Από τους πιο ταλαντούχους και ολοκληρωμένους ηθοποιούς της εποχής μας, τρίτο από τα έξι παιδιά ενός αγράμματου μεταλλωρύχου που εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στο Chateauroux της Κεντρικής Γαλλίας, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1948.
Το ντεμπούτο του στον γαλλικό κινηματογράφο θα γίνει στο «Le Beatnik et le Minet» (1965), ένα μικρού μήκους εγχείρημα του Roger Leenhardt. Ο Ζαν Λουί Κοσέ θα του παραχωρήσει εν συνεχεία μια θέση στον περιοδεύοντα θίασό του (με μια διασκευή τού «Boudu Sauve des Eaux»), ενώ αμέσως μετά παίρνει μέρος στην τηλεοπτική σειρά «Rendez vous a Badenberg». Την περίοδο αυτή γνωρίζει τους Ρυφύς και Ρομάν Μπουτέιγ, με τους οποίους και μετέχει σε νούμερα καμπαρέ στο Cafe de la Gare εκ των φανατικών θαμώνων και η Μιου Μιου. Κινηματογραφικά η πρώτη σημαντική εμφάνισή του ήρθε το 1974 με το φιλμ Les Valseuses του Μπερτράν Μπλιέ.
Τα επόμενα χρόνια θα μονοπωλήσει τους ρόλους του «διαταραγμένου κακού» η μοναδική του ικανότητα να γεμίζει την οθόνη έχει ήδη γίνει αντιληπτή από σκηνοθέτες και παραγωγούς: «Ο Επιθεωρητής Λεγκουέν στα ίχνη του δολοφόνου» (δίπλα στον Ζαν Γκαμπέν) και «Λίγος ήλιος στο κρύο νερό» (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Φρανσουάζ Σαγκάν). Ακολουθούν τα «Au rendez vous de la Mort Joyeuse» του Χουάν Λουίς Μπουνιουέλ (υιού τού Λουίς), «La Scoumone» (1972) του Χοσέ Τζιοβάνι (με συμπρωταγωνιστή τον Μπελμοντό) και «Σταβίνσκι» του Αλέν Ρενέ (1974) ώσπου o προαναφερθείς «Χορός των διεφθαρμένων» όπου μεταξύ άλλων μυεί την Ιζαμπέλ Ιπέρ στα μυστικά της επίγειας ηδονής θα τον αναδείξει ως το νέο πρόσωπο του γαλλικού σινεμά.
Από τότε οι επιλογές του στο σινεμά κινούνται μεταξύ καλλιτεχνικών ταινιών αλλά και δημοφιλών κωμωδιών με απίστευτη ευκολία. Δεν έχει παρά να επιλέξει σκηνοθέτη: «Η παλιοπαρέα» (1974) του Κλοντ Σοτέ, «Ληστεία τρίτου βαθμού» του Κλοντ Γκορετά, «Ερωτικό τρίο» του Σερζ Γκενσμπούρ (1975), «Η τελευταία γυναίκα» του Μάρκο Φερέρι (1976)...
Ο ίδιος όμως δεν θα πάψει ποτέ να μιλά για τη συνεργασία του με τον Φρανσουά Τρυφό, στον οποίο χρωστά δύο από τις γνωστότερες ταινίες του: «Το τελευταίο μετρό» (1980) και «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» (1981).
Συνέχισε τη συνεργασία του με τον Μπλιέ για χρόνια, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το alter ego πολλών σημαντικών γάλλων σκηνοθετών: τέσσερις ταινίες με τον Μορίς Πιαλά σε ταινίες που του απέφεραν τα βραβεία ερμηνείας στα Φεστιβάλ της Βενετίας (Police, 1987) και των Καννών (Sous le soleil de Satan), δύο ταινίες με τον Φρανσουά Τριφό (Le dernier métro, βραβείο Σεζάρ), τρεις ταινίες με τον Ζαν-Πολ Ραπενό (Cyrano de Bergerac, βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, υποψηφιότητα στα Όσκαρ).
Έχει συνεργαστεί επίσης με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως οι Κλοντ Μπερί, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μάρκο Φερέρι, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Αλέν Ρενέ, ο Ρίνλεϊ Σκοτ και ο Πίτερ Γουίαρ. Τελευταίες επιτυχίες του είναι τα φιλμ: Astérix, 36 Quai des Orfèvres, La Môme και Mesrine.
(πηγή δελτίο τύπου)