Γεννημένος στο Βελιγράδι το 1947, ο Γκόραν Πασκάλιεβιτς (Goran Paskaljevic) γαλουχήθηκε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, με σημείο αναφοράς τη Cinematheque του Βελιγραδίου, την οποία και ίδρυσε ο πατριός του. Στη συνέχεια σπούδασε σινεμά στην φημισμένη ακαδημία κινηματογράφου FAMU στην Πράγα, βιώνοντας το απόγειο του τσέχικου νέου κύματος. Με την εκπνοή της δεκαετίας του ’60, ο Γκόραν Πασκάλιεβιτς, δευτεροετής τότε στη FAMU, συστήνεται στο κοινό με την πρώτη μικρού μήκους ταινία του Ο κύριος Χράσκα / Mister Hrstka - το πορτραίτο ενός φαινομενικά αφελούς εργάτη – φιλμ που προοριζόταν να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ του Ομπερχάουζεν, όμως κρίθηκε προσβλητικό για το σοσιαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η προβολή του. Η ταινία ωστόσο έγινε δεκτή σε έναν κύκλο σημαντικών δημιουργών όπως ο Γίρι Μένζελ, ο Ιβάν Πασέρ και ο Μίλος Φόρμαν, οι οποίοι αναγνώρισαν αμέσως το ταλέντο του πρωτοεμφανιζόμενου τότε σκηνοθέτη.
Μετά την σοβιετική εισβολή επιστρέφει στην Γιουγκοσλαβία, όπου συνεχίζει τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα με ταινίες μικρού μήκους και τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Μαζί με τους Μάρκοβιτς, Καράνοβιτς, Γκρίλιτς και Ζαφράνοβιτς, ο Πασκάλιεβιτς συνέβαλε καθοριστικά στην αναβίωση του γιουγκοσλάβικου κινηματογράφου. Αυτή η νέα γενιά σκηνοθετών που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, και έγινε γνωστή ως η Yugoslav Prague Group ή «Τσέχικη Σχολή», συνέχισε την κινηματογραφική παράδοση του δημιουργού, ανανεώνοντας ταυτόχρονα την κινηματογραφική γλώσσα η οποία στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 ήταν συνυφασμένη με τον «Μαύρο Κινηματογράφο».
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Πασκάλιεβιτς ανέπτυξε έναν ιδιότυπο προσωπικό κινηματογραφικό κόσμο. Οι ταινίες του ξεχώρισαν πολύ γρήγορα για την καλλιτεχνική τους αξία, αποσπώντας βραβεία στα Φεστιβάλ Κανών, Βενετίας, Βερολίνου, Σαν Σεμπαστιάν κ.α. Μακριά από αισθητικά και ιδεολογικά στερεότυπα, ο Πασκάλιεβιτς έδωσε νέα πνοή στην κινηματογραφία της χώρας του. Το σινεμά του αφηγηματικό, κυριαρχείται από ιδιοσυγκρασιακούς χαρακτήρες, ο πυρήνας του ρεαλιστικός, διανθίζεται με λεπτό μαύρο χιούμορ και αποφλοιώνεται σταδιακά μέσα από αλληγορικές ερμηνείες, ποιητικό λόγο και μεταφορές. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος νιώθει καλλιτεχνικά «συγγενής» με τον Ντε Σίκα ή τον Ρενουάρ: «Νιώθω πιο κοντά στο νεορεαλιστικό σινεμά του Βιτόριο Ντε Σίκα. Γεμάτο συναίσθημα μιλάει για την Ιταλία περισσότερο από οποιοδήποτε ντοκιμαντέρ. Και νιώθω ακόμη κοντά στο έργο του γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ, ποιητικό και την ίδια στιγμή ρεαλιστικό».
Οι επιρροές του διαφάνηκαν ήδη από τις πρώτες του απόπειρες να συνθέσει τη δική του ξεχωριστή κινηματογραφική γλώσσα. Το 1972 ο Πασκάλιεβιτς υπογράφει το 26 λεπτών Ο θρύλος του Λάποτ / The Legend of Lapot (1972) το οποίο περιγράφει την βίαιη τελετουργική απαλλαγή μιας κοινωνίας από τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, θέμα που αναπτύσσει χρόνια αργότερα και ο Σοχέι Ιμαμούρα στην βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα Μπαλάντα του Ναραγιάμα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1976, σε ηλικία 27 ετών ο δημιουργός κερδίζει κοινό και κριτικούς στην Μπερλινάλε, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Ναυαγοσώστης το χειμώνα/ Beach Guard in Wintertime, η οποία τον καθιέρωσε ως ένα από τα πιο ελπιδοφόρα ταλέντα του νέου γιουγκοσλαβικού σινεμά.
Επανέρχεται το 1977 με μια μελαγχολική, τρυφερή και την ίδια στιγμή σκληρή ιστορία με τίτλο Ο σκύλος που αγαπούσε τα τρένα / The dog who loved trains, ενώ το 1979 σκιαγραφεί με διεισδυτικότητα τη σχέση δυο συνταξιούχων αντρών και την προσπάθειά τους να συμφιλιωθούν με τον θάνατο, στην ταινία Και οι μέρες περνούν / And the days are passing.
Το σινεμά του Πασκάλιεβιτς διανθίζεται ακόμα και στις πιο σκοτεινές παρατηρήσεις του με λεπτό χιούμορ, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό αποτελεί το μόνο όπλο που έχει ο άνθρωπος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Στις επόμενες ταινίες του, Ειδική θεραπεία / Special Treatment (1980) και Το απατηλό καλοκαίρι του 1968 / The illusive summer of 1968 (1984), το χιούμορ, σαρκαστικό, καταλυτικό και αβίαστο, πρωταγωνιστεί, καθώς ο Πασκάλιεβιτς υπογράφει δυο καθαρές κωμωδίες. Τόσο η πρώτη, μια σάτιρα για τις προσπάθειες ενός γιατρού να κουράρει μια ομάδα αλκοολικών, όσο και η δεύτερη, η ιστορία ενός έφηβου που ζει στην επαρχία της Σερβίας με φόντο το ταραχώδες καλοκαίρι του ’68, βρίθουν πολιτικών και κοινωνικών σχολίων, αποκρυσταλλώνοντας σταδιακά το στίγμα του δημιουργού, για ένα ανθρωποκεντρικό σινεμά με πολιτικές αναγνώσεις, πηγαίο χιούμορ και βαλκανικό ταμπεραμέντο.
Το επόμενο βήμα του Πασκάλιεβιτς, η ταινία του Ο καιρός των θαυμάτων/ The time of miracles (1990) - η πρώτη ανοιχτά πολιτική του ταινία η οποία απέσπασε βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν - εξετάζει την πικρή κληρονομιά του κομμουνισμού και τις προσπάθειες της νέας ηγεσίας να εκριζώσει την συλλογική μνήμη, με φόντο μια μικρή σερβική πόλη, λίγο μετά τον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ήρωες του Πασκάλιεβιτς – άνθρωποι καθημερινοί, της βιοπάλης που αναζητούν διαρκώς την γη της επαγγελίας - αποτελούν ακόμα έναν συνδετικό κρίκο των ταινιών του. Χαρακτηριστικές είναι οι επόμενες δουλειές του, Tango Argentino (1992) και Η Αμερική κάποιου άλλου /Someone Else’s America (1995). Στο Tango Argentino, ο Πασκάλιεβιτς εστιάζει γι ακόμη μια φορά στην τρίτη ηλικία, μέσα από την γλυκόπικρη ιστορία μιας οικογένειας σε ηθική και οικονομική κρίση, ενώ στο Someone Else’s America (τη διεύθυνση φωτογραφίας υπογράφει ο Γιώργος Αρβανίτης) - με την ίδια γλυκόπικρη προσέγγιση - ακολουθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ένα «παράξενο ζευγάρι», δυο ευρωπαίους μετανάστες που αναζητούν ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Ταινία – σταθμός στην πορεία του δημιουργού, η πολυβραβευμένη Πυριτιδαποθήκη/ The Powder Keg (1998) καταγράφει με άμεσο και γλαφυρό τρόπο την επήρεια του πολέμου στο Βελιγράδι, στη διάρκεια της νύχτας που υπεγράφη η συμφωνία του Ντέιτον. Ο Πασκάλιεβιτς επιλέγει ένα ύφος στυλιζαρισμένο για να αποτυπώσει την ωμότητα και το απάνθρωπο πρόσωπο της άλογης βίας, στοιχεία που υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο διανθίζοντας τις σκηνές του με καυστικό μαύρο χιούμορ.
Μια ακόμη ανάγνωση της ιστορίας του πολέμου επιχειρεί και στο Όνειρο Χειμωνιάτικης Νύχτας / Midwinter Night’s Dream (2004), όπου παραφράζει τον σεξπιρικό τίτλο, τοποθετεί την πλοκή του στη σύγχρονη εποχή και «ξύνει» πληγές και τραύματα που προξένησε ο Εμφύλιος.
Η μοιρολατρία του σερβικού λαού καθώς μεταμορφώνεται σε αισιοδοξία αντικατοπτρίζεται στις πέντε ιστορίες που συγκροτούν την επόμενη ταινία του, την εξαιρετική αλληγορία με τίτλο Οι αισιόδοξοι / The optimists (2006). Εδώ ο Πασκάλιεβιτς συνθέτει το παζλ των αντιφάσεων και των κοινωνικών διαφορών που δημιουργήθηκαν στα κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ μετά την αλλαγή καθεστώτων, ολοκληρώνοντας την αφιερωμένη στην χώρα του τριλογία που ξεκίνησε το 1998 με την Πυριτιδαποθήκη.
Η τελευταία ταινία του Πασκάλιεβιτς με τίτλο Ταξίδια του μέλιτος / Honeymoons (2009), γεφυρώνει κινηματογραφικά για πρώτη φορά Σερβία και Αλβανία, με την επίσημη στήριξη τόσο του Αλβανικού Κέντρου Κινηματογράφου, όσο και του Υπουργείου Πολιτισμού της Σερβίας. Το σενάριο, το οποίο συνυπογράφουν ο ίδιος ο σκηνοθέτης και ο αλβανός σεναριογράφος Genc Permeti, στρέφεται γύρω από δυο παράλληλες ιστορίες: ένα ζευγάρι Αλβανών και ένα ζευγάρι Σέρβων μεταναστεύουν αμφότερα στην δυτική Ευρώπη για να αντιμετωπίσουν το σκληρό αφιλόξενο πρόσωπό της. Μια βαλκανική ιστορία, με βαλκανική ψυχή, που όπως εξηγεί και ο ίδιος ο Πασκάλιεβιτς, «είναι αδύνατον να ορίσεις. Αυτή είναι και η ομορφιά της βαλκανικής ψυχής: Είναι ατίθαση, συναισθηματική και ευάλωτη. Ονειροβατεί, έχει χιούμορ, αυτοσαρκάζεται. Πιστεύει στους μύθους και πεισμώνει, τόσο που γίνεται αυτοκαταστροφική».
(πηγή δελτίο τύπου )