του Peter Wollen
johnford.jpg

(…) Όλοι αυτοί οι σκηνοθέτες - John Ford, Howard Hawks, Budd Boetticher - ασχολούνται με το πρόβλημα του ηρωισμού. Για τον ήρωα, σαν άτομο, ο θάνατος είναι ένα απόλυτο όριο που δεν μπορεί ποτέ να το ξεπεράσει. Κάνει τη ζωή που προηγήθηκε παράλογη, χωρίς σημασία. Πώς, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της ζωής θα μπορέσει να υπάρξει έστω και μια ανθρώπινη πράξη με νόημα; Πως θα μπορέσει να αποκτήσει αξία η ατομική δραστηριότητα- να γίνει ηρωική- μια αξία ξεχωριστή, αφού το απόλυτο όριο του θανάτου απαξιώνει τις αξίες; Ο John Ford/ Τζών Φόρντ βρίσκει την απάντηση αυτού του προβλήματος τοποθετώντας κι εγκλιματίζοντας το άτομο μέσα στην κοινωνία και μέσα στην ιστορία, ειδικότερα μέσα στην Αμερικάνικη ιστορία. Ο Φόρντ βρίσκει υπερβατικές αξίες στον ιστορικό ρόλο που’ χει το Αμερικάνικο έθνος να φέρει τον πολιτισμό σε μια άγρια γη, να κάνει κήπο μια έρημο. Ταυτόχρονα όμως ο Φόρντ αρχίζει να βλέπει πως και αυτές οι ίδιες οι αξίες είναι προβληματικές αρχίζει ν’ αμφισβητεί την κίνηση της ίδιας της Αμερικάνικης ιστορίας.
(…) Η γυναίκα, για τους ήρωες του Φορντ, δεν είναι απειλή, κατέχει το δικό της κοινωνικό χώρο σα σύζυγος και μητέρα, αναθρέφοντας τα παιδιά της, μαγειρεύοντας, ράβοντας, περνώντας γενικά μια ζωή υπηρετικής, εξαντλητικής δουλειάς κι υπακοής. Πως τη ξεπληρώνουν οι άλλοι για όλα αυτά; Την κάνουν το πιο πολύτιμο κομμάτι του συναισθηματικού τους κόσμου.
mydarlin.jpg(…) Στις ταινίες του Φόρντ, ο θάνατος λαμπρύνεται από νεκρώσιμες ακολουθίες, ένα λιτός προσευχητής, μερικές στροφές του «Shall we gather at the river?» -γίνεται και αυτός κομμάτι ενός συστήματος τελετουργικών θεσμών, που πορεύονται ασταμάτητα, παρέα με το γάμο, τον χορό, την παρέλαση.
(…) Ας πάρουμε τρεις ταινίες του Τζών Φόρντ κι ας συγκρίνουμε τους ήρωες τους: τον Γουάιτ Έρπ του «Αγαπημένη μου Κλημεντίνη»/ My Darling Clementine, τον Έθαν Έντουαρτς της «Αιχμάλωτης της Ερήμου»/ The Searchers και τον Τόμ Ντόνιφον του «Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλανς»/ The Man Who Shot Liberty Valance. Όλοι τους δρουν μέσα στο γνωστό κόσμο του Φόρντ που κυβερνιέται από μια σειρά αντιθέσεων η θέση όμως του καθενός είναι τελείως διαφορετική. Τα ζευγάρια των αντιθέσεων διαφέρουν ανάλογα με την ταινία. Τα φανερότερα είναι ο κήπος ενάντια στην έρημο, το καλλιεργημένο ενάντια στο χέρσο, ο εγκαταστημένος άποικος ενάντια στο νομάδα, ο Ευρωπαίος ενάντια στον Ινδιάνο, ο πολιτισμένος ενάντια στο άγριο, το βιβλίο ενάντια στο πιστόλι, ο παντρεμένος ενάντια στον ανύπαντρο, η Ανατολή ενάντια στη Δύση.
Αυτές οι αντιθέσεις θα μπορούσαν να διαιρεθούν και πάρα πέρα ακόμα. Η Ανατολή π. χ. θα μπορούσε να είναι η Βοστόνη ή η Ουάσιγκτον -στο «Τελευταίο Ζήτω»/ The Last Hurrah η Βοστόνη διασπάται σε δύο αντίποδες, στους Ιρλανδούς μετανάστες και στο Πλύμουθ Κλαμπ, που κι αυτοί περιέχουν τέτοια αντιφατικά στοιχεία όπως το Κελτικό ενάντια στο Αγγλοσαξονικό, το πλούσιο ενάντια στο φτωχό, το Καθολικό ενάντια στο Διαμαρτυρόμενο, το Δημοκρατικό ενάντια στο Ρεπουμπλικανικό κ.ο.κ.
Με μια πρώτη ματιά μπορεί να φανεί πως οι αντιθέσεις που αριθμήσαμε πάρα πάνω εκτείνονται σε τέτοια έκταση με αποτέλεσμα να καταντήσουν πρακτικά συνώνυμες δε νομίζω όμως πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η εξέλιξη του Φορντ, όπως θα δούμε, υπήρξε μια πορεία που άρχισε με την ταύτιση του πολιτισμένου, που αντιτίθεται στον άγριο, με τον Ευρωπαίο που παλεύει ενάντια στον Ινδιάνο, πέρασε απ’ την διάσπαση της για να καταλήξει τελικά στην αντίστροφή της, έτσι που στο «Δειλινό της Μεγάλης Σφαγής»/ Cheyenne Autumn ο άγριος είναι ο Ευρωπαίος και τα θύματα είναι οι ήρωες.
Η κυρίαρχη αντινομία στις ταινίες του Φορντ είναι η αντίθεση στην έρημο και τον κήπο. Όπως πάρα πολύ ωραία μας έδειξε ο Χένρυ Νάς –Σμίθ στο κλασσικό του βιβλίο «Παρθένα Γή», η αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα της Αμερικής σα μιας ερήμου κι ενός κήπου είναι μια εικόνα που κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την Αμερικάνικη σκέψη και φιλολογία συναντιέται σ’ αμέτρητες νουβέλες, σε ηθικοθρησκευτικά φυλλάδια, πολιτικούς λόγους και λαϊκά αναγνώσματα,. Στις ταινίες του Φορντ αποκρυσταλλώνεται σε αρκετές χτυπητές εικόνες.

(αποσπάσματα από την έκδοση Η σημειολογία του κινηματογράφου, Peter Wollen, μτφρ. Πολυκ. Πολυκάρπου, έκδοση Κάλβος, Αθήνα 1981 )