John Boorman
(σκηνοθέτης των ταινιών The General, Deliverance, Excalibur, Point Blank κ.α. )
Λοιπόν ο Sam έφυγε. Αυτή η μεγάλη δύναμη χάθηκε. Σαν αυτόν δεν θα δούμε άλλον κανένα.
Έπεσα πάνω του κάποτε στον προθάλαμο ενός ξενοδοχείου στην Ρώμη. Ήταν ένδεκα η ώρα το βράδυ. Είχε επιστρέψει εξαντλημένος από μια ολοήμερη περιπλάνηση προς αναζήτηση τοποθεσιών για το γύρισμα μιας ταινίας. Τον ρώτησα τι θέμα είχε η ταινία. Έκανε μια χειρονομία προς τα πάνω, δείχνοντας μια αόρατη μεγάλη οθόνη σαν να διάβαζε τον τίτλο της με μεγάλα γράμματα: THE BIG RED ONE. Θα μπορούσε να είχε πει ότι ήταν μια πολεμική ταινία βασισμένη στις εμπειρίες του. Όχι ο Sam. Την περιέγραψε πλάνο, πλάνο. Όχι μόνο την περιέγραψε, αλλά υποδύθηκε όλους τους ρόλους, έκανε τα ηχητικά εφε, έκανε τις κινήσεις της μηχανής, έκανε τα πάντα. “Αλλαγή πλάνου σε κοντινό- το όπλο εκπυρσοκροτεί – μπουμ – κάμερα στο χέρι εστιάζεις ένα σώμα που πέφτει στο χαράκωμα- αλλαγή πλάνου σε ευρυγώνιο που παρακολουθεί την προώθηση του τεθωρακισμένου – ηχητικά εφέ”.
Γέμισε τον προθάλαμο με τα πυρά του αυτόματου απλού. Καλύφθηκε πίσω από τις πολυθρόνες. Τώρα ήταν ελεύθερος σκοπευτής που έκανε έρπειν στο γκισέ της ρεσεψιόν. Έπειτα θα πέθανε κρατώντας το χερούλι μιας πόρτας.
Ήμουν σε απόλυτη έκσταση. Μια ταινία που δεν είχε γυριστεί προβαλλόταν μπροστά στα μάτια μου. Ήταν 2 ή ώρα μετά τα μεσάνυχτα πριν το τελευταίο πλάνο με την κάμερα να υψώνεται στο ταβάνι του προθάλαμου.
Είπα: “Sam, είναι ένα αριστούργημα. Όμως πόσο θα διαρκεί; Σου πήρε τρεις ώρες για να την αφηγηθείς”.
Είπε: “Αυτό είναι απλώς το πρώτο μοντάζ. Θα κοπεί”. Τον παρακολούθησα να γυρίζει μέρος της ταινίας στην Ιρλανδία, καθώς έδινε το σήμα έναρξης της δράσης πυροβολώντας με τα δύο πιστόλια του στον αέρα. Θα ξεφυσούσε και θα γυρνούσε στον οπερατέρ “το πήρες; Ξέχασε το”. Θυμάμαι, μου φαίνεται, ότι η ταινία ήταν πράγματι διάρκειας τριών ωρών όταν την τελείωσε και το κόψιμο ήταν επώδυνο και επιβεβλημένο από άλλους.
Όπως ο Wilde, ο Sam έβαλε το ταλέντο στον έργο του αλλά την ιδιοφυία στην ζωή του. Η ταινία The Big Red One είναι μια υπέροχη ταινία. Όμως δεν είναι τόσο καλή όπως αυτή που είδα σε εκείνο το ξενοδοχείο, στην Ρώμη.
Joe Dante
(σκηνοθέτης των ταινιών The Howling, Texas Chainsaw Massacre κ.α.)
Το 1965 όταν ήμουν στο κολέγιο, θυμάμαι ότι συνόδευα αρκετές παρέες φίλων επί μια βδομάδα, σ’ ένα παλιό κτίριο στην Market Street στην Φιλαδέλφεια για να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους στο Shock Corridor το οποίο θεωρούσα (τότε όπως και τώρα) ως το αριστούργημα του ταμπλόιντ. Στην πραγματικότητα απέρριπτα ανθρώπους από την παρέα μου με βάση την αντίδραση τους στην ταινία. Για μένα οι αποκαλούμενες Β ταινίες του Sam λένε πολύ περισσότερα για την κοινωνικό πολιτική κατάσταση στην Αμερική απ’ ότι τόλμησαν να πουν οι περισσότερες Α ταινίες.
Το 1982 προς έκπληξη και έξαψή μου μού ζητήθηκε να βοηθήσω στο μοντάζ της ταινίας White Dog, για να ανακαλύψω ότι ο Sam είχε δει και του είχε αρέσει μια ταινία δικιά μου, το The Howling. Αν και αναμείχθηκα ελάχιστα, διατηρώ στη μνήμη μου τις στιγμές με τον Sam, ο οποίος ζούσε σαν ένας αληθινός θρύλος. Πολλά χρόνια αργότερα έγραψα στο περιοδικό Movieline διαμαρτυρόμενος για τον χωρίς επίγνωση χαρακτηρισμό της ταινίας Shock Corridor ως “Η Κακιά Ταινία που Μας Αρέσει”. Στο τέλος η επιστολή μου κατέληγε: “Αν δεν καταλαβαίνεται τον Sam Fuller, δεν καταλαβαίνεται το σινεμά”.
Curtis Hanson
(σκηνοθέτης των ταινιών 8 Mile, LA Confidential κ.α.)
Φωτογράφησα τον Sammy όταν ήμουν 20 χρόνων. Το γραφείο του ήταν σ’ ένα γκαράζ, που είχε μετατρέψει. Συνήθιζα να περνώ απ’ έξω με το αυτοκίνητο, έβλεπα φως και πήγαινα και χτυπούσα τα τζάμι. Ο Sammy με προσκαλούσε μέσα μ’ ένα “Έλα μέσα, αγόρι μου” και εγώ τριγυρνούσα μέσα στον χώρο, ενώ αυτός τελείωνε μια σκηνή, πληκτρολογώντας την σε μια παλιά γραφομηχανή Royal. Το γραφείο του Sammy ήταν σαν αυτόν: γεμάτο μέχρι πάνω. Βιβλία από όλα τα θέματα σε ασταθή ράφια, πλήρης αταξία, σημειώσεις και σχέδια κρεμασμένα σε σχοινί γύρω από το γραφείο του σαν μπουγάδα, σωροί με αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά, παντού ιδέες. Τελείωνε την σκηνή και την έπαιζε για μένα, υποδυόταν όλους τους ρόλους, μ’ άρπαζε από το χέρι, το πόδι ή το κεφάλι για να δώσει έμφαση σε κάτι. Και μετά έκανε ένα διάλειμμα. Πίναμε ένα ποτό. Μιλούσαμε. Μοιραζόμασταν την αγάπη για τον Twain. Ήταν ο ξεναγός μου στο έργο του Balzac. Όλα αυτά τα χρόνια τού έκανα χιλιάδες ερωτήσεις. Αν είχα ένα κασετόφωνο, θα είχα την αυτοβιογραφία του.
Μετά από λίγο το μυαλό του γυρνούσε πίσω στη δουλειά και μ’ ένα “Αρκετά μ’ όλα αυτά” γυρνούσα πίσω στην γραφομηχανή, απορροφημένος πάντα, δουλεύοντας υπό προθεσμία. Εγώ έφευγα όντας την ίδια στιγμή σε έξαψη και σε μελαγχολία. Μελαγχολικός στο βαθμό που η ενέργεια, η δημιουργικότητα και η πειθαρχία του απείχαν τόσο πολύ από μένα. Σε έξαψη έχοντας ζεσταθεί από το δυνατό πυρ του Sammy, την μοναδική του ιδιοφυία και τον ανθρωπισμό, αισθανόμενος πολύ τυχερός –ευλογημένος– που είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και να μάθω απ’ αυτόν. Ακόμα αισθάνομαι έτσι.
Jim Jarmusch
(σκηνοθέτης των ταινιών The Dead, Ghost Dog: The Way of the Samurai, Stranger Than Paradise κ.α. )
Sam, μπορώ να σε δω τώρα: έχεις διαβεί την γραμμή, έχεις μπει στο σκότος (ή ίσως στο φως) και σε κάποια διάσταση στον κόσμο των πνευμάτων έχεις ήδη συναντηθεί με τον Mark Twain -και καθώς χειρονομώντας εκθειάζεις τις αρετές της Λινοτυπικής μηχανής, την γοητεία ενός πλάνου από κάμερα στο χέρι ο γέρος δεν μπορεί να καταλάβει λέξη. Sam, είσαι νεκρός, αν και ποτέ δεν συνάντησα άνθρωπο πιο ζωντανό, σε έξαψη με τις λεπτομέρειες της ζωής. Και τώρα έχεις εντοπίσει τον Beethoven, τον έχεις πιάσει και γελάτε δυνατά. Τα μάτια σου φλέγονται, όπως το πούρο που κουνάς λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του τρομαγμένου μεγάλου συνθέτη. Τον ενημερώνεις για τον William Randolph Hearst, τον Al Capone, τον Darry Zancuck, την Jean Eagles και την μοιραία υπερβολική δόση από ηρωίνη το 1929, την θύελλα στις ακτές της Νορμανδίας και την ταινία The Big Red One, για το New York Evening Graphic, τον Lee Marvin, την Constance Towers, τον Jesse James… Και μετά στο μέσο της γεμάτης πάθος και δραματικότητα εξήγησης του Αμερικάνικου Εμφυλίου (αδελφός ενάντια σε αδελφό) ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι ο άνθρωπος στο οποίο μιλάς είναι θεόκουφος. Αυτός ο Ludwig δεν μπορεί να ακούσει λέξη απ’ αυτά που λες ακόμα και αν καταλαβαίνει Αγγλικά! Όμως αποφασίζεις ότι δεν έχει σημασία και μασώντας το πούρο συνεχίζεις και τέλος πάντων αυτός δεν είναι ο Dziga Vertov έκει στην άκρη του βλέμματος σου, πίνοντας και αστειευόμενος με την Maria Antoinette;
Martin Scorsese
(σκηνοθέτης των ταινιών Taxi Driver, The Gangs of New York κ.α.)
Οι ταινίες του Sam Fuller είναι μεταξύ των πιο έντονων, των πιο τολμηρών, των πιο ηθικά άμεσων που έγιναν ποτέ από οποιονδήποτε, οπουδήποτε. Η επιρροή τους στο έργο μου, όπως επίσης και στο έργο πολλών άλλων σκηνοθετών, είναι ανεκτίμητη και η δύναμη τους είναι η δύναμη του ίδιου του σινεμά: αν ανταποκρίνεσαι στις ταινίες του Sam, καταλαβαίνεις σινεμά. Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε εγώ και ο Sam είχαμε μια συζήτηση που κράτησε για ώρες που μας φάνηκαν λεπτά και έπρεπε να χωρίσουμε στο τέλος της νύχτας, γιατί θέλαμε απλώς να συνεχίσουμε μιλώντας. Θα μου λείψει η παρουσία του Sam, η συζήτηση μαζί του, να ακούω τις γεμάτο πάθος αφηγήσεις του. Το αξιοσημείωτο και απόλυτα μοναδικό σώμα του έργο του είναι ακόμα μαζί μας και για τον καθένα που είχε την ευχαρίστηση να τον γνωρίσει προσωπικά αυτό δεν είναι αρκετό. Ωστόσο είναι σχεδόν αρκετό: ποίος άλλος σκηνοθέτης έβαλε τόσο πολύ από τον εαυτό του και τα πάθη του στις ταινίες του;
(Δημοσιεύθηκε στην έκδοση PROJECTIONS 8. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας).