του Βασίλη Ραφαηλίδη
vertov3.jpg

Ο δεύτερος και εντελώς αντίθετος του Αϊζενστάιν πόλος του κλασσικού σοβιετικού κινηματογράφου, ο μεγάλος πρωτοπόρος του καθαρού κινηματογάφου Ντζίγκα Βερτώφ/ Dziga Vertov για πολύ καιρό έζησε στην σκιά του Αϊζενστάιν και κάθε αναφορά σ’ αυτόν έβαζε άστοχα και συχνά άκριτα ένα θέμα σύγκρισης ανάμεσα στους δύο.
Σήμερα ότι το πιο πρωτοπορειακό υπάρχει στο σινεμά έχει τις ρίζες του σε τούτον τον μανιακό της κινούμενης εικόνας και δεν υπάρχει σχεδόν κανένα εύρημα των μοντέρων των ημερών μας που να μην το εφάρμοσε πρώτος. Τόσο που αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατόν να υπάρχξει μετα τον Βερτώφ ένας πραγματικά και ουσιαστικά μοντέρνος κινηματογραφιστής. Το σινεμά βεριτέ (Cinéma vérité) και το σινεμά ντιρέκτ (Direct Cinema), η αισθητική του Ζαν Βιγκό, του Ζαν Ρους, και του Εμίλ ντ’ Αντόνιο χρωστούν πάρα πολλά (αν όχι τα πάντα) στον «κινηματογράφο-μάτι» του Βερτώφ και την περιβόητη «κινοπράβντα» (Kino-Pravda) (Κινοπράβντα σημαίνει στην κυριολεξία κινηματογράφος- αλήθεια και ο όρος ξαναχρησιμοποιήθηκε από τους Εντγκάρ Μορέν και Ζαν Ρους γύρω στα 1960 με έννοια παρόμοια μ’ εκείνη του Βερτώφ).
Κατά τον Βερτώφ που ήταν κι ένας θαυμάσιος θεωρητικός, ο κινηματογράφος δεν έχει ανάγκη απ’ τον μύθο για να υπάρξει. Δεν έχει ανάγκη ούτε καν απ’ τη σκηνοθεσία. Έτσι καταργεί με μια μονοκονδυλιά και τον σεναρίστα και τον σκηνοθέτη και προάγει στην πρώτη θέση τον φωτογράφο και τον μοντέρ. Τα υπόλοιπα τα κάνει μόνο του το «μηχανικό μάτι της κάμερας» αρκεί βέβαια  να υπάρχει κάποιος να τη βάλει μπροστά.
Στον κινηματογράφο κατά τον Βερτώφ η μόνη πραγματική δημιουργική δουλειά είναι αυτή του μοντάζ (ο Γουέλες θα επαναλάβει τον ίδιο, αφορισμό) όπου ο κινηματογραφικός χρόνος και ο κινηματογραφικός χώρος βρίσκονται κυριολεκτικά στη χούφτα του δημιουργού.
vertov2.jpgΑφού τα πάντα γίνονται στο μοντάζ, η ταινία δεν είναι παρά ένα «εργαστηριακό προϊόν» μια «ανθρώπινη κατασκευή» στην απόλυτη σημασία του όρου. (Ίδιες περίπου ήταν και οι απόψεις για την τέχνη των Ρώσων κονστρουκτιβιστών. και φουτουριστών της δεκαετίας του 20). Αφού τα πάντα στην τέχνη είναι δυνατό να’ ναι ανθρώπινες κατασκευές η παραδοσιακή αντίληψη για την τέχνη-έμπνευση, την τέχνη-μαγεία, την τέχνη-δημιουργία, την τέχνη-ταλέντο πρέπει να διαγραφεί δια παντός απ’ τα εγχειρίδια της αισθητικής. Ο Βερτώφ αντικαθιστά τους παρεξηγημένους και παρεξηγήσιμους όρους «ταλέντο» και «έμπνευση» με τις απλές και «καθόλου μεταφυσικές έννοιες- «δουλειά» και «σκέψη».
(…) [Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή] Πρόκειται για μια ταινία που καταργεί όχι μόνο το σενάριο (δεν υπάρχει καν ούτε εκείνο το υποτυπώδες στόρι του Γκοντάρ) αλλά και κάθε λεκτική επεξήγηση (με διάτιτλους) και που αρνείται να προστρέξει στην επικουρία οποιουδήποτε μέσου που δεν είναι καθαρή εικόνα. (…) Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή είναι ο πρωταγωνιστής θα λέγαμε της ταινίας. (... ) Πρόκειται για μια κάμερα που σαρώνει τη ζωή οριζόντια και κάθετα, που μαζεύει στο «σακί» τα πάντα σημαντικά και ασήμαντα ενώ το «ξεσκαρτάρισμα» γίνεται στο εργαστήριο του μοντάζ.
Έτσι η ταινία γίνεται ένα μεγαλειώδες οπτικό (και μόνο οπτικό) ποίημα που όμοιο του δεν ξανάγινε ποτέ και που δείχνει τα μέγιστα και ακρότατα όρια μιας λεπτόλογης έκφρασης, αποκλειστικά οπτικής. (…) Η ταινία του πιο τολμηρού πειραματιστής της ιστορίας του κινηματογράφου δεν είναι παρά μια ηρωική συμφωνία φτιαγμένη με εικόνες αντί για ήχους. Μια συμφωνία ασύλληπτης ομορφιάς.
vertov6.jpg(…) Αν ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (1929) είναι μια τέλεια εφαρμογή των θεωρητικών αρχών του «κινηματογράφος-μάτι» (σύλληψη της ζωής στο απρόοπτο της και δημιουργία ενός «φιλμικού κόσμου» ιδεολογικά φορτισμένου με το μοντάζ), το αριστούργημα του ιδιοφυούς πρωτοπόρου Ντζίγκα Βερτώφ, Τρία τραγούδια για τον Λένιν (1934) δεν είναι παρά το εκθαμβωτικό αποτέλεσμα του μπολιάσματος του «κινηματογράφος-μάτι» στο «ράδιο-αυτί». Είναι γνωστό πως πριν ασχοληθεί με το σινεμά ο Βερτώφ είχε ήδη δημιουργήσει αυτό που οι ραδιοσκηνοθέτες ονομάζουν σήμερα «ηχητικό ντοκιμαντέρ» και που ο Ρώσος μαιτρ το ονόμασε «ράδιο-αυτί».
Το Τρία τραγούδια για τον Λένιν είναι το πρώτο στην ιστορία του θεάματος- ακροάματος οπτικοακουστικό ντοκουμέντο, όπου το οπτικό και το ακουστικό μέρος δεν λειτουργούν αυτόνομα αλλά συμπληρωματικά.
(…) Μετά το θάνατο του (γύρω στα 1960) τον ανακήρυξαν «πάπα» του μοντέρνου σινεμά΄. Σήμερα κάθε καινοτομία μοιάζει σαν παραλλαγή πάνω σ’ ένα εύρημα του εκπληκτικού Βερτώφ.

(αποσπάσματα από κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη  που δημοσιεύτηκαν στην εφ. Το Βήμα 8-4-1975 και 25-11-1975)