Ίσως ο πιο γνωστός Ασιάτης σκηνοθέτης ο Ang Lee, κατόρθωσε μέσα σε μια δεκαετία και γυρίζοντας ταινίες κυρίως την Αμερική, να διαμορφώσει ένα σώμα ταινιών το οποίο χαρακτηρίζεται από χιούμορ, από ανθρωπισμό, έξυπνες παρατηρήσεις για την οικογένεια, τις κοινωνικές τάξεις, τις σεξουαλικές εντάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα.
Οι πιο πρόσφατες ταινίες του Ang Lee αποτελούν μια στροφή του σκηνοθέτη προς θέματα επικά και ιστορικά, αφηγήσεις μεγάλης εμβέλειας, με έντονα τα στοιχεία δράσης. Ωστόσο η ίδια η θέρμη και ο ίδιος ανθρωπισμός μπορούν να αναζητηθούν και να βρεθούν και στις ταινίες εποχής και στις σύγχρονες ρομαντικές κωμωδίες του σκηνοθέτη. Και στοιχεία όπως, οι γεμάτες ένταση συγκρούσεις ανάμεσα στην παράδοση και στα μοντέρνα ήθη ή η εμμονή στις οικογενειακές σχέσεις, βρίσκονται πάντα στο έργο του.
Ο Ang Lee γεννήθηκε στην Ταϊβάν και σπούδασε κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Ξεκίνησε από τον χώρο του πάλαι πότε "ανεξάρτητου" αμερικανικού κινηματογράφου και η δεύτερη ταινία του το The Wedding Banquet (1993) έγινε μια από τις πιο κερδοφόρες ανεξάρτητες παραγωγές όλων των εποχών. Η ταινία Eat Drink Man Woman (1994), γυρισμένη στην Ταϊβάν, επιβεβαιώνει την ικανότητα του σκηνοθέτη να επικεντρώνεται στις κωμωδίες του στις οικογενειακές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα: ένας ιδιόμορφος και ιδιαίτερος συνεχιστής του έργου και του ύφους των Paul Mazursky και Woody Allen.
Οι επόμενες ταινίες του, το Sense and Sensibility (1995) και το The Ice Storm (1997) αποτελούν μια στροφή του σκηνοθέτη. Η πρώτη, μια "παραδοσιακή" ταινία εποχής αποτελεί μια αναπαράσταση του ομώνυμου μυθιστορήματος της Jane Austen και διαδραματίζεται στην αγγλική επαρχία στα μέσα του 19ου αιώνα. Ενώ η δεύτερη ταινία -βασισμένη στο μυθιστόρημα του Rick Moody- είναι τοποθετημένη στην δεκαετία του 70 και περιγράφει την αναταραχή και τις συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας "τυπικής" αμερικάνικης οικογένειας -αναταραχές και συγκρούσεις που οφείλονται τόσο στο διάχυτο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα όσο και στις αλλαγές των παραδοσιακών ρόλων.
Στην συνέχεια ο Lee και ο συνεργάτης του -στην παραγωγή και στο σενάριο- James Schamus, στράφηκαν σ' ένα θέμα με ιδιαίτερες απαιτήσεις. Το υποτιμημένο Ride With the Devil (1999) -που αφηγείται την ιστορία μίας από τις μεγαλύτερες και αιματηρότερες θηριωδίες του Αμερικάνικου εμφυλίου- συντίθεται τόσο από επικές σκηνές μαχών όσο και από στιγμές τρυφερότητας, λυρισμού και έρωτα. Είναι προφανές ότι κανένα κινηματογραφικό είδος ή κανένα κινηματογραφικό ύφος δεν μπορεί να καλύψει τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του Ang Lee.
Είναι γι' αυτό που η τελευταία του ταινία, το Crouching Tiger, Hidden Dragon (2000), μια ταινία πολεμικών τεχνών μοιάζει ως μια φυσιολογική συνέχεια σε μια πολυποίκιλη καριέρα. Διαδραματιζόμενη στις αρχές του 20ου αιώνα, η ταινία σύμφωνα με τον σκηνοθέτης της αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα: "Είχα πάντα την άποψη ότι αν δεν κάνω μια ταινία πολεμικών τεχνών, δεν θα έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου πραγματικό σκηνοθέτη. Αυτό το είδος περιέχει καθαρή κινηματογραφική ενέργεια…". Παράλληλα όλες οι εμμονές του σκηνοθέτη μπορούν να βρεθούν εδώ: το ερωτικό πάθος, τα οικογενειακά καθήκοντα, οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται από την αποδοχή συγκεκριμένων κοινωνικών αξιών.
Δ.Μ.
CROUCHING TIGER, HIDDEN DRAGON
Οι άνθρωποι πετάνε σ' αυτήν την ταινία, όμως τους ζήτησα να βάλουν συναίσθημα. Μπορεί να έχω υπερεκτιμήσει την δύναμη της βαρύτητας: τα γυρίσματα ήταν σκληρά για τους ηθοποιούς. Συνήθως ένας ηθοποιός δεν κάνει τις επικίνδυνες σκηνές, και ο αντικαταστάτης του στις επικίνδυνες σκηνές, συνήθως δεν λειτουργεί ως ηθοποιός -σ' αυτήν την ταινία έπρεπε όλοι να τα κάνουν όλα. Για να κάνω μια ταινία πρέπει να έχω την αίσθηση της πρόκλησης. Είμαι ίσως ο μόνος που αναμειγνύει αυτά τα είδη: τις πολεμικές τέχνες και το δράμα. Μ' αρέσει, αυτό να θεωρώ ότι είναι φυσικό -δεν μπορώ να κάνω μια καθαρά εμπορική ταινία ή μια απόλυτα ανεξάρτητη.
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Πήγα σε μια δραματική σχολή για να γίνω ηθοποιός, όμως όταν μετακόμισα στις Η.Π.Α. το 1978 αντιλήφθηκα ότι στην υποκριτική δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι λόγω του προβλήματος της γλώσσας, έτσι στράφηκα στην σκηνοθεσία. Ωστόσο πάντα ενδιαφερόμουν για την υποκριτική και για τους ηθοποιούς. Μεγάλωσα με τις ταινίες πολεμικών τεχνών: στην δεκαετία του 80 έμενα κοντά στην Chinatown, και εκεί υπήρχαν 6 κινηματογράφοι και έτσι έβλεπα όλες αυτές τις ταινίες από το Hong Kong . Αποφάσισα το 1994 να κάνω ταινία αυτήν την ιστορία.
ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΗΣ ΤΑΪΒΑΝ
Μοιραζόμαστε παρόμοιες εμπειρίες [με τους Hou Hsiao-Hsien & Edward Yang- σ.τ.μ σκηνοθέτες από την Ταϊβάν που οι ταινίες τους έχουν δημιουργήσει αίσθηση στον χώρο των κριτικών] όμως τις εκφράζουμε με διαφορετικό τρόπο.
ΚΙΝΑ
Σ' όλη μου την ζωή υπήρξα ένας ξένος. Πρώτα στην Ταϊβάν στο πιο αντικομουνιστικό μέρος του κόσμου και τώρα μ' αυτούς τους ανθρώπους, σ' αυτήν την χώρα [στην Κίνα], που γίνεται σιγά -σιγά, καπιταλιστική. Απογοητεύτηκα κάπως. Εκτός από το Παλάτι, όλα τα άλλα μέρη στην πόλη [στο Πεκίνο] είναι σύγχρονα. Δεν βρήκα αυτό που έψαχνα -αισθάνθηκα σαν να βρισκόμουν σε μια μεγάλη Ταϊβάν. Παρ' όλα αυτά έχω την αίσθηση ότι ανακαλύπτω σ' αυτήν την ταινία, την Κίνα. Γι' αυτό έκανα το Crouching Tiger, Hidden Dragon, μ' αυτούς τους ανθρώπους: για να μιλήσω για πράγματα που γνωρίζουμε και τα οποία πλέον δεν υπάρχουν: την παλιά καλή Κίνα.
(δηλώσεις του σκηνοθέτη στην Joan Dupont, εφημερίδα International Herald Tribune και στον Richard Corliss, στο περιοδικό Time)