thierry-jousse.jpg

O Thierry Jousse δεν είναι άγνωστος στο κοινό του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μέλος της κριτικής επιτροπής βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο (2002): πέρσι είχε προλογίσει τα αφιέρωμα, στον συντοπίτη του από την Ναντ, Jacques Demy. Ενώ κείμενο του μπορεί να αναζητηθεί και στην ειδική έκδοση των Cahiers du Cinema Special Jacques Demy (στην ελληνική γλώσσα, έκδοση φεστιβάλ Θεσ/νίκης).
Κριτικός κινηματογράφου (και αρχισυντάκτης στα θρυλικά Cahiers την περίοδο 1991 έως 1996) και κριτικός μουσικής (στο Inrockuptibles) ο Thierry Jousse μιλά με το χειμαρρώδη λόγο, το πάθος και την ένταση ενός πραγματικού σινεφίλ (όταν αναφέρεται στο σινεμά) και τον ενθουσιασμό ενός φανατικού μουσικόφιλου (όταν αναφέρεται στο rock και την electronica).
Στην πρώτη ερώτηση μας σχετικά με τo τι διαφορές υπάρχουν όταν λειτουργεί ως κινηματογραφικός κριτικός ή ως μουσικοκριτικός, απάντησε: “Με την μουσικοκριτική ασχολήθηκα όταν έπαψα να είμαι αρχισυντάκτης των Cahiers. Η προσέγγιση μου στην κινηματογραφική κριτική είναι πιο διανοητική, πιο ορθολογική, πιο αναλυτική. Αντίθετα όταν γράφω για μουσική η προσέγγιση μου είναι πιο ενστικτώδη, πιο συναισθηματική, πιο ευαίσθητη. Για την μουσική δεν γνωρίζω τεχνικά χαρακτηριστικά, δεν έχω ειδικές γνώσεις. Είναι το αληθινό μου πάθος, η μουσική. Έτσι προσπαθώ να αισθανθώ το σύμπαν της μουσικής μέσα από τα γραπτά μου. Υπάρχει λοιπόν ένα στοιχείο ισορροπία στα προηγούμενα: το συναισθηματικό μέρος του εαυτού μου ασχολείται με την μουσική και το ορθολογιστικό με το σινεμά”.
Στην ερώτηση μας για το ποία είδη μουσική τον ενδιαφέρουν μας αποκαλύπτει τις προτιμήσεις για την rock και τη jazz. Από τα νέα ρεύματα στέκεται ιδιαίτερα σε avant-garde μορφές της electronica και στην drum’ n’ bass. Προσπαθεί, ως κριτικός και ως μουσικόφιλος, πάντα να βρίσκεται σε επαφή με τις νέες προσεγγίσεις στον χώρο της μουσικής και θεωρεί ότι αρκετές μορφές της ηλεκτρονικής μουσικής έχουν πολλά κοινά στοιχεία με την jazz: “κάτι που με βοήθησε να κατανοήσω αυτού του είδους την μουσική. Ορισμένες της μορφές είναι, κατά κάποιο τρόπο, η συνέχεια της jazz”. Για το μέλλον της μουσικής, επισημαίνει κεντρική σημασία που έχει στο σημερινό μουσικό τοπίο ο DJ. “Είχα γράψει ένα άρθρο πριν λίγα χρόνια με τίτλο Welcome to Technosfaira, όπου σημείωνα αυτή την σημαντική αλλαγή. Όμως σήμερα το rock δεν έχει πεθάνει. Έτσι πιστεύω ότι όπως η κινηματογράφος δεν κατέστρεψε προηγούμενες μορφές τέχνης (όπως η φωτογραφία) έτσι και στον χώρο της στο μέλλον θα συνυπάρχουν παλαιότερες μορφές μουσικής, όπως το rock, με τις σύγχρονες τάσεις”.
Ο Τhierry Jousse πιστεύει ότι συγκροτήματα όπως οι Radiohead κατορθώνουν να ενσωματώσουν στον ήχο τους τις εξελίξεις και τις νέες μορφές της μουσικής. Για την έθνικ μουσική, είναι σκεπτικιστής. Αναγνωρίζει ότι αποτελεί ένα είδος αντίστασης απέναντι στην μονοκρατορία της άγγλο-σαξονικής, αλλά ταυτόχρονα θεωρεί ότι υπάρχουν σ’ αυτήν αρκετές συμβατικές απόψεις και ένα στοιχείο εξωτισμού. Προτιμά προσεγγίσεις στο είδος όπως αυτές του David Byrne και της εταιρίας του Luaka Pop, και αναφέρεται σε ονόματα όπως η Περουβιανή Suzana Baca ή ο Βραζιλιάνος Tom Ze.
Για την κατάσταση στον χώρο του γαλλικού κινηματογράφου απαντά είναι απαισιόδοξος καθώς πιστεύει ότι, λόγω οικονομικών προβλημάτων, εισέρχεται σε περίοδο κρίσης. “Η Γαλλία είναι μια προνομιούχος χώρα, λόγω των μηχανισμών οικονομικής υποστήριξης που υπάρχουν στον χώρο του κινηματογράφου. Ωστόσο πρόσφατα υπάρχουν αρκετά προβλήματα στο Canal Plus, και οι σκηνοθέτες και παραγωγοί είναι πολλοί ανήσυχοι για το μέλλον”. Θεωρεί ότι υπάρχει μια νέα τάση στο χώρο του εμπορικού κινηματογράφου, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο Luc Besson (γνωστός Γάλλος σκηνοθέτης) αυτήν την φορά ως παραγωγός. Η τάση αυτή τείνει στην δημιουργία γαλλικών blockbusters (όπως η ταινία Taxi). Επίσης μια άλλη τάση είναι η μεταφορά κόμικς στον κινηματογράφο (όπως οι ταινίες σαν το Asterix) και κωμωδίες όχι υψηλής ποιότητας, με εμπορικές σκοπιμότητες. Για τον χώρο του “άλλου” κινηματογράφου στέκεται στο παράδειγμα του Eric Rohmer, θεωρώντας ότι η δημιουργία μηχανισμών παραγωγής που ελέγχονται από τον ίδιο σκηνοθέτη, ο χαμηλός προϋπολογισμός και οι ιδέες αποτελούν ένα βιώσιμο μοντέλο για σκηνοθέτες που δεν θέλουν να ακολουθήσουν τον παραδοσιακό δρόμο. “Δεν χρειάζεται να κάνουν ταινίες σαν τον Rohmer (θα ‘ταν άλλωστε αποτυχία), όμως θα έπρεπε να μελετήσουν τις μεθόδους παραγωγής του. Αυτό είναι το μάθημα της nouvelle vague”. Επισημαίνει από τους νέους σκηνοθέτες, τον Francois Ozon και στην μεγάλη παραγωγικότητα του: “Γυρίζει μια ταινία τον χρόνο, όπως οι σκηνοθέτες της nouvelle vague. Έχει το πνεύμα αυτής της περιόδου”.
Όταν τίθεται το ζήτημα για τον παγκόσμιο κινηματογράφο συμφωνεί απόλυτα με την άποψη ότι το ασιατικό σινεμά είναι το πιο ενδιαφέρον σινεμά σήμερα. Πιστεύει ότι στο έργο σκηνοθετών όπως οι Hou Hsiao Hsien, Wong Kar-wai, Edward Young και Tsai Ming Liang μπορούμε να βρούμε ιδέες, αναζητήσεις στην φόρμα. “Υπάρχει ενέργεια σε χώρες όπως η Κίνα ή Νότια Κορέα”. Και στέκεται σε ονόματα όπως ο Lee Chang Dong (Όαση) και Jia Zhang-ke (Άγνωστες απολαύσεις) που προβάλλονται στο τμήμα Παράθυρο στη Ασία. “Οι σκηνοθέτες που προέρχονται απ’ αυτήν την περιοχή έχουν μεγάλες φιλοδοξίες και είναι ιδιαίτερα ευφυείς σε ζητήματα φόρμας. Η κατάσταση θυμίζει την περίοδο του ευρωπαϊκού κινηματογράφου στην δεκαετία του 60 όταν υπήρχαν σκηνοθέτες όπως ο Antonioni και Godard. Μας δίνουν νέες οπτικές, νέες εικόνες”. Παράλληλα θεωρεί ότι ο χώρος της Σκανδιναβίας (και το Dogma-95) είναι ίσως η περιοχή της Ευρώπης όπου δημιουργείται ο πιο ενδιαφέρον κινηματογράφος (αλλά και μουσική). Ενώ πιστεύει ότι στην Ευρώπη έχει απομονωμένους σκηνοθέτες σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ρωσία (Sokurov) ή Ουγγαρία (Bela Tarr) οι οποίοι ανήκουν στον χώρο της avant-garde, “ενώ οι Ασιάτες σκηνοθέτες έχουν και τον στοχασμό πάνω στη φόρμα αλλά και την διάθεση να συνδιαλλαγούν με το κοινό”.
Στην επισήμανση μας για τον John Cassavetes (ο Thierry Jousse έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Ελληνοαμερικάνο σκηνοθέτη) εκφράζεται με ενθουσιασμό. Επικεντρώνει τα σχόλια του στην πρώτη περίοδο της καριέρας του και στην άρνηση του να υποκύψει στους μηχανισμούς παραγωγής -“Είναι πάντα το σύμβολο του ανεξάρτητου σινεμά”- και εκφράζει την απαρέσκεια του για τον σύγχρονο ανεξάρτητο σινεμά. Θεωρεί ότι αυτός, αλλά και σκηνοθέτες όπως ο Bob Rafelson, είναι υποτιμημένοι: “Η ταινία Shadows του Κασσαβέτη είναι ίσως πιο μοντέρνα από αρκετές ταινίες της nouvelle vague. Σκηνοθέτες όπως οι Oshima Imamura, Marco Bellocchio και Bob Rafelson είναι σκηνοθέτες πολύ σημαντικοί γι’ αυτή τη περίοδο. Ίσως θα πρέπει να γράψουμε ξανά την ιστορία του σινεμά για την εικοσαετία 55-75. Μ’ αρέσει ιδιαίτερα το σινεμά αυτής της εικοσαετίας”.
Στην ερώτηση για τα κριτήρια που καθορίζουν την κρίση του σε σχέση με τις ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού. Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό απαντά: “Είναι δύσκολη ερώτηση. Δεν έχω κριτήρια. Μ’ ενδιαφέρει μια ταινία να έχει ενέργεια, να ανακαλύπτει κάτι καινούργιο, να μην είναι συμβατική. Για μένα το σημαντικότερο κριτήριο είναι η ενέργεια και η αναζήτηση νέων εικόνων, ή σκέψη πάνω στην κινηματογραφική φόρμα”.
Ενώ δηλώνει για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: “Μ’ αρέσει το πρόγραμμα του φεστιβάλ. Είναι εντυπωσιακό. Αυτό που μ’ αρέσει ιδιαίτερα είναι η ανάμειξη των αφιερωμάτων με τις νέες ταινίες. Ο Marco Bellocchio (για την δεκαετία του 60), ο Bob Rafelson (για την δεκαετία του 70), ο Bela Tarr (για την δεκαετία του 80) έκαναν ότι κάνουν σήμερα αυτοί οι νέοι σκηνοθέτες. Είναι πολύ καλό να βλέπεις παλιές ταινίες και νέες ταινίες στον ίδιο χώρο. Όχι για να κάνεις συγκρίσεις, αλλά για να διαπιστώσεις ότι και τότε και τώρα είναι η ίδια ιστορία. Μ’ αρέσει αυτό το πνεύμα. Το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είναι ένα πολύ καλό φεστιβάλ”.

(Συνέντευξη: Δημήτρης Μπάμπας. Δημοσιεύθηκε στην εφ. Πρώτο Πλάνο)