"Αυτό που έχει σημασία είναι η επαφή σου με τους ανθρώπους...η διάθεση σου να έρθεις κοντά τους, να γνωρίσεις τις ανάγκες και τον τρόπο σκέψης τους και να κάνεις τις φωνές τους να ακουστούν."
Μπάρμπαρα Κοπλ
Γεννημένη το 1946 σε ένα προάστιο της Νέας Υόρκης, η Barbara Kopple (Μπάρμπαρα Κοπλ) μεγάλωσε σε ένα άνετο, αστικό περιβάλλον, με τη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να πετύχει στη ζωή της. Αυτή ακριβώς η – εξαιρετικά εύθραυστη - εικόνα του αμερικανικού ονείρου θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση όταν η Κοπλ, όντας ακόμα φοιτήτρια κλινικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, ταξιδεύει στην αμερικανική επαρχία και έρχεται σε επαφή με τη μη προνομιούχα εργατική τάξη της χώρας της. Αυτή η επαφή, η οποία, όπως παραδέχεται η ίδια, υπήρξε το μεγαλύτερο σχολείο της και επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, ήταν η βασική κινητήρια δύναμη πίσω από την απόφαση της να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ. Ύστερα από μια γόνιμη περίοδο μαθητείας δίπλα στους βετεράνους κινηματογραφιστές Άλμπερτ και Ντέιβιντ Μέιλς (δημιουργούς του κλασσικού «rocumentary» Gimme Shelter), η Μπάρμπαρα Κοπλ, κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο κινηματογραφώντας, κάτω από αντίξοες και εξαιρετικά αποθαρρυντικές συνθήκες, μια απεργία ανθρακωρύχων στο επαρχιακό Κεντάκι.. Αίτημα τους, η ίδρυση ενός συνδικαλιστικού σωματείου. Το βραβευμένο με Όσκαρ Harlan County, USA, που από το 1990 συγκαταλέγεται στις ταινίες που κοσμούν το κινηματογραφικό αρχείο του αμερικανικού Κογκρέσου, εστιάζει στις επιπτώσεις της απεργίας στη ζωή των εργατών και των οικογενειών τους, αναδεικνύοντας έτσι την ανθρώπινη διάσταση ενός σοβαρού πολιτικού ζητήματος.
Το συνδικαλιστικό κίνημα και τα αδιέξοδα του στην σκληροπυρηνική Αμερική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, βρίσκονται στο θεματικό επίκεντρο των δύο επόμενων φιλμ της σκηνοθέτριας: Του τηλεοπτικού Keeping on (η πρώτη μυθοπλαστική «παρένθεση» στην καριέρα της) και του ‘οσκαρικού’ American dream, όπου η πανταχού παρούσα κάμερα της καταγράφει την απεργιακή κρίση που ξεσπά σε μια βιομηχανία συσκευασίας κρεάτων στη Μινεσότα, τρυπώνοντας στα γραφεία της αδιάλλακτης εργοδοσίας αλλά και τις συνελεύσεις των αμφιταλαντευόμενων εργατών και αποτυπώνοντας με ευκρίνεια το κλίμα πόλωσης της εποχής.
Η διακριτικότητα, η υπομονή και η οξυδέρκεια της Κοπλ, της επέτρεψαν να αποτυπώσει σε φιλμ μερικά από τα πιο ειλικρινή και ενδελεχή ντοκιμαντέρ-πορτραίτα. Tο πιο γνωστό από αυτά, και η ταινία που έκανε το όνομα της γνωστό και εκτός των συνόρων της χώρας της, είναι το Wild man blues (1997) που ακολουθεί τον Γούντι Άλεν σε μια ευρωπαϊκή περιοδεία με την τζαζ μπάντα του, ρίχνοντας φως σε άγνωστες μέχρι τότε πτυχές της προσωπικότητας και της ζωής του δημοφιλή σκηνοθέτη, όπως την προσφάτως δημοσιοποιημένη σχέση του με τη θετή του κόρη, Σουν-Γι.
Mε ανάλογο τρόπο σκιαγραφούνται και οι κινηματογραφικές προσωπογραφίες των Γκρέγκορι Πεκ και Mάικ Tάισον στα A conversation with Gregory Peck (1999) και Fallen champ: The untold story of Mike Tyson (1993), με το τελευταίο να αποτελεί και ένα ευρύτερο σχόλιο πάνω στην ηθική της αμερικανικής κοινωνίας.
Ένα ακόμη αποκαλυπτικό φιλμικό πορτραίτο, αυτή τη φορά μιας ολόκληρης γενιάς, ξεδιπλώνεται στο My generation, όπου μέσα από μια συγκριτική παρουσίαση τριών rock festival, του ιστορικού Woodstock του ’69 και των δύο αναβιώσεων του στη δεκαετία του ’90, επιχειρείται μια αποτίμηση της πνευματικής κληρονομιάς των ΄60’s και, την ίδια στιγμή, στιγματίζεται η απροκάλυπτη εμπορευματοποίησή της από την corporate Αμερική της ιδεολογικά απρόσωπης Generation X.
Το πολυβραβευμένο Shut Up And Sing, δηλαδή το «αυθάδικο», όπως και οι πρωταγωνίστριές του, πορτραίτο του γυναικείου συγκροτήματος Dixie Chicks, δεν αποτελεί παρά μόνο το επιστέγασμα μιας τριαντάχρονης καριέρας πλούσιας σε τρόπαια – όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και ηθικά – στη διάρκεια της οποίας η Μπάρμπαρα Κοπλ καθιερώθηκε παγκοσμίως ως μία από τις πιο αξιόλογες ντοκιμαντερίστριες της Αμερικής.
Από τα ανθρακωρυχεία του Κεντάκι, έως τη σκηνή ενός ιστορικού rock festival και τα πυγμαχικά ρινγκ, η «αεικίνητη» κάμερα της Κοπλ καταγράφει τις ξεχωριστές ιστορίες ανθρώπων που παλεύουν, σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο, για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους. Αυτό όμως που κάνει την σκηνοθέτρια να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους δημιουργούς του είδους είναι ο τρόπος που αφηγείται αυτές τις ιστορίες, το αλάνθαστο ένστικτό της στη σκιαγράφηση, διεισδυτική, πολυδιάστατη, αλλά και ευαίσθητη, των χαρακτήρων της.
«Στο ντοκιμαντέρ τα ηνία τα κρατάει η ζωή και εσύ πρέπει να έχεις την εξυπνάδα, την ευελιξία και την ετοιμότητα να την ακολουθήσεις», δηλώνει η ίδια, προσφέροντάς μας, χωρίς να το θέλει, το δικό της καλλιτεχνικό πορτρέτο.
(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ)