Oι Joe Berlinger (Tζο Mπέρλιντζερ) και Bruce Sinofsky (Mπρους Σινόφσκι) σημαίνουσες προσωπικότητες στο χώρο του σύγχρονου αμερικάνικου ανεξάρτητου ντοκιμαντέρ, πατούν υφολογικά και μεθοδολογικά στα χνάρια του άμεσου κινηματογράφου (direct cinema) των συμπατριωτών τους Φρέντερικ Γουάιζμαν, Ρίτσαρντ Λίκοκ και Έρολ Μόρις. Oι ταινίες τους, διεισδυτικές κοινωνιολογικές μελέτες πάνω στην άγνωστη Americana (τη συλλογική αμερικάνικη ψυχοσύνθεση και νοοτροπία), είναι δουλειές συνθετικές, επίπονες και χρονοβόρες που βασίζονται στην εξονυχιστική έρευνα και την ενδελεχή παρατήρηση και αφήνουν τα γεγονότα που παρουσιάζονται να μιλήσουν από μόνα τους, ακατέργαστα, χωρίς να κατευθύνουν το θεατή. Στόχος τους δεν είναι να δώσουν απαντήσεις αλλά να δημιουργήσουν ερωτήματα, ανοίγοντας έναν γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο με το θεατή.
Με έναν τρόπο σημαδιακό αλλά και ταιριαστό, οι διαδρομές των δύο δημιουργών διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά στην εταιρεία παραγωγής των θρυλικών στο χώρο του ντοκιμαντέρ αδελφών Μέιλς, την Maysles Films. Ο Μπρους Σινόφσκι εργαζόταν ήδη εκεί ως μοντέρ και βοηθός παραγωγής, ο Τζο Μπέρλιντζερ είχε μόλις φτάσει, αφήνοντας πίσω του μια επιτυχημένη καριέρα στη διαφήμιση. Η πρώτη από κοινού δουλειά τους, με τον Μπέρλιντζερ πίσω από την κάμερα και τον Σινόφσκι μπροστά από τη μουβιόλα, το 25λεπτο Outrageous taxi stories, ήταν ένα χιουμοριστικό ντοκιμαντέρ πάνω στην καθημερινότητα των ταξιτζήδων της Νέας Υόρκης, που απέσπασε εξαιρετικά ενθαρρυντικές κριτικές. Το 1988 ο Μπέρλιντζερ θα ιδρύσει την εταιρεία παραγωγής Creative Thinking International και τρία χρόνια μετά ο Σινόφσκι θα τον ακολουθήσει, αποχωρώντας από την Maysles Films.
Ο πρώτος κινηματογραφικός καρπός της Creative Thinking και η ταινία που θα εξασφάλιζε μια περίοπτη θέση στον χάρτη του χώρου για τους δύο συνεταίρους – συνεργάτες, ήταν το ντοκιμαντέρ Brothers Keeper του 1992. Το φιλμ – που αναδείχθηκε στο πιο επιτυχημένο ντοκιμαντέρ ανεξάρτητης παραγωγής και διανομής έως σήμερα - ξεκινά ως ένα άτυπο αστυνομικό μυστήριο, με πρωταγωνιστές τον Ντέλμπερτ, τον Μπιλ, τον Λάιμαν και τον Ρόσκο Γουόρντ, τέσσερα αμόρφωτα, ηλικιωμένα αδέλφια που ζουν απομονωμένα και κάτω από σχεδόν πρωτόγονες συνθήκες (χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχωρητήριο), στη μικρή φάρμα τους, έξω από το Μάνσβιλ, μια αγροτική κωμόπολη της Νέας Υόρκης. Η ήρεμη καθημερινότητα τόσο των «Ward boys», όπως τους φωνάζουν οι κάτοικοι της περιοχής, όσο και της μικρής κοινωνίας του Μάνσβιλ, διαταράσσεται, όταν ο Μπιλ πεθαίνει και ο Ντέλμπερτ υποδεικνύεται από τις αρχές ως πιθανός δολοφόνος του. Ολόκληρη η κοινότητα, ακόμη και όσοι μέχρι εκείνη τη στιγμή αδιαφορούσαν παντελώς για την ύπαρξη των εκκεντρικών αδερφών, επιδεικνύει απρόσμενα ανακλαστικά και συνασπίζεται σε έναν κοινό αγώνα για την αθώωση του «δικού της» Ντέλμπερτ. Πίσω από την καταγραφή των γεγονότων που προηγήθηκαν και μεσολάβησαν της δίκης, αλλά και της δίκης αυτής καθεαυτής, η κάμερα των Μπέρλιντζερ και Σινόφσκι εξερευνά το θέμα του κοινωνικού περιθωρίου και των προκαταλήψεων που το συνοδεύουν τόσο στην καθημερινή του συνδιαλλαγή με τον κοινωνικό πυρήνα όσο και στην αναμέτρησή του με το αμερικανικό δικαστικό σύστημα, σκιαγραφώντας παράλληλα το γλαφυρό πορτρέτο του επαρχιακού Mάνσβιλ, μιας κλειστής κοινότητας που ανακαλύπτει πως αυτό το περιθώριο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς της.
Στο Paradise lost: The child murders at Robin Hood Hills, που καθήλωσε κοινό και κριτικούς, όπου και αν προβλήθηκε, η θεματική παραμένει σε μεγάλο βαθμό ίδια, τα ερωτήματα όμως που εγείρονται από την διερεύνηση της αποδεικνύονται πολύ πιο βασανιστικά. Oι αποτρόπαιοι φόνοι τριών οχτάχρονων αγοριών στο Oυέστ Mέμφις, μια μικρή κωμόπολη του Aρκάνσας, συγκλονίζουν την τοπική κοινωνία που αναζητά επιτακτικά έναν ένοχο για να διοχετεύσει την οργή της και να αποτάξει την ντροπή της. O ένοχος αυτός βρίσκεται τελικά στο πρόσωπο τριών εφήβων, που κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου με μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία την αντισυμβατική τους συμπεριφορά, την απόκλιση τους από μια αδιαπραγμάτευτη, προβλεπόμενη ηθική: Φοράνε μαύρα ρούχα, είναι φαν του heavy metal και ιδιαίτερα των Metallica, διαβάζουν αιρετικά βιβλία. Για την σκληροπυρηνική, μανιχαϊστική και άκρως συντηρητική κοινωνία του Oυέστ Mέμφις αλλά και τα αδηφάγα media που σπεύδουν στην περιοχή για να διεκδικήσουν το μερίδιό τους από την πλούσια λεία, τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά για να καταδικάσουν τους τρεις νέους, πολύ πριν φροντίσει για αυτό η αμερικανική δικαιοσύνη. Tα πολλά, διάπλατα ανοιχτά μέτωπα της υπόθεσης, οδήγησαν στη δημιουργία του Revelations: Paradise lost 2, που αποτυπώνει τον απόηχο της δίκης και τον αντίκτυπό της στη ζωή της μικρής πόλης και των κατοίκων της , ενώ μας συστήνει και τα μέλη της «Free the West Memphis Three», μιας ομάδας που υποστηρίζει την αθωότητα των τριών παιδιών και δημιουργήθηκε μετά την προβολή της πρώτης ταινίας.
Kατά κάποιον τρόπο το Paradise lost πυροδότησε και τη δημιουργία του επόμενου φιλμ των Mπέρλιντζερ και Σινόφσκι, αφού ήταν αυτό που έφερε τους δύο σκηνοθέτες σε επαφή με τους Metallica, ένα από τα μακροβιότερα και δημοφιλέστερα γκρουπ στην ιστορία της heavy metal μουσικής. Tο Metallica: Some kind of monster παρουσιάζει το χρονικό της προετοιμασίας και ηχογράφησης του St. Anger, του άλμπουμ που σηματοδότησε την επιστροφή στα πλατό του συγκροτήματος ύστερα από απουσία πέντε ετών, είναι όμως κάτι παραπάνω από ένα τυπικό μουσικό ντοκιμαντέρ. H κάμερα ακολουθεί τους Metallica από το στούντιο ηχογράφησης, στις πιο προσωπικές τους στιγμές, όπως τις συνεδρίες με τον ψυχαναλυτή τους - τον οποίον είχε προσλάβει η δισκογραφική τους εταιρεία, θέλοντας να προλάβει μια πιθανή διάλυσή τους – και αποτυπώνει τον μεγάλο, ανομολόγητο φόβο τους μπροστά στον χρόνο που περνά, συνθέτοντας «ένα συναρπαστικό ψυχόδραμα, λογοτεχνικής πλοκής και επικών διαστάσεων», όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά στην κριτική τους οι New York Times. Tην ίδια χρονιά, δηλαδή το 2004, κυκλοφόρησε και το Gray matter / Φαιά ουσία, μια προσωπική δουλειά του Mπέρλιντζερ που ρίχνει φως σε μια ακόμη πτυχή της ναζιστικής θηριωδίας, τη δολοφονία 700 και πλέον παιδιών με πνευματική ή σωματική αναπηρία στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος «ευθανασίας». O Mπέρλιντζερ ανακαλύπτει πως εν έτει 2002 ο Δρ. Xάινριχ Γκρος, διευθυντής του προγράμματος, ζει ακόμα και βρίσκεται απομονωμένος κάπου στη Bιέννη, καταφέρνοντας όλα αυτά τα χρόνια να διαφεύγει της δικαιοσύνης.
Ξεχωριστή θέση στη φιλμογραφία των δύο ντοκιμαντεριστών κατέχουν όμως και οι τηλεοπτικές τους δουλειές. Aνάμεσα τους και αρκετά επεισόδια μιας σειράς του τηλεοπτικού καναλιού του φεστιβάλ του Sundance με τίτλο Iconoclasts, η οποία σκιαγραφεί τα απρόβλεπτα, αντισυμβατικά πορτρέτα γνωστών καλλιτεχνών, ανθρώπων που έχουν σημαδέψει με το δημιουργικό τους όραμα τη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα: Tις «από κοινού» εξομολογήσεις μπροστά στον τηλεοπτικό φακό του σκηνοθέτη Kουέντιν Tαραντίνο με την τραγουδοποιό Φιόνα Aπλ και του ηθοποιού και σκηνοθέτη Σον Πεν με τον συγγραφέα Tζον Kρακάουερ, δημιουργό του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε η τελευταία ταινία του Πεν, Into the wild.
(πηγή δελτίο τύπου 10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ)