“Δεν υπάρχει άλλη ποίηση από την πραγματική δράση”
Pier Paolo Pasolini
Δύο νέοι, όχι παραπάνω από 20 χρονών, τρέχουν στους άδειους από κίνηση δρόμους της πρωινής Στοκχόλμης. Καθώς κινούνται με την ορμή της ηλικίας στην ηχητική μπάντα ακούγονται σε δυνατή ένταση ήχοι ροκ μουσικής. Η ένταση και ο ηλεκτρισμός της μουσικής μοιάζουν σε απόλυτη συμφωνία με τις γεμάτες νεύρο κινήσεις αυτών των νεανικών σωμάτων: σφύζοντας από ζωή, τα χαμογελαστά πρόσωπα αντανακλούν την ευφορία και την πίστη ότι το μέλλον τούς ανήκει. Είναι οι εναρκτήριες εικόνες από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Stefan Jarl (1) (σε συν- σκηνοθεσία Jan Lindgvist) Μας λένε αταίριαστους /Dom Kallar Oss Mods (1968). Ο ίδιος σκηνοθέτης 10 χρόνια μετά, το 1979, στην ταινία Μια αξιοπρεπής ζωή/ Ett Anstandigt Liv θα επισκεφθεί πάλι τους τόπους της ανυπότακτης ζωής και θα συναντήσει ξανά τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας Μας λένε αταίριαστους. Ο θεατής θα βρεθεί αντιμέτωπος μια πραγματική έκπληξη: ο “Κέντα” και ο “Στόφε” έχουν βαθιά σημαδευτεί από την φθορά του χρόνου και τις καταχρήσεις των ναρκωτικών. Και η νεανική ορμή και δύναμη, που απεικόνισαν οι εικόνες της πρώτης ταινίας, τώρα σβήνουν σιγά –σιγά με τον πιο τραγικό τρόπο.
Τα δύο αυτά αποσπάσματα αντιπαρατιθέμενα περιγράφουν ίσως με τον ακριβή τρόπο τον κεντρικό πυρήνα του έργου του Σουηδού σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ. Ξεκινώντας από τα ταραχώδη αλλά γεμάτα ελπίδα χρόνια της δεκαετίας του 60, ο Stefan Jarl (2) δημιούργησε, για σχεδόν 40 χρόνια, ένα έργο το οποίο ορίζεται από μια θεμελιώδη σύγκρουση, την πάλη ανάμεσα στην ζωή και την καταστροφή, ανάμεσα στις δυνάμεις της φθοράς και αυτές της ζωτικότητας.
Αναμφίβολα το έργο του είναι διάστικτο από μια ανήσυχη πολιτική σκέψη, αφού τα πρόσωπα που τοποθετεί στο κέντρο ανήκουν πάντα στους ταπεινούς της κοινωνίας, ενώ πολύ συχνά η αγωνία του για το μέλλον γίνεται ογκώδης, ιδιαίτερα “στα οικολογικά” ντοκιμαντέρ. Όμως δεν αρκεί να αναζητήσουμε μόνο εκεί τη σκηνοθετική ταυτότητα του Stefan Jarl. Καταγράφοντας τις ζωές των ταπεινών (το περιθώριο στις ταινίες Μας λένε αταίριαστους και Μια αξιοπρεπής ζωή, οι Λάπωνες στο Χώρα των Λαπώνων/ Samernas Land, οι ηλικιωμένοι αγρότες στο Ο χρόνος δεν έχει όνομα/ Tiden har inget namn, οι νεαροί αμφισβητίες στο Τρομοκράτες - Τα παιδιά που καταδίκασαν/Terrorister - En Film Om Domda) ο σκηνοθέτης προβαίνει σε μια καθοριστική ηθικής σημασίας κίνηση: καταγράφει τις φωνές και τους ψιθύρους των αφανών, όλων αυτών που αγνοούν οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες. Η άρνηση της συμβατικότητας, η διαρκής και αδιατάρακτη σχέση με την φύση, η ελευθερία και η αντίσταση απέναντι στις επιταγές της εξουσίας συνιστούν τους πόλους γύρω από τους οποίους οικοδομείται η ζωή αυτών των προσώπων. Αν και πολύ συχνά η ευφορία, η αρμονία και η ελπίδα κυριαρχούν στις ζωές τους, πολύ γρήγορα μια βαριά σκιά καλύπτει την εικόνα. Η μελαγχολία, η θλίψη σημαδεύει είτε τα νεανικά πρόσωπα, που συντρίβονται αμέσως μετά την επανάστασή τους (Μια αξιοπρεπής ζωή), είτε τις μορφές των ηλικιωμένων, που αντιλαμβάνονται ότι μαζί μ’ αυτούς θα σβήσει και ένας ολόκληρος πολιτισμός (Ο χρόνος δεν έχει όνομα). Η φύση υπό το βάρος της οικολογικής καταστροφής μοιάζει να αποστραγγίζεται από κάθε ικμάδα ζωής και τα πρόσωπα σημαδεύονται πρόωρα από την φθορά του χρόνου: οι νέοι της ταινίας Μας λένε αταίριαστους γίνονται αληθινά ανθρώπινα ερείπια, ενώ η ζωή στην φύση και οι τελετουργίες της συνθλίβονται από τον επερχόμενο “πολιτισμό” (Χώρα των Λαπώνων).
Καθώς ο λόγος του σκηνοθέτη ελάχιστα είναι καταγγελτικός, καθώς οι υψηλής έντασης κραυγές απουσιάζουν, είναι οι σαφείς δηλώσεις, μέσω ενός μοντάζ που παραπέμπει στον Αϊζενστάιν, που υποδεικνύουν τις δυνάμεις της καταστροφής και της φθοράς. Υπάρχει πάντα το αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου, ο αέναος κύκλος της ζωής και του θανάτου που σημαδεύει τα πρόσωπα. Όμως την ίδια στιγμή υπάρχει και κάτι βαθύτατα καταστροφικό (ή μάλλον αυτοκαταστροφικό) στην ίδια την φύση του δυτικού “πολιτισμού”, στον τρόπο που αυτός συγκροτεί τη σχέση του με την φύση, στον τρόπο που η εξουσία ασκείται και επιβάλλεται.
Οι οδομαχίες στο Γκέτεμπουργκ τον Ιούνιο του 2001, όπως απεικονίζονται στην ταινία Τρομοκράτες- Τα παιδιά που καταδίκασαν πέρα από τη σαφή πολιτική τους σημασία, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, έχουν παράλληλα και μια πολύ έντονη μεταφορική διάσταση: αυτά τα νεανικά πρόσωπα που συγκρούονται με τους σιδερόφρακτους αστυνομικούς δεν είναι παρά οι δυνάμεις της ζωής που υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ύπαρξη, απέναντι στις επιβουλές του χρόνου και του κακού. Είναι οι φωνές και οι ψίθυροι αυτών των αφανών, που αντηχούν στο έργο του Stefan Jarl, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με τις αδυσώπητες μηχανές της φθοράς και της καταστροφής.
Δημήτρης Μπάμπας
Σημειώσεις
1 Μια μικρή ρετροσπεκτίβα στο έργο του Stefan Jarl, αποτελούμενη από 10 ταινίες, προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –Εικόνες του 21ου Αιώνα. Στον Σουηδό σκηνοθέτη απονεμήθηκε ειδικό τιμητικό βραβείο από τον πρόεδρο του φεστιβάλ Θόδωρο Αγγελόπουλο. Συνοδευτική του τιμητικού αφιερώματος ήταν η σχετική έκδοση αφιερωμένη στο έργο του σκηνοθέτη σε επιμέλεια Δημήτρη Κερκινού.
2 Αρνούμενος την αποστασιοποίηση, μη διατεθειμένος να καταγραφεί “αντικειμενικά” και “ψυχρά” την πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης εμπλέκεται συναισθηματικά στη δημιουργία της ταινίας, αναπτύσσοντας πολύ συχνά μια στενή προσωπική σχέση με τα πρόσωπα. Λαμβάνοντας θέση δίνει ένα πολύ έντονο υποκειμενικό τόνο σ’ ένα κατά τα άλλα “αντικειμενικό” είδος.