Ο Paul Schrader είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος (έγραψε το σενάριο του Taxi Driver του Martin Scorsese). Στο βιβλίο του Transcendental Style in Film: Ozu, Bresson & Dreyer (Da Capo Press-New York, 1972)-Υπερβατικό Ύφος στον Κινηματογράφο: Όζου, Μπρεσσόν & Ντράγιερ, υποστηρίζει ότι οι τρεις σκηνοθέτες στους οποίους αναφέρεται αλλά και άλλοι από διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις, διαμόρφωσαν ένα κοινό οπτικό ύφος για να εκφράσουν το Ιερό και Υπερβατικό. Σ' αντίθεση με το ύφος του ψυχολογικού ρεαλισμού, που ο συγγραφέας θεωρεί ότι κυριαρχεί στον κινηματογράφο, το υπερβατικό ύφος εκφράζει μία πνευματική κατάσταση, χρησιμοποιώντας λιτά στην μορφή πλάνα, υποκριτική απαλλαγμένη από την αυτοπροβολή του ηθοποιού και μοντάζ που αποφεύγει τον σχολιασμό. Στο βιβλίο του ο Paul Schrader καταλήγει συμπερασματικά: "Το υπερβατικό ύφος μπορεί μεταφέρει τον θεατή διαμέσου των βασάνων του βιώματος στην έκφραση του Υπερβατικού ·μπορεί να τον μεταφέρει πάλι πίσω στο βίωμα διαμέσου μιας ήρεμης περιοχής ανέγγιχτης από τους παραλογισμούς του συναισθήματος ή τις εκκεντρικότητες της ψυχοσύνθεσης. Το υπερβατικό ύφος μπορεί να μας φέρει κοντύτερα στην σιωπή, στην αόρατη εικόνα, εκεί όπου οι παράλληλες γραμμές της τέχνης και της θρησκείας συναντιόνται και διαπλέκονται".
Ο Δανός Carl Theodor Dreyer (Ντάγιερ) είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς σκηνοθέτες του υπερβατικού ύφους. Ξεκίνησε την καριέρα του σαν σκηνοθέτης από τα χρόνια βωβού κινηματογράφου, έχοντας θητεύσει πριν σε αρκετές δουλειές (πιανίστας, βιβλιοθηκάριος, δημοσιογράφος). Η απασχόληση του στο σενάριο και στο μοντάζ τον προετοίμασαν για την σκηνοθεσία.
Η πρώτη του σημαντική ταινία είναι Τα Πάθη της Ζαν ντ' Αρκ (1928), μία καταγραφή των τελευταίων ημερών της θρυλικής ηρωίδας και εθνικής Αγίας της Γαλλίας. Η ταινία περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τα περιστατικά της περιβόητης δίκης και βασίζεται στα καταγεγραμμένα πρακτικά της δίκης. Παρόλη την εισπρακτική αποτυχία της ταινίας θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου. Τα λιτά σκηνικά, η υποκριτική των ηθοποιών που παίζουν χωρίς μακιγιάζ (πρωτάκουστο για την εποχή) και τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας (στον ρόλο η Falconetti) δημιουργούν ένα ιδιαίτερο κλίμα στην ταινία. Έτσι η αφήγηση παύει να είναι η εξιστόρηση των τελευταίων ωρών της και ο θεατής γίνεται συμμέτοχος στην διανοητική και συναισθηματική κατάσταση που ζει η ηρωίδα, συμμετέχει και συμπάσχει με τα πάθη της, έρχεται αντιμέτωπος με τα μύχια της ψυχής της. Η ταινία αυτή διατηρεί παρόλα τα χρόνια ακέραιη την γοητεία της και έχει επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους σκηνοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο David Fincher στο τρίτο Alien).
Η επόμενη ταινία του Carl Dreyer, το Βαμπίρ (1932), θεωρείται ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες ταινίες τρόμου. Ο μύθος της είναι επηρεασμένος από τον Δράκουλα και βασίζεται στο μυθιστόρημα του Sheridan Le Fanou, In Glass Darkly. Τα ειδικά εφέ της έχουν δημιουργηθεί σχεδόν κατά λάθος και όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας (εκτός ενός) είναι ερασιτέχνες. Τα προηγούμενα στοιχεία μαζί και με την ιδιόμορφη μουσική της ταινίας δημιουργούν ένα απόκοσμο κλίμα που υποβάλλει τον τρόμο στον θεατή. Για τον σκηνοθέτη ο τρόμος είναι μια εσωτερική κατάσταση και για να απεικονιστεί στην οθόνη αρκεί απλώς το φως και η σκιά.
Οι Μέρες Οργής (1944) - που αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που κατηγορείται ως μάγισσα-, είναι ένα από τα αριστουργήματα του σκηνοθέτη. Ο αργός αφηγηματικός ρυθμός, η καθαρότητα των περιγραμμάτων, το ασπρόμαυρο κοντράστ και η σκηνοθετική εμμονή στο κεντρικό γυναικείο πρόσωπο αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η ταινία πίσω από την γαλήνια όψη της είναι ωμή και σκληρή, καθώς βυθίζει τον θεατή της, χάρις το ύφος της, στο σύμπαν της απόλυτης μοναξιάς. Σκηνοθετημένη την περίοδο της Ναζιστικής κατοχής είναι γεμάτη υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές στην κατοχή της χώρας του, της Δανίας, από τους Γερμανούς.
Στον Λόγο (1955) ο Carl Dreyer κινηματογραφεί το αδιόρατο: ένα θαύμα εν τη γενέσει του. Η ιστορία της ταινίας έχει στο κέντρο της μια οικογένεια που ζει σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή και η οποία αντιμετωπίζει μία οικογενειακή τραγωδία. Τα πλάνα μεγάλης διάρκειας χαρακτηρίζουν εδώ το σκηνοθετικό ύφος, ενώ η σύνθεση και ο φωτισμός της εικόνας γινόταν "όπως σ' ένα πίνακα ζωγραφικής". Το σκηνοθετικό ύφος της ταινίας, λιτό και χωρίς δραματουργικές εξάρσεις, αλλά και υποκριτικό ύφος των ηθοποιών, στρέφουν την προσοχή του θεατή στο εσωτερικό δράμα των χαρακτήρων: εδώ για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία του κινηματογράφου η εικόνα αποκτά ένα πνευματικό περιεχόμενο καθώς κινηματογραφείται το Ιερό. Η ταινία αυτή είναι ίσως πιο κοντά, απ' όλες τις άλλες του σκηνοθέτη, στο ύφος του υπερβατικού σινεμά: αποτελεί μάλλον την επιτομή του.
Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτης η Γερτρούδη (1964) επιβεβαιώνει έναν από τους χαρακτηρισμούς που έδωσαν οι κριτικοί στον σκηνοθέτη: ότι είναι ένας σκηνοθέτης του γυναικείου προσώπου [Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις έντονες επιρροές που έχει ασκήσει ακόμα και στο σύγχρονο σινεμά (π.χ. στην τριλογία της "Χρυσής καρδιάς" του Lars Von Trier)]. Εδώ η κεντρική ηρωίδα όπως και στις άλλες ταινίες του Dreyer είναι ένα πρόσωπο που βιώνει το απόλυτο (ερωτικό) πάθος -μ' ένα τρόπο όμως διόλου εμφανή- και τραυματίζεται απ' αυτό. Η αφαίρεση, η λιτότητα και η αυστηρότητα χαρακτηρίζουν το σκηνοθετικό ύφος. Και εδώ συναντάμε τα πλάνα μεγάλης διάρκειας, καθώς επίσης και τις προσεκτικά σχεδιασμένες κινήσεις της κάμερας, αλλά και την επιμελή σύνθεση του κινηματογραφικού κάδρου. Καθώς η αφήγηση προχωρά ο θεατής σιγά- σιγά αδιαφορεί για τα τεκταινόμενα και βυθίζεται στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας.
Αδιαφορώντας για τις περιπλοκές της αφήγησης, ο Carl Dreyer, και σ' αυτή την ταινία όπως και στις προηγούμενες, εισέρχεται σ' ένα χώρο ελάχιστα κινηματογραφικό: είναι ο χώρος των συναισθημάτων, της εσωτερικής θλίψης και μελαγχολίας.
Κινηματογραφώντας το πάθος σ' όλες τους τις εκφάνσεις, ο Carl Dreyer προσέγγισε περιοχές ανέγγιχτες και παρθένες στο κινηματογραφικό φακό: η δράση του δεν έχει ως πρώτη ύλη γεγονότα, αλλά συναισθήματα.
Εισβάλλει με λεπτότητα και διακριτικότητα στον εσωτερικό κόσμο των ηρωίδων του. Κινηματογραφεί τα μαρτύρια της ψυχής και της καρδιάς
Δημήτρης Μπάμπας