hepbu1.jpg

Γεννημένη στις 12 Μαΐου 1907 στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, η Κάθριν Χέπμπορν (Katharine Hepburn) ήταν η κόρη ενός γιατρού και μιας σουφραζέτας, οι οποίοι την ενθάρρυναν πάντα να λέει τη γνώμη της, να αναπτύσει συνεχώς το μυαλό της και να ασκεί στο έπακρον το σώμα της. Ως παιδί ήταν ένα αθλητικό αγοροκόριτσο. Επίσης ήταν κοντά στον αδελφό της, τον Τομ, και καταρρακώθηκε σε ηλικία 14 χρονών όταν τον βρήκε νεκρό, κατά λάθος κρεμασμένο ενώ έπαιζε. Για πολλά χρόνια μετά απ’ αυτό, η Κάθριν χρησιμοποιούσε την ημερομηνία γέννησης του, 8 Νοεμβρίου, ως δική της. Στη συνέχεια, έγινε πολύ εσωστρεφής, και έλαβε σε μεγάλο βαθμό την ακαδημαϊκή εκπαίδευσή της στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, παρακολούθησε μαθήματα στο Κολλέγιο Μπριν Μορ, και ήταν εκεί που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, εμφανιζόμενη σε πολλές παραγωγές τους. 
Αφού αποφοίτησε, άρχισε να παίρνει μικρούς ρόλους σε παραστάσεις του Μπρόντουει κι αλλού. Προκάλεσε αίσθηση για τον ρόλο της στο ‘Art and Mrs. Bottle’(1931) -τελικά αναδείχθηκε σε αστέρι με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο ως η Αμαζόνια πριγκίπισα Αντιόπη στο ‘A Warrior's Husband’ (1932). Οι αναπόφευκτες προτάσεις για άλλες ταινίες ακολούθησαν, και μετά απο μερικές οντισιόν, πήρε έναν ρόλο στο ‘A Bill of Divorcement’ (1932), με συμπρωταγωνιστή τον Τζόν Μπάριμορ. Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία, και αφού ικανοποιήθηκαν οι χρηματικές της απαιτήσεις, υπέγραψε συμβόλαιο με την RKO. Έκανε πέντε ταινίες μεταξύ του 1932 και 1934. Για τη τρίτη της ταινία, το ‘Μorning Glory’ (1933), κέρδισε τον πρώτο της Όσκαρ. Η τέταρτή της ταινία, το ‘Little Women’ (1933) ήταν η πιο επιτυχημένη ταινία της περιόδου. 
bring2.jpgΙστορίες, όμως, άρχισαν να διαρρέουν για την υπεροπτική συμπεριφορά της εκτός οθόνης και την άρνηση της να παίξει το παιχνίδι του Χόλιγουντ. Πάντα άνετα ντυμένη και χωρίς μακιγιάζ, ποτέ δεν πόζαρε για φωτογραφίες και δεν έδινε συνεντεύξεις. Αντί να την επικροτήσει όμως, το κοινό σοκαρίστηκε με την αντισυμβατική συμπεριφορά της, και έτσι όταν επέστρεψε στο Μπρόντουει το 1934 για να πρωταγωνιστήσει στο ‘The Lake’, οι κριτικοί ήταν αυστηροί μαζί της και το κοινό, που στην αρχή πήγαινε να τη δει, σύντομα την εγκατέλειψε. Όταν γύρισε στο Χόλιγουντ, τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλύτερα. Από την περίοδο 1935-1938, είχε μόνο δύο επιτυχίες: το ‘Alice Adams’ (1935), που της έδωσε την δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ και το ‘Stage Door’ (1937) -oι πολλές αποτυχίες περιλαμβάναν το ‘Break of Hearts’ (1935), ‘Sylvia Scarlett’ (1935), ‘Mary of Scotland’ (1936), ‘Quality Street’ (1937), και το πλέον κλασικό, ‘Bringing up Baby’ (1938). 
Με τόσες πολλές αποτυχίες, της βγήκε το παρατσούκλι ‘δηλητήριο του box-office’. Αποφάσισε να γυρίσει στο Μπρόντουει για να πρωταγωνιστήσει στο ‘The Philadelphia Story’ (1938), που στέφτηκε με επιτυχία. Γρήγορα αγόρασε τα δικαιώματα για τη μετατροπή του θεατρικού σε ταινία. Έτσι κατάφερε να διαπραγματευτεί την επιστροφή της στο Χόλιγουντ με τους δικούς της όρους, συμπεριλαμβανομένων την επιλογή του σκηνοθέτη της ταινίας και των συμπρωταγωνιστών της. 
philad1.jpgΗ κινηματογραφική εκδοχή του ‘The Philadelphia Story’ (1940), ήταν επιτυχία στα box-office, και η Χέπμπορν, που κέρδισε την τρίτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ, ξαναμπήκε στο παιχνίδι. Στην επόμενή της ταινία ‘Woman of the Year’ (1942), πρωταγωνίστησε δίπλα στον Σπένσερ Τρέισι, και η καλή τους χημεία διήρκησε για άλλες οχτώ ταινίες. (Έλαβε την τέταρτη υποψηφιότητα της για Όσκαρ για την ταινία αυτή). Οι ταινίες τους περιλαμβάναν τις πολύ επιτυχημένες ‘Adam’s Rib’ (1949), ‘Pat and Mike’ (1952) και ‘Desk Set’ (1957).
Με το ‘The African Queen’ (1951), η Χέπμπορν πέρασε σε ρόλους μεσήλικης γεροντοκόρης -και μ' αυτήν την ταινία είχε τη πέμπτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ. Έπαιξε κι άλλους ανάλογους ρόλους σ’ όλη τη δεκαετία του ‘50, και κέρδισε κι άλλες υποψηφιότητες για Όσκαρ για πολλούς απ’αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των ρόλων της στο ‘Summertime’ (1955), στο ‘The Rainmaker’ (1956) και στο ‘Suddenly, Last Summer’ (1959). Οι ρόλοι άρχισαν να αραιώνουν τη δεκαετία του ‘60, κι αφιέρωσε το χρόνο της στον άρρωστο συντροφό της Σπένσερ Τρέισι. Για μία απ’τις κινηματογραφικές εμφανίσεις της σ’ αυτήν την δεκαετία, στο ‘Long Day’s Journey Into Night’ (1962), έλαβε την ένατή της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μετά από μια πεντάχρονη απουσία της απ’το φακό, έκανε το ‘Guess Who’s Coming to Dinner’ (1967), τη τελευταία της ταινία με τον Τρέισι και η τελευταία ταινία που θα έκανε ο Τρέισι  -πέθανε μόλις βδομάδες αφού την τελείωσε.
Η ταινία αυτή έδωσε στη Χέπμπορν τη δέκατη υποψηφιότητα της για Όσκαρ και την δεύτερη νίκη της. Την επόμενη χρονιά, έκανε το ‘The Lion in Winter’, που της επέφερε την ενδέκατη υποψηφιότητα για Όσκαρ και την τρίτη νίκη της.
hepbu2.jpgΣχετικά με τη σχέση της με τον Σπένσερ, η Χέπμπορν έγραψε στην αυτοβιογραφία της: «Με ρωτούν τι έβρισκα στον Σπένσερ και έμεινα δίπλα του σχεδόν τριάντα χρόνια. Και για κάποιο λόγο μου είναι αδύνατον να απαντήσω. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να τον αφήσω. Ηταν εκεί... κι εγώ του ανήκα. Ηθελα να είναι ευτυχισμένος, να αισθάνεται ασφαλής, άνετος. Μου άρεσε να τον φροντίζω... να τον ακούω, να τον ταΐζω, να του μιλάω, να δουλεύω γι΄ αυτόν. Φρόντιζα να μην τον ενοχλώ, να μην τον εκνευρίζω, να μην τον κουράζω, να μην τον ανησυχώ ή να τον μαλώνω. Πάλεψα για να αλλάξω όλα εκείνα που καταλάβαινα ότι δεν του άρεσαν. Ενιωθα ότι κάποιες από τις πιο μεγάλες αρετές μου τον εκνεύριζαν. Τις αποποιήθηκα, τις καταπίεσα όσο μπορούσα».
Την δεκαετία του ‘70, άρχισε να κάνει ταινίες για τηλεόραση, όπως το ‘The Glass Menagerie (1973) (TV), το ‘Love Among the Ruins’ (1975) (TV) και το ‘The Corn Is Green’ (1979) (TV). Εξακολούθησε να κάνει περιστασιακές εμφανίσεις σε κινηματογραγικές ταινίες, όπως το ‘Rooster Cogburn’ (1975), με τον Τζον Ουέιν, και το ‘On Golden Pond’ (1981), με τον Χένρι Φόντα. Αυτή η τελευταία της πρόσφερε τη δωδέκατη της υποψηφιότητα για Όσκαρ και την τέταρτη της νίκη – κάτι που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί ρεκόρ για μια ηθοποιό.  
Έκανε περισσότερες ταινίες για την τηλεόραση τη δεκαετία του ‘80, και έγραψε την αυτοβιογραφία της, ‘Εγώ’, το 1991. Η τελευταία της κινηματογραφική ταίνια ήταν το ‘Love Affair’ (1994), με τον Ουόρεν Μπέατι και την Ανέτ Μπένιγκ και η τελευταία της ταινία για TV ήταν το ‘One Christmas’ (1994) (TV). Με την υγεία της να φθίνει αποσύρθηκε απο την δημόσια ζωή στα μέσα της δεκαετίας του ‘90.
Πέθανε σε ηλικία 96 ετών στο σπίτι της στο Όλντ Σέιμπρουκ, Κονέκτικατ. 

(Δημοσιεύτηκε στο imdb.com. Ελληνική μετάφραση δελτίο τύπου, επιμέλεια Δ.Μ.)