«Κάνοντας αυτή τη δουλειά, έχω την εντύπωση ότι βρήκα ένα αντίδοτο στη δυστυχία που είχα μέσα μου».
Πατρίς Σερό
Σκηνοθέτης του θεάτρου, της όπερας και του κινηματογράφου, ηθοποιός και παραγωγός ο Πατρίς Σερό (Patrice Chéreau χαρακτηρίζεται ως «απόλυτος καλλιτέχνης» και «δημιουργικός διανοούμενος». Χαρακτηριστικό είναι ότι τη χρονιά που διανύουμε περιόδευσε στην Ευρώπη ερμηνεύοντας μόνος στη σκηνή το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι -παράσταση που παρουσιάστηκε και στην Αθήνα- ανέβασε τη μνημειώδη όπερα του Μότσαρτ Έτσι κάνουν όλες στο Φεστιβάλ του Αιξ-αν-Προβάνς της Γαλλίας και διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας με την τελευταία ταινία του Gabrielle, που απέσπασε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Ιζαμπέλ Υπέρ). Αν και περνά με μεγάλη ευκολία από το θέατρο στον κινηματογράφο και την όπερα και... «ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός», όπως έγραψε η γερμανική εφημερίδα «Zeit», πρόσφατα δήλωσε πως πλέον τον ενδιαφέρει κυρίως ο κινηματογράφος.
Ο Πατρίς Σερό γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1944. Οι γονείς του, ζωγράφοι και οι δύο, τον μύησαν από πολύ νωρίς στην τέχνη πηγαίνοντάς τον συχνά σε εκθέσεις ζωγραφικής. Από την παιδική του ηλικία, που πέρασε στο Παρίσι, ο Σερό είχε όλα τα μέσα για να αναπτύξει μια καλλιτεχνική ευαισθησία, η οποία αποτυπώνεται σε ολόκληρο το έργο του. Ως παιδί μεταμφιέζεται σε ιερέα, γεγονός που κάνει τους γονείς του να πιστέψουν ότι προορίζεται για μια θρησκευτική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα όμως εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η θεατρική κατεύθυνση. Από το λύκειο κιόλας γίνεται μέλος του σχολικού θιάσου. Σύντομα διορίζεται σκηνοθέτης ενώ παράλληλα καταπιάνεται με τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Το 1966, στα 22 του χρόνια του προτείνεται η διεύθυνση του Θεάτρου της Σαρτρουβίλ, εργατικού προαστίου του Παρισιού, όπου επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής, έκανε «πολιτικό» θέατρο υιοθετώντας ακραίες θέσεις. Οι πρώτες κιόλας παραστάσεις του επιβεβαίωσαν ένα εντελώς προσωπικό ύφος -με κύρια χαρακτηριστικά τους νυχτερινούς φωτισμούς, τα χλωμά και ανέκφραστα πρόσωπα και το βίαιο σωματικό παίξιμο- και πολλές φορές σκανδάλισαν. Το εγχείρημα όμως οδήγησε σε αποτυχία και το '69 υποχρεώθηκε να διαλύσει το θίασο. Χωρίς θίασο και καταχρεωμένος κατέφυγε στην Ιταλία όπου έδωσε σημαντικές παραστάσεις. Την ίδια περίοδο (1970) σκηνοθέτησε μόνο μία παράσταση στη Γαλλία το Ριχάρδο τον Β του Σαίξπηρ, ερμηνεύοντας ο ίδιος τον κεντρικό ρόλο -παράσταση που προκάλεσε σκάνδαλο με τη βιαιότητά της.
Στη Γαλλία επέστρεψε το 1972, οπότε ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου της Λυών. Από το '82 και για οκτώ χρόνια, διηύθυνε το ιστορικό θέατρο της αποκέντρωσης στη Ναντέρ και παράλληλα δημιούργησε Σχολή Θεάτρου και κινηματογραφικό στούντιο.
Ο Πατρίς Σερό πρωτοεμφανίζεται στον κινηματογράφο το 1974, με τη διασκευή του αστυνομικού μυθιστορήματος του James Hadley Chase Η σάρκα της Ορχιδέας/La chair de l' orchidee (1975) με την Charlotte Rampling. Το '78 γυρίζει τη δεύτερη ταινία του, το κοινωνικό δράμα Judith Therpauve, με την Simone Signoret στο ρόλο μιας δόξας της γαλλικής αντίστασης που αποπειράται να σώσει από τη χρεοκοπία μια επαρχιακή εφημερίδα της αριστεράς. Ήδη από την προηγούμενη χρονιά είχε αρχίσει σε συνεργασία με τον Ηerve Guibert τη συγγραφή του σεναρίου της τρίτης του ταινίας Ο πληγωμένος άνδρας/ L' homme blesse που διήρκεσε έξι χρόνια. Μ' αυτή την ιστορία ενός ομοφυλοφιλικού πάθους υπογράφει μια πολύ προσωπική ταινία, που προκάλεσε σκάνδαλο στις Κάννες.
Το 1987 με τους σπουδαστές της Σχολής του γυρίζει το Hotel de France με θέμα μια χαοτική οικογενειακή σύναξη. Με την επόμενη ταινία του Βασίλισσα Μαργκό/ La reine Margot το 1994 γνωρίζει μεγάλη επιτυχία κατακτώντας, όπως του αναγνωρίστηκε, μια κινηματογραφική ωριμότητα. Μαζί με τη Daniele Thompson δούλεψαν επί τέσσερα χρόνια το σενάριο που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου Δουμά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ξανασυνεργάζονται στο Αυτοί που μ' αγαπούν να πάρουν το τρένο /Ceux qui m aiment prendront le train. Μ' αυτές τις δύο συγγενείς μεταξύ τους ταινίες ο σκηνοθέτης κατασταλάζει σε ένα πολύ αγαπημένο γι αυτόν θέμα: τη λειτουργία μιας μικρής κοινωνίας με τις εσωτερικές διαμάχες και τις μνησικακίες της. Εκεί ο Σερό περιγράφει ένα αληθινό χάος τέλεια ενορχηστρωμένο από μια καταπληκτική σκηνοθεσία.
Με τη Σαρκική εξάρτηση/Intimacy (Χρυσή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2001), ο σκηνοθέτης επιστρέφει κυριολεκτικά σ' ένα προσωπικό φιλμ εγκαταλείποντας τα πολυπρόσωπα έργα για να επικεντρωθεί στους δεσμούς που ενώνουν έναν άνδρα με μια γυναίκα, όπου και πάλι η ένταση των σχέσεων είναι παρούσα. Στον Σερό αρέσει να επιστρέφει στα πρόσωπα και στα βλέμματα και σ' αυτό οφείλεται η επιτυχία του να συλλαμβάνει την ανθρώπινη ουσία. Η ταινία προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις για το αν είναι πορνογράφημα εξαιτίας των ρεαλιστικών σκηνών σεξ.
Μετά τη σεξουαλικότητα της Σαρκικής εξάρτησης επιλέγει ως θέμα τη ζωή και το θάνατο (Ο αδελφός του, βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2003), όμως κατά βάθος μιλά για την αγάπη.
Το 2005 στη Βενετία προβλήθηκε η δουλειά του, Gabrielle, μια ταινία εποχής με θέμα τη διάλυση της σχέσης ενός παντρεμένου ζεύγους που το υποδύεται η Isabelle Huppert και ο Pascal Greggory.
Ο πληγωμένος άνδρας και το Αυτοί που μ' αγαπούν θα πάρουν το τρένο θα είναι από τα ελάχιστα πρωτότυπα σενάρια του Σερό, καθώς όλες οι ταινίες του, ξεκινούν από ένα προγενέστερο υλικό: Τσέχοφ (Hotel de France), Αλέξανδρος Δουμάς (Βασίλισσα Μαργκό), Hanif Kureishi (Σαρκική εξάρτηση), Philippe Besson (Ο αδελφός του), Joseph Conrad (Gabrielle) -χωρίς ωστόσο να μπορεί να χαρακτηριστεί το σινεμά του Σερό ως εκείνο των λογοτεχνικών διασκευών, αφού παίρνει τεράστιες αποστάσεις από τα πρωτότυπα κείμενα.
Οι ταινίες του Πατρίς Σερό ανθίστανται με συνέπεια σε όλες τις μόδες και όσα επιβάλλουν οι κινηματογραφικές κυρίαρχες τάσεις. Είτε πρόκειται για μικρές ιδιωτικές ιστορίες είτε για ταινίες εποχής, για τον Σερό το να κάνει ταινίες είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Η αγάπη και ανθρώπινες, ναυαγισμένες σχέσεις, είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο του.
(Πηγή: δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)