streamers (1984), Secret Honor (1984), Fool for Love (1985), Beyond Therapy (1987), γνωρίζουν συχνά την αδιαφορία του κοινού και του κριτικού λόγου. Αναζητώντας τα κοινά σημεία μέσα στις διαφορετικές διαδρομές που χαράσσουν οι παραπάνω ταινίες θα στεκόμασταν στο κριτικό βλέμμα πάνω στο εσωτερικό της αμερικάνικης κοινωνίας, την έντονα σαρκαστική και ειρωνική ματιά πάνω στα πρόσωπα και στους ζωτικούς τους μύθους, αλλά και στην απουσία έντονων δραματικών κορυφώσεων στην αφηγηματική γραμμή. Είναι όμως οι διασκευές θεατρικών έργων, που κυριαρχούν σαν πρώτη ύλη σε αρκετές από αυτές τις ταινίες. Σπάσιμο των θεατρικών κωδίκων και αναζήτηση των σημείων τομής του κινηματογραφικού λόγου με τον θεατρικό: αυτό είναι το δημιουργικό στοιχείο της περιόδου.

altman6.jpgΗ δεκαετία του 70
Πηγαίνοντας λίγο πίσω στον χρόνο, στην δεκαετία του 70, θα βρούμε σε πλήρη ανάπτυξη όλη τη δημιουργικότητα του Robert Altman. Εδώ οι αισθητικές επιλογές χαρακτηρίζονται από την τολμηρότητα της αναζήτησης πάνω στην φόρμα, από τον πλουραλισμό στους αφηγηματικούς τρόπους, από την οπτική πρωτοτυπία, από την έντονη επιθετικότητα απέναντι στους μύθους της αμερικάνικης κοινωνίας και την απομυθοποίηση, αλλά και από το προσωπικό βλέμμα πάνω στα είδη της βιομηχανίας. Η δήλωση του σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει τα κινηματογραφικά είδη, είναι εύγλωττη: «Χρησιμοποιώ όλες τις πληροφορίες που οι θεατές ήδη γνωρίζουν για ένα κινηματογραφικό είδος. Ξέρω ότι έχουν μια σειρά από προσδοκίες, ένα χώρο που αισθάνονται άνετα. Και απλώς προσπαθώ να πάω λίγα εκατοστά πιο κάτω όπου θα πουν: ‘Ναι αυτή η ταινία ανήκει σ' ένα κινηματογραφικό είδος. Ωστόσο δεν το έχω δει έτσι πριν».
altman7.jpg Στο Nashville (1975), μια εξαιρετική τοιχογραφία πάνω στην λαϊκή μουσική της Αμερικής, βρίσκουμε το σκηνοθετικό χειρισμό μεγάλου πλήθους χαρακτήρων –κάτι όπου επανέρχεται συχνά στην φιλμογραφία του Robert Altman. Στο Buffalo Bill and the Indians (1976), θα συναντήσουμε μια αιρετική ανάγνωση της αμερικάνικης μυθολογίας, ενώ στο California Split (1974) μια διερεύνηση της μυθολογίας των τυχερών παιγνίων. Το Long Goodbye (1973) και το Thieves Like Us (1974) είναι αναγνώσεις του φιλμ νουάρ, με τα δεδομένα της δεκαετίας 70 και κάτω από τον συντριπτικό όγκο της παράδοσης του είδους. Το Quintet (1978) μια αντισυμβατική ταινία επιστημονικής φαντασίας, με κέντρο ένα παιχνίδι επιβίωσης, το Images (1972) μια ταινία τρόμου, έχει στο κέντρο του τις απρόοπτες εκτροπές του συζυγικού βίου. Το 3 Women (1977) είναι ένα γυναικείου πορτραίτο, σχεδιασμένο με τις ιδέες ενός επιθετικού φεμινισμού, το McCabe and Mrs Miller (1971) ένα μετά-γουέστερν με άξονα το παιχνίδι αρσενικού -θηλυκού, ενώ το A Wedding (1978) ξεκινά ως μια κριτική ματιά στις τελετουργίες του γάμου και καταλήγει στην αποκάλυψη της υποκρισίας, που κρύβεται πίσω από αυτόν τον θεμελιώδη κοινωνικό θεσμό.
altman4.jpg
Η δεκαετία του 90
Η είσοδος του σκηνοθέτη στην δεκαετία του 90 υπήρξε ταυτόχρονα θορυβώδης, αλλά και ουσιαστική. Η ταινία The Player μοιάζει ως μια μικρή εκδίκηση του Robert Altman απέναντι στους μηχανισμούς της βιομηχανίας του θεάματος. Ο σαρκασμός συναντά την απομυθοποίηση, ενώ αποκαλύπτεται τόσο η συναισθηματική απάθεια του κεντρικού χαρακτήρα, όσο κυρίως η ηθική έκπτωση ενός ολόκληρου κόσμου. Μέσα στο κλειστό σύμπαν των στούντιο, τα κλισέ και τα στερεότυπά, δηλαδή η επανάληψη μιας συνταγής, είναι το ζητούμενο για να υπάρξει η επιδιωκόμενη από τα στούντιο επιτυχία: ο υπόγειος σαρκασμός και η ειρωνεία του Robert Altman σχολιάζει την πεμπτουσία της χολιγουντιανής αισθητικής.
Η επόμενη ταινία του, το Short Cuts, ξεκινά ως ένα ντοκιμαντέρ πάνω στους κατοίκους του Λος Άντζελες, μια χαρτογράφηση των προσώπων και χώρων -αλλά καταλήγει σε μια εσωτερική μαρτυρία για την κατάσταση του ζεύγους, εστιάζοντας στη βαθύτερη ουσία της ζωής παρά στην επιφάνεια της. Αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί προσαρμογή στην μεγάλη οθόνη μιας σειράς διηγημάτων ενός πολύ σημαντικού, μινιμαλιστή ως προς το ύφος, αμερικάνου συγγραφέα, του Raymond Craver.
Στην συνέχεια ο Robert Altman γυρίζει μια ανάλογη του The Player ταινία: αυτήν την φορά θέτει ως στόχο τον κόσμο της μόδας με φόντο το Παρίσι την περίοδο των εκθέσεων μόδας. Η ταινία έχει τον εύγλωττο τίτλο Pret-A-Porter (1994) και χαρακτηρίζεται ως τυπική της ύστερης περιόδου του σκηνοθέτη.
Στις ταινίες αυτής της περιόδου έχουμε μια μεγάλη ομάδα χαρακτήρων, που, συχνά, μικρή σχέση έχει ο ένας με τον άλλο, μικρές ιστορίες που συνθέτουν την αφήγηση, συχνά ένα ειρωνικό ή σαρκαστικό βλέμμα, αφηγηματικές γραμμές που άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν, εκτεταμένη χρήση του φακού zoom, συνεχή κίνηση της κάμερα που παρακολουθεί την δράση των χαρακτήρων από μακριά όπως ένας απλός παρατηρητής που καταγράφει τις εντυπώσεις του, μια συσσώρευση εντυπώσεων που σκοπό έχουν να προκαλέσουν συναισθηματικά τον θεατή και να τον οδηγήσουν σε μια στιγμή έκρηξης ή κορύφωσης. Όπως δηλώνει και ο ίδιος : «Αντιμετωπίζω τις ταινίες όπως ένα πίνακα ή ένα μουσικό κομμάτι: είναι μια εντύπωση… η εντύπωση ενός προσώπου και της συνολικής ατμόσφαιρας… είναι η προσπάθεια να κινητοποιήσεις τους θεατές συναισθηματικά και όχι διανοητικά».
altman2.jpgΗ ταινία που γυρίζει το 1996 με τίτλο Kansas City είναι ένας φόρος τιμής στην γενέθλια πόλη του, σε μια εποχή, την δεκαετία του 30 και σε μια μουσική, την τζαζ. Πάνω απ’ όλα είναι μια πολιτική ταινία, στη φόρμα μιας γκανγκστερικής ταινίας, ένα σχόλιο για το πολιτικό σύστημα της Αμερικής. Μετά το The Gingerbread Man (1998) ταινία που ο Altman δεν είχε το τελικό μοντάζ, γυρίζει το Cookie's Fortune (2000): Εδώ το σκηνικό είναι μια επαρχιακή πόλη του και ιδιαίτεροι και ιδιότυποι χαρακτήρες.
Η ταινία Dr. T and the Women (2000), είναι μια ειρωνική ματιά ενός άνδρα σ’ αυτό που αποκαλείται «η κρυφή κυριαρχία των γυναικών»: κεντρικός ήρωας ένας γυναικολόγος (Richard Gere) που προσπαθεί να επιβιώσει συναισθηματικά μέσα στο χάος ενός γυναικείου κόσμου.
Το Gosford Park (2001) είναι μια αλλαγή για το σκηνοθέτη καθώς επιστρέφει στη Ευρώπη αυτήν την φορά στην Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 30. Η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στην κλασική ταινία του Jean Renoir Le Regle de Jeu, μια τοιχογραφία ετερόκλητων χαρακτήρων που βρίσκονται περιορισμένοι στον κλειστό χώρο ενός αρχοντικού. Και εδώ όπως και σ’ άλλες ταινίες του μπορούμε να βρούμε ένα κοινωνικό σχόλιο για την ηθική σαθρότητα ενός ταξικού ιεραρχικού συστήματος.
Στην ταινία του με τίτλο A Prairie Home Companion (2006) ο Altman εστιάζει, για μια ακόμα φορά, στην κοινωνία του θεάματος: η δράση περιστρέφεται από το ομότιτλο και δημοφιλές στις ΗΠΑ ραδιοφωνικό σόου. Και εδώ όπως και σε άλλες του ταινίες, στο κέντρο της δραματικής πλοκής βρίσκουμε μια ομάδα χαρακτήρων και τις μεταξύ τους σχέσεις. Σ' αυτήν ταινία, ο σαρκασμός δεν είναι έντονος και συχνά ένας τόνος νοσταλγίας επιβάλλεται. Όπως και στις άλλες ανάλογες ταινίες του σκηνοθέτη, αυτό που έχει σημασία είναι ο χώρος -το ραδιόφωνο- και οι δυναμικές του, δηλαδή το πως αυτός επιδρά πάνω στα πρόσωπα και πως καθορίζει συμπεριφορές και σχέσεις.

Δημήτρης Μπάμπας