Πριν χρόνια στην ελληνική τηλεόραση είχε προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ για τον Martin Scorsese. Σ’ αυτό παρουσιαζόταν οι καθημερινές δραστηριότητες του Martin Scorsese και εκεί ανάμεσα στα πρόσωπα που εμφανιζόταν ήταν και ο υπεύθυνος της βιντεοθήκης του, ένας παθιασμένος νεαρός σινεφίλ. Στα καθήκοντα ήταν να παρακολουθεί τα τηλεοπτικά προγράμματα, να γράφει σε κασέτες οποιοδήποτε ταινία θεωρούσε ότι θα ενδιέφερε το διάσημο εργοδότη του και να την αρχειοθετεί. Ο τότε νεαρός Kent Jones είναι σήμερα συντάκτης του περιοδικού Film Comment αλλά και των Trafic, Cahiers du cinéma, Village Voice και Cineaste, και ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς κινηματογράφου στην Αμερική, είναι επόσης μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 45ου Φεστιβάλ Θεσ/νίκης (2004). Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί επανειλημμένα στις εκδόσεις του Φεστιβάλ όπως π.χ. η εξαιρετική κριτική του για το In the mood for love στο βιβλίο του Wong Kar-wai.
Γι’ αυτό λοιπόν η πρώτη ερώτηση που δέχεται είναι για την σχέση του με τον Martin Scorsese και την συνεργασία τους στο σενάριο του ντοκιμαντέρ Il Mio Viaggio In Italia (2001), που αναφέρεται στην σχέση του Martin Scorsese με το ιταλικό σινεμά. Διστάζει να μιλήσει: «έχω μια πολύ στενή προσωπική σχέση μαζί του», δικαιολογεί την σιωπή του. «Αυτό που θυμάμαι από την συνεργασία μας για το ντοκιμαντέρ ήταν ότι επέμενε να ‘χουμε πάντα στο μυαλό μας ως πιθανό θεατή όχι το κοινό των φεστιβάλ, αλλά κάποιον που ζει κάπου στο Οχάιο και έχει απλώς την διαίσθηση ότι ίσως το σινεμά είναι κάτι πέρα από μια εμπορική ταινία».
Στην ερώτηση για το πώς βλέπει την κριτική κινηματογράφου σήμερα, απαντά: «Όλοι γνωρίζουν ότι αν ήταν στο χέρι των Χολιγουντιανών στούντιο που κατασκευάζουν ταινίες, δεν θα υπήρχε καθόλου κινηματογραφική κριτική. Όταν αναφέρονται στους κριτικούς λένε ότι δεν αντιπροσωπεύουν το κοινό γούστο, ότι προτιμούν ταινίες εσωτερικές. Σήμερα η κριτική κινδυνεύει να γίνει ένα μέρος του καταναλωτικού τσίρκο που συνοδεύει μια ταινία. Όμως αυτό απέχει πολύ από την ιδέα της αληθινής κριτικής. Νομίζω ότι ένα τμήμα της κινηματογραφικής κριτικής σήμερα είναι σκλάβοι της βιομηχανίας. Ο ρόλος της κριτικής είναι σημαντικός. Ιδίως σήμερα, όταν λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας του Χόλιγουντ, δημιουργείται η εντύπωση ότι όλοι θέλουν να βλέπουν ταινίες όπως ο Titanic, Saving Private Ryan ή Armageddon -και όχι ταινίες του Jim Jarmusch, Hou Hsiao –Hsien ή του Abbas Kiarostami. Ο ρόλος της κριτικής είναι απλός και πολύτιμος: να προσελκύσει την προσοχή σ’ αυτούς τους σκηνοθέτες, σε μικρές ταινίες. Ο ρόλος του κριτικού είναι να περιγράψει πως είναι ο χώρος του κινηματογράφου, σε ποια κινηματογραφική κουλτούρα ανήκει η ταινία, που τοποθετείται σε σχέση με την ιστορία του κινηματογράφου, τι είναι τελικά η ταινία».
Σχολιάζοντας την σημερινή κατάσταση του αμερικάνικου κινηματογράφου: «Νομίζω ότι το όριο ανάμεσα στο Χολιγουντιανό και στο εκτός Χόλιγουντ σινεμά είναι πολύ λεπτό. Ο ανεξάρτητος κινηματογράφος ως ιδέα ήταν πολύ καλή γιατί έμαθε στον κόσμο να σκέφτεται πέρα από το Χόλιγουντ. Έγινε μια εμπορική ετικέτα, κάτι που είναι και καλό και κακό μαζί. Όμως πόσοι σκηνοθέτες από το ανεξάρτητο σινεμά είναι σήμερα αληθινά ανεξάρτητοι: ίσως μόνο ο Jim Jarmusch και ο Fred Wiseman (σ.τ.σ. ο σημαντικότερος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ των ΗΠΑ). Παράλληλα υπάρχουν και σκηνοθέτες όπως ο Richard Linklater: η ταινία του Before Sunset είναι υπόδειγμα ανεξάρτητου σινεμά ενώ το School of Rock που έκανε μέσα στο σύστημα, είναι μια υπέροχη ταινία. Ή οι ταινίες του Michael Mann, όπως το Collateral που είναι ένα καλοκαιρινό θρίλερ αλλά από την άλλη είναι και κάτι άλλο: είναι μια ταινία του Michael Mann και κανένας δεν θυμάται πιο στούντιο την γύρισε. Το πρόβλημα με το αμερικάνικο σινεμά, είναι το πρόβλημα του σινεμά γενικότερα: ότι ως τέχνη είναι δεμένος με την τεχνολογία, με τα χρήματα».
Αναφερόμενος στην πολιτική κατάσταση και στον πολιτισμικό διχασμό στις ΗΠΑ, ξεκινά περιγράφοντας μια προσωπική του εμπειρία: «Πριν χρόνια διέσχισα τη Αμερική μ’ ένα φίλο μου και βρεθήκαμε στην Νότια Ντακότα. Εκεί αισθάνθηκα περισσότερο ξένος απ’ ότι αισθάνομαι όταν βρίσκομαι στο Παρίσι. Δεν ξέρω που οφείλονταν αυτό: ίσως στην αίσθηση του χώρου, στην αίσθηση του χιούμορ που συνδέεται με τον χώρο, στην αίσθηση ότι η θάλασσα είναι χιλιάδες μίλια μακριά. Θα μπορούσα να συνεχίσω να απαριθμώ πολλές τέτοιες διαφορές και ποτέ δεν θα βγει άκρη. Ο διχασμός της Αμερικής ανάμεσα σε μια κόκκινη (ρεπουμπλικανική) και μια μπλε (δημοκρατική) Αμερική είναι κάτι με το οποίο ασχολούνται τα media. Όχι ότι δεν υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτό. Κάνει όμως το αμερικάνικο έθνος να’ ναι όπως ένα ανθρώπινο σώμα που μολύνεται, την μια φορά από τον κόκκινο (ρεπουμπλικανικό) ιό και την άλλη από τον μπλε (δημοκρατικό). (…) Η Αμερικάνικη Αριστερά υπήρξε μια απόλυτη και ολοκληρωτική αποτυχία. Ντρέπομαι γι’ αυτό. Όταν η Νέα Αριστερά απέρριψε την παλιά, αυτό έγινε λόγω της διαφοράς ηλικίας, ήταν μια πάλη γενεών –και όχι κάτι που’ χε σχέση με τη ιδεολογία. Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ όταν γύρισαν πίσω οι στρατιώτες, όλα τελείωσαν. Η εργατική τάξη εγκαταλείφθηκε από την Αριστερά. Όταν ήρθε ο Ronald Reagan και αργότερα ο Bill Clinton δεν υπήρχαν αντιστάσεις. Έγινε αυτό που ήθελαν οι επιχειρήσεις: να κλείνουν τις βιομηχανίες και να τις μεταφέρουν εκεί που υπάρχουν φτηνά εργατικά. Προέρχομαι από μια πόλη όπου συνέβη αυτό: έγινε πολύ γρήγορα και αυτό συνέβη συνεχώς και παντού σ’ όλες τις ΗΠΑ. Είναι μια καταστροφή. Δεν υπάρχει μια διαφορετική πολιτική πλατφόρμα. Υπάρχει μόνο αυτή των ρεπουμπλικάνων. Οι δημοκρατικοί έχουν απλώς θολές ιδέες. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η αμερικάνικη αριστερά να φανεί γενναία και να αρχίσει να μιλά, ακόμα και με λέξεις που δεν θέλουν κάποιοι να ακουστούν, όπως σοσιαλισμός».
Για την κατάσταση του παγκόσμιου κινηματογράφου επισημαίνει: «Είχα πάει στο Καζακστάν για να προετοιμάσω και να οργανώσω ένα αφιέρωμα στο σινεμά της Κεντρικής Ασίας. Εκεί συνάντησα τον Darezhan Omirbaev (σ.τ.σ. ταινίες του είχαν προβληθεί πέρυσι στο φεστιβάλ). Με προσκάλεσε στη πρεμιέρα της τελευταίας ταινίας, The Road. Αυτό έγινε το 2003. Η ταινία είχε γυριστεί το 2001. Έκανε την πρεμιέρα δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της, στις 4 η ώρα το απόγευμα μιας Πέμπτης, στο πρώην κτίριο της τοπικής ένωσης σκηνοθετών που πλέον δεν χρησιμοποιείται σαν κινηματογράφος. Δεν υπάρχουν κινηματογράφοι στο Καζακστάν: υπάρχουν σκηνοθέτες αλλά όχι αίθουσες. Μιλώντας με τον Darezhan για την κατάσταση μού είπε: «συνεχίζω να δουλεύω γιατί ίσως το κοινό μου να βρίσκεται στο μέλλον». Το ίδιο συμβαίνει και σε χώρες όπως η Ταϊβάν, με σκηνοθέτες όπως ο Hu Hsiao –Hsien ή ο Edward Yang. Σ’ όλες αυτές τις χώρες ο κινηματογράφος είναι όπως ένα ευαίσθητο οικοσύστημα: «Προστατέψτε την άγρια φύση». Κάτι να συμβεί και όλα καταρρέουν, όπως έγινε στη Πορτογαλία».
Σχολιάζοντας το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και τα φεστιβάλ γενικώτερα επισημαίνει: «Γνωρίζω τον Μισέλ (Δημόπουλο). Έχει ένα πολύ καθαρό γούστο στις ταινίες που επιλέγει. Νομίζω ότι το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει μια εντυπωσιακή επιλογή ταινιών. Σε ορισμένα κινηματογραφικά φεστιβάλ αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι μπροστά σε μια συγκέντρωση ταινιών που έτυχε να ‘ναι διαθέσιμες για το φεστιβάλ ή ταινίες που οι διευθυντές του φεστιβάλ θεωρούν ότι θα άρεσε στο κοινό τους.
Ο Hubert Bals ο ιδρυτής του φεστιβάλ του Ρότερνταμ έλεγε: Δεν αναζητώ, δεν ψάχνω να βρω ταινίες για τους θεατές, ψάχνω να βρω θεατές για τις ταινίες». Αυτό νομίζω είναι η καλύτερη δήλωση που μπορεί να κάνει κάποιος που διευθύνει ένα φεστιβάλ. Έχω δει κάποιες ταινίες απ’ αυτές που προβάλλονται εδώ και υπάρχουν άλλες δεν τις είδα και θέλω να τις δω.
Νομίζω ότι το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνουν όλα τα φεστιβάλ: όσον αφορά τη διοργάνωση των ρετροσπεκτίβων (του Kiarostami, του Kiyoshi Kurosawa), και όσον αφορά τα αφιερώματα στο πιο ενδιαφέροντα και ζωντανά κομμάτια του σύγχρονου κινηματογράφου (όπως αυτό της Αργεντινής)».
Τέλος, αναφερόμενος επιγραμματικά, στα κριτήρια του όταν κρίνει της ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού: «Να είναι ταινία που σου δίνει μια ευκαιρία για στοχασμό, σου ανοίγει έναν χώρο για να στοχαστείς. Ο στοχασμός είναι αυτό που διαφοροποιεί το σινεμά απ’ όλα αυτά που μας περιτριγυρίζουν όπως οι εικόνες της τηλεόρασης ή τα λόγια του George W. Bush».
(συνέντευξη: Δημήτρης Μπάμπας. Δημοσιεύθηκε στην εφ. του 45ου Φεστιβάλ Θεσ/νίκης (2004) Πρώτο Πλάνο)