Ο Βιμ Βέντερς/Wim Wenders είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος, όχι μόνο συνέβαλε στην αναγέννηση του Γερμανικού σινεμά κατά τη δεκαετία του ’70, αλλά έχει επιπλέον εξερευνήσει νέα εκφραστικά μέσα στον κινηματογράφο, που έχουν περάσει ως κληρονομιά στη γενιά σκηνοθετών που τον ακολούθησε.
Με περισσότερες από 30 ταινίες, μια δεκάδα ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες, ο Βιμ Βέντερς αναδείχθηκε σε δημιουργό όχι μόνο του γερμανικού αλλά και του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινηματογράφου. Για τον ίδιο, ο κινηματογράφος αποτελεί «μια καταπληκτική γλώσσα από φως και κίνηση, μύθο και περιπέτεια, η οποία μπορεί να μιλήσει για την αγάπη και το μίσος, τον πόλεμο και την ειρήνη, τη ζωή και το θάνατο.
Ο Έρνστ Βίλχελμ Βέντερς, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1945 στο Ντίσελντορφ και μεγάλωσε στο Όμπερχαουζεν, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως γιατρός. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του σπούδασε Ιατρική και Φιλοσοφία στο Μόναχο, το Φράιμπουργκ και το Ντίσελντορφ. Διέκοψε τις σπουδές του και το 1966 μετακόμισε στο Παρίσι για να γίνει ζωγράφος, απέτυχε όμως στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Τεχνών. Έτσι εργάστηκε ως λιθογράφος στο εργαστήρι του Αμερικανού καλλιτέχνη Τζόνι Φρίντλαντερ. Εκείνη την περίοδο έγινε τακτικός επισκέπτης της Γαλλικής Ταινιοθήκης βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1967, έγινε δεκτός στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου (Hochschule für Fernsehen und Film), η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. «Ήταν η εποχή της επανάστασης. Αμφισβητούσαμε τους καθηγητές και διαμορφώναμε μόνοι μας το πρόγραμμα σπουδών», λέει ο ίδιος για εκείνη την περίοδο. Ανάμεσα στο 1967 και το 1970, παράλληλα με τις σπουδές του, ο Βέντερς εργάστηκε σαν κριτικός κινηματογράφου και συνεργάστηκε με την κινηματογραφική επιθεώρηση Filmkritik, την ημερήσια εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung, το περιοδικό Twen και το Spiegel. Την ίδια περίοδο, έκανε πολλές μικρού μήκους ταινίες και το «καυτό» ’68 συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης και φυλακίστηκε.
Ο Βέντερς αποφοίτησε από τη Σχολή με τη μεγάλου μήκους ασπρόμαυρη ταινία Καλοκαίρι στη πόλη, μια ταινία αφιερωμένη στο συγκρότημα Kinks, η οποία γεννήθηκε από την επιθυμία του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα αγαπημένα του τραγούδια εκείνης της εποχής. Η ιστορία ενός ανθρώπου που αποφυλακίζεται και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, λειτούργησε περισσότερο σαν μια πρόφαση για να εντάξει στην ταινία σκηνές με τζουκ μποξ, μαγνητόφωνα, ραδιόφωνα αυτοκινήτων, ώστε να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια. Η ειρωνεία ήταν ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των τραγουδιών και η ταινία δεν μπορούσε να προβληθεί...
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Βιμ Βέντερς αναφέρθηκε στην επίδραση που ασκεί η μουσική στο έργο του:
«Αν δεν υπήρχαν οι Κινκς, ο Βαν Μόρισον, οι Μπητλς, οι Στόουνς και πάνω απ’ όλους ο Μπομπ Ντίλαν, δε θα τολμούσα ποτέ να εγκαταλείψω τις σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας για ν’ αφοσιωθώ σε κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Σαν σκηνοθέτης ασκεί κανείς ταυτόχρονα πολλά επαγγέλματα: είναι ψυχίατρος, λογιστής, δικηγόρος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αρχιτέκτονας, φωτογράφος, αφηγητής, διαφημιστής, συγγραφέας και πολλά ακόμη τα οποία δεν είναι τόσο λαμπερά και δημιουργικά. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχουν μόνο δύο αληθινοί προορισμοί: του ταξιδιώτη και του ονειροπόλου. Κανένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο. Οι ταινίες είναι πάντα ταξίδια είτε προς τα έξω, είτε προς τα μέσα. Και χωρίς να έχει πρώτα ονειρευτεί, κανείς ταξιδιώτης δεν ξεκινά το ταξίδι. Και οι δύο αυτές ασχολίες μου έχουν μια κοινή πηγή, από την οποία αναβλύζει διαρκώς έμπνευση και ενέργεια. Κι αυτή είναι η μουσική. Χωρίς αυτή δε θα ήμουν ούτε ταξιδιώτης ούτε ονειροπόλος και άρα ούτε σκηνοθέτης».
Η επαγγελματική του καριέρα εγκαινιάζεται με τον Φόβο του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (1971), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πέτερ Χάντκε και αφηγείται την ιστορία ενός επαγγελματία τερματοφύλακα που εγκαταλείπει ξαφνικά την ομάδα του στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και ξεκινά μια οδύσσεια. Ταινία περιπλάνησης ενός ατόμου χωρίς ταυτότητα, ένα έργο για τα σύνορα, το όνειρο της Αμερικής, την απουσία συναισθημάτων και το πάθος του κινηματογράφου.
Το 1971 μαζί με άλλους 14 Γερμανούς κινηματογραφιστές, μεταξύ των οποίων τον Φασμπίντερ, ίδρυσε μια κοινοπραξία με το όνομα: «Filmverlag der Autoren», που έγινε ο πυρήνας του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου. «Σε αντίθεση με τη νουβέλ βαγκ, ουδέποτε σκεφτήκαμε, ελπίσαμε ή θελήσαμε να “βελτιώσουμε” ή να “ενταχθούμε” στην κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής, ούτε καν να την υποκαταστήσουμε: θεωρούσαμε τη δραστηριότητά μας “εναλλακτική”. Δεν είχαμε ούτε πρότυπα, ούτε παράδοση, ούτε κανέναν που να θέλουμε να πάρουμε τη θέση του. Η Filmverlag λειτουργούσε σαν κοινοπραξία. Και ήταν πραγματικά θαυμάσια η μεταξύ μας αλληλεγγύη, που ουσιαστικά ήταν και το μοναδικό κεφάλαιο που διαθέταμε». Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κοινοπραξία αυτή, ο Βέντερς ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια παραγωγή της Γερμανικής Τηλεόρασης Το πορφυρό γράμμα, μια ταινία που η δράση της εκτυλίσσεται στο 17ο αιώνα. Το γεγονός όμως ότι ήταν ταινία εποχής «εγκλώβισε» τον σκηνοθέτη: «Δε μου αρέσει πια να κάνω ταινίες όπου δεν επιτρέπεται να υπάρχουν τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, ένα βενζινάδικο, μια τηλεόραση, ένας τηλεφωνικός θάλαμος, κάποιο ταξίδι», λέει ο ίδιος. Το θέμα της μανίας για ταξίδια έμελλε να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στις μετέπειτα ταινίες του, καθώς σκηνοθέτησε πολλά road movies όπως: Η Αλίκη στις πόλεις, η κατεξοχήν ταξιδιωτική του ταινία με θέμα το ίδιο το ταξίδι, Λάθος κίνηση (μια σύγχρονη μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκαίτε «Τα χρόνια της μαθητείας του Γουλιέλμου Μάιστερ», στο οποίο ο ήρωας ταξιδεύοντας διασχίζει ολόκληρη τη Γερμανία) και Στο πέρασμα του χρόνου, όπου παρακολουθεί έναν πλανόδιο μηχανικό που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη επισκευάζοντας παλιές μηχανές προβολής. Πρόκειται για ένα σχόλιο πάνω στην παρακμή της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα εύστοχο, καθώς στα μέσα του ’70 οι γερμανικοί κινηματογράφοι έφθιναν μετά από την περίοδο ακμής τους τη δεκαετία του ’50.
Οι τρεις αυτές ταινίες συνθέτουν την τριλογία της περιπλάνησης, με κοινά χαρακτηριστικά τις μοναχικές υπάρξεις (στην πλειοψηφία τους άνδρες) που ταξιδεύοντας, ψάχνουν την ταυτότητά τους, αναζητούν μια πατρίδα ή να βιώσουν κάτι που θ’ αλλάξει τα πάντα. Υπάρχει ένα κενό στον τρόπο που βιώνουν τον κόσμο και τις σχέσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καμία από αυτές τις ταινίες δεν υπάρχει ούτε μια αγκαλιά, ούτε ένα φιλί. Όλες έχουν να κάνουν με την αποξένωση, τη συνειδητοποίηση, με τους ανθρώπους εκείνους που σε κάποια στιγμή υποχρεώνονται να δουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Πρόκειται για μια μεικτή γραφή ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία με τις ιστορίες να μοιάζουν περισσότερο με ένα πρόσχημα για τον σκηνοθέτη να δημιουργήσει εικόνες. «Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όταν βρίσκομαι με την κάμερα στο δρόμο, σ’ ένα σπίτι, ή σ’ ένα τρένο είναι αυτό που μπορεί να συμβεί, κάτι που δεν μπορείς να προβλέψεις. Κάτι που ξαφνικά παρουσιάζεται και δεν έχεις φανταστεί από πριν», λέει ο Βέντερς.
Σ’ ένα κείμενο της εποχής ο Βιμ Βέντερς σημειώνει: «Στη σχέση ιστορίας και εικόνας, η πρώτη φαντάζει σαν βαμπίρ που πασχίζει να πιεί το αίμα της εικόνας. Οι εικόνες είναι πολύ ευαίσθητες, μοιάζουν με σαλιγκάρια που μαζεύονται όταν αγγίζεις τις κεραίες τους. Δε θέλουν να δουλεύουν σαν τα μουλάρια, δε θέλουν να κουβαλάνε ούτε μηνύματα, ούτε βαθύτερες έννοιες, ούτε στόχους, ούτε ηθικά διδάγματα. Οι ιστορίες όμως θέλουν ακριβώς αυτά».
Ο Βιμ Βέντερς έγινε διεθνώς γνωστός με τον Αμερικανό φίλο (1977), την πρώτη του διεθνή συμπαραγωγή, με πρωταγωνιστές τον Μπρούνο Γκαντς και τον Ντένις Χόπερ. Η ταινία αυτή εγκαινιάζει μια δεύτερη φάση δημιουργίας (1976-1984). Γυρισμένο πολλά χρόνια πριν από τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, αυτό το φιλμ βασίζεται στη διάσημη νουβέλα της Πατρίτσια Χάισμιθ. Αφηγείται την ιστορία ενός Αμερικανού εμπόρου τέχνης και πλαστογράφου. Ένας γκάνγκστερ τον πιέζει να κάνει ένα φόνο σε ανταπόδοση ενός παλιού χρέους. Εκείνος στρέφεται σ’ έναν κορνιζά, που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια του αίματος και τον πείθει να διαπράξει το έγκλημα, προσφέροντάς του μια μεγάλη αμοιβή που θα εξασφαλίσει την οικογένειά του.
Με την ολοκλήρωση, το 1977, του Αμερικανού φίλου προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Έτσι, το 1978, μετά από πρόσκληση του Κόπολα, πήγε στις ΗΠΑ για να γυρίσει το Ιδιωτικός ντετέκτιβ Χάμετ, που τον απασχόλησε παράλληλα με άλλες δουλειές μέχρι το 1982. Το εγχείρημα όμως να αποτίσει φόρο τιμής στον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάσιελ Σάμιουελ Χάμετ εξελίχθηκε σε τραυματική εμπειρία: Όπως και το One from the Heart του Κόπολα, που γυρίστηκε την ίδια χρονιά, έτσι και το Χάμετ είναι σήμερα περισσότερο γνωστό από τα προβλήματα στην παραγωγή του. Ο Κόπολα δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ξαναγύρισε εκτεταμένα αποσπάσματα της ταινίας, καθυστερώντας την έξοδό της. Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διακοπής των γυρισμάτων, ο Βέντερς θεματοποιεί την ίδια τη φιλμική δημιουργία κάνοντας την Αστραπή πάνω από το νερό, μια ταινία για τον ετοιμοθάνατο φίλο του σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι, και αποτυπώνοντας το 1982 την εμπειρία του Χάμετ στην Κατάσταση των πραγμάτων. Η ταινία, η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, παρακολουθεί ένα κινηματογραφικό συνεργείο, που ενώ γυρίζει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ο παραγωγός εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει δεκάρα. Το γύρισμα σταματά και δίνει τη θέση του στην αναμονή. «Έπρεπε να κάνω μια ταινία με αφετηρία την κατάστασή μου, ανάμεσα στις δύο ηπείρους και να μιλήσω για την αγωνία του γυρίσματος μιας ταινίας στην Αμερική», εξηγεί ο Βιμ Βέντερς.
Το 1982 γυρίζει στη Νέα Υόρκη την ταινία Reverse angle και την ίδια χρονιά το Δωμάτιο 666. Στο δωμάτιο 666 του ξενοδοχείου Martinez στις Κάννες, ο Βέντερς κινηματογράφησε ομοτέχνους του να απαντούν στην ερώτηση αν «ο κινηματογράφος είναι μια γλώσσα που χάνεται, μια τέχνη σε παρακμή». Μεταξύ αυτών ήταν ο Γκοντάρ, ο Σπίλμπεργκ, ο Φασμπίντερ, ο Χέρτζοκ, ο Αντονιόνι.
Μια «ερωτική εξομολόγηση» στον κινηματογράφο του αγαπημένου του Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουχίρο Όζου, αποτελεί το ντοκιμαντέρ Tokyo-Ga. Για τον Βέντερς «με το έργο του Όζου, ο κινηματογράφος βρίσκει τον προορισμό του». Έχει μάλιστα εκφράσει την επιθυμία να αγοράσει έναν κινηματογράφο, όπου θα προβάλλονται αποκλειστικά ταινίες του Όζου. Αυτή την υπόσχεση δεν την τήρησε, αντ’ αυτού όμως δημιούργησε το ντοκιμαντέρ. «Εάν στον αιώνα μας υπήρχαν ακόμη ιερά, αν υπήρχε κάτι σαν ιερό του κινηματογράφου, αυτό θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι το έργο του Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουχίρο Όζου», λέει χαρακτηριστικά ο Βέντερς.
Αυτή η δεύτερη φάση κλείνει με το Παρίσι, Τέξας, μια «ευρωπαϊκή» ταινία στην Αμερική, η οποία αποτέλεσε μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία και τον καθιέρωσε. Σε αυτή βρίσκει ένα προσωπικό στυλ που περιέχει σε μεγάλο βαθμό όλες τις προηγούμενες ταινίες του. Αφηγούμενος την ιστορία ενός ανθρώπου που πάσχει από αμνησία, μετά τη διάλυση του γάμου του και περιπλανιέται στην έρημο, το Παρίσι, Τέξας είναι γεμάτο από εικόνες του αμερικανικού Νότου και της αμερικανικής Δύσης. Δουλεύοντας το σενάριο του Σαμ Σέπαρντ ο Βέντερς δημιούργησε μια ταινία γεμάτη από αχανείς εκτάσεις, σαν το κενό στη ζωή του ήρωα της ταινίας, στην οποία ξαναβρίσκουμε τα αγαπημένα του θέματα. «Η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ονόματα του τίτλου, Παρίσι και Τέξας, ενσαρκώνει -για τον σκηνοθέτη- όλη την ουσία της Ευρώπης και της Αμερικής, αντικατοπτρίζει τη σχέση ανάμεσα στον παλιό και το νέο κόσμο και αποκρυσταλλώνει πολλά από τα στοιχεία του σεναρίου». Με αυτή τη βραβευμένη με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών ταινία ο Βέντερς πραγματώνει ένα από τα όνειρά του, να κάνει γύρισμα στα «μυθικά», μεγαλειώδη σκηνικά των γούεστερν.
Ο Βέντερς επέστρεψε στη Γερμανία για να γυρίσει Τα φτερά του έρωτα, που επίσης διακρίθηκε στις Κάννες, το 1987 με το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και του έφερε ευρύτατη αποδοχή. Αυτή η ταινία, με έντονο συναισθηματικό και μεταφυσικό χαρακτήρα, παρακολουθεί δύο αγγέλους στο διαιρεμένο Βερολίνο, και εμπεριέχει όλη την ιστορία της πόλης πριν από την πτώση του τείχους. Με εκπληκτικές εναέριες λήψεις στο Βερολίνο, (υποκειμενικό των αγγέλων) ο σκηνοθέτης μας αφηγείται την ιστορία αυτών των αόρατων για τους ανθρώπους αγγέλων. Ο Ντάμιελ, που υποδύεται ο Μπρούνο Γκαντς, ερωτεύεται μια ακροβάτισσα και λαχταρά να γίνει πάλι άνθρωπος για να βιώσει τις αισθήσεις των κοινών-θνητών: να γευτεί το φαγητό, να ακούσει μουσική, να νιώσει τη βροχή. Ταινία καθαρής ποίησης και ταυτόχρονα ερωτική εξομολόγηση στη ζωή, η μεγάλη αυτή επιτυχία ακολουθήθηκε από το δεύτερο μέρος με τίτλο: Τόσο μακριά, τόσο κοντά, που γυρίστηκε αμέσως μετά την πτώση του τείχους. Μεσολάβησαν: το ντοκιμαντέρ για τον Ιάπωνα σχεδιαστή μόδας Γιόζι Γιαμαμότο, με τίτλο Σημειώσεις για τις πόλεις και τα ρούχα και η ταινία Μέχρι το τέλος του κόσμου, με μια από τις καλύτερες μουσικές επενδύσεις, με το οποίο κάνει ένα άλμα στο μέλλον αναπαριστώντας έναν κόσμο που τον έχει κατακλύσει η τεχνολογία. Δυσαρεστημένος με την συντετμημένη εκδοχή που υποχρεώθηκε να κάνει, ο σκηνοθέτης συνέχισε να μοντάρει και μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες και κατέληξε σε μια πεντάωρη εκδοχή του σκηνοθέτη, που βγήκε 12 χρόνια αργότερα, την οποία και θα δούμε στη Θεσσαλονίκη.
Με την ταινία Lisbon Story ο Βέντερς επιστρέφει το 1993 στην Πορτογαλία, όπου έχει γυρίσει την Κατάσταση των πραγμάτων και το Μέχρι το τέλος του κόσμου, για να μιλήσει για τη χαμένη αθωότητα του σινεμά, το φως και τη μουσική. Στο Πέρα από τα σύννεφα μοιράζεται τα σκηνοθετικά καθήκοντα με τον Ιταλό δημιουργό Μικελάντζελο Αντονιόνι. Πρόκειται για μια σειρά από τέσσερις ερωτικές ιστορίες, γυρισμένες σε διαφορετικές πόλεις κάθε μια από τις οποίες μας προσκαλεί σ’ ένα εσωτερικό ταξίδι. Οι αδελφοί Σκλαντανόφσκι, είναι ο τίτλος της ταινίας που σκηνοθέτησε μαζί με ομάδα σπουδαστών της Σχολής Κινηματογράφου του Μονάχου, από την οποία και ο ίδιος αποφοίτησε, με θέμα τη γέννηση του κινηματογράφου στο Βερολίνο. Με την ταινία αυτή αποτίει φόρο τιμής στους πλέον παραγνωρισμένους πρωτοπόρους της τεχνολογίας της κινούμενης εικόνας, τους αδελφούς Σκλαντανόφσκι, που έφτιαξαν μια μηχανή προβολής, την ίδια εποχή που οι αδελφοί Λυμιέρ στη Γαλλία επινοούσαν την κινούμενη εικόνα.
Ο Ράι Κούντερ, που έγραψε τη μουσική για το Παρίσι, Τέξας και Το τέλος της βίας, συγκέντρωσε το 1996 μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία της κουβανέζικης μουσικής του ’30, του ’40 και του ’50 και δημιούργησε το άλμπουμ με τίτλο: Buena Vista Social Club. Εμπνευσμένος από τους χαρισματικούς αυτούς χαρακτήρες και τη μουσική τους, ο Βέντερς ταξίδεψε στην Αβάνα προκειμένου να ανασυνθέσει τη φιλία του Κούντερ με τους «σούπερ παππούδες», όπως αποκαλούνται στην Κούβα, και κινηματογράφησε συναυλίες τους σε Ευρώπη και Αμερική. Ο Βέντερς εξομολογείται πως δεν είχε στο μυαλό του κάποιο συγκεκριμένο σενάριο. Στόχος του ήταν να αποδώσει το μοναδικό άρωμα αυτής της «υπέροχης, ζεστής μουσικής» και τον ενθουσιασμό που του μετέδωσε ο Ράι Κούντερ γι αυτούς τους μουσικούς. Το Buena Vista Social Club απέσπασε -μεταξύ άλλων διακρίσεων- υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Βέντερς έκανε περισσότερες ταινίες στις ΗΠΑ και στα αγγλικά: Το τέλος της βίας, με τους Γκάμπριελ Μπερν και Άντι Μακ Ντάουελ και Million Dollar Hotel με τον Μελ Γκίμπσον, σε σενάριο γραμμένο σε συνεργασία με τον Μπόνο και μουσική δική του και των U2.
Μετά από πρόσκληση του Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Βέντερς συμμετείχε στη σειρά ντοκιμαντέρ Τα μπλουζ, με ένα επεισόδιο με τίτλο Soul of a Man, με το οποίο αποτίει φόρο τιμής σε τρεις θρυλικούς αλλά άγνωστους στο ευρύ κοινό δημιουργούς των μπλουζ. Συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ, ο Βέντερς τοποθετεί τους τρεις δημιουργούς στο πλαίσιο της εποχής τους και δείχνει την επιρροή τους στους μουσικούς των επόμενων γενεών. Το αρχειακό υλικό ανασυνθέτει τις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30 και διαδίδει αυτό το μουσικό είδος με τον ίδιο τρόπο που το Buena Vista Social Club διέδωσε την κουβανέζικη μουσική παράδοση.
Το 2002 γύρισε στη Γερμανία την ταινία Ωδή στην Κολωνία, για το γερμανικό συγκρότημα ΒΑΡ από την Κολωνία, που τραγουδά σε διάλεκτο και χρειάζεται... υπότιτλους στην υπόλοιπη Γερμανία, ενώ συνέπραξε στη σπονδυλωτή ταινία Δέκα λεπτά αργότερα - Η τρομπέτα (με τους συναδέλφους του: Τζιμ Τζάρμους, Σπάικ Λι, Βέρνερ Χέρτζοκ, Άκι Καουρισμάκι κ.α.), με μια ταινία με τίτλο: 12 Miles to Trona. Δύο χρόνια αργότερα, προβλήθηκε στην Ευρώπη η Γη της Επαγγελίας, μια ταινία με θέμα τη φτώχεια και την παράνοια στην Αμερική. Η ταινία, που δεν έχει βρει ακόμη διανομή στις ΗΠΑ, συνθέτει μαζί με το Τέλος της βίας και το Million Dollar Hotel την τριλογία του Λος Άντζελες.
Είκοσι χρόνια σχεδόν μετά το Παρίσι, Τέξας, ο Βιμ Βέντερς και ο Σαμ Σέπαρντ συναντιούνται ξανά στη μεγάλη οθόνη, ο πρώτος ως σκηνοθέτης και ο δεύτερος ως σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, με την ταινία Μην ξαναγυρίσεις, που συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών 2005. Εκεί ξετυλίγουν μια ιστορία που εντάσσεται στο κλασικό, αγαπημένο ύφος του Βέντερς και περιέχει όλες τις θεματικές εμμονές του Σέπαρντ: την αναζήτηση ταυτότητας, τη συνειδητοποίηση της πατρότητας και το εύθραυστο των οικογενειακών δεσμών.
Επιπλέον στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ομάδες εναντίον της φτώχειας» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο Βιμ Βέντερς συμμετείχε στη σπονδυλωτή ταινία 8, με μια μικρού μήκους ταινία που αναφέρεται στην ανάγκη συνεργασίας των πλουσίων με τις φτωχές χώρες για την ανάπτυξη. Την ταινία συνθέτουν οκτώ ταινιάκια διάρκειας 8-15 λεπτών, που μεταξύ άλλων υπογράφουν η Τζέιν Κάμπιον, με ένα επεισόδιο με θέμα την προστασία του περιβάλλοντος και ο Γκασπάρ Νοέ για το Έιτζ.
Tο 2008 σκηνοθέτησε το φιλμ "Palermo Shooting", στοχασμός πάνω στη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, τη φωτογραφία.
Το επόμενο σχέδιο του ήτνα μια ταινία ντοκιμαντέρ για τη γερμανίδα χορογράφο Πίνα Μπάους/Pina Bausch. H Πίνα Μπάους πέθανε στις 30 Ιουνίου 2009, ξαφνικά και απροσδόκητα. Μετά από μια περίοδο πένθους, τη συγκατάθεση της οικογένειας και τις παρακλήσεις του προσωπικού και των χορευτών που επρόκειτο να ξεκινήσουν τις πρόβες για την ταινία (και οι οποίες δεν έγιναν ποτέ), ο Βέντερς αποφάσισε τελικά να γυρίσει την ταινία, έστω και χωρίς την Πίνα Μπάους στο πλευρό του. Η ερευνητική και τρυφερή ματιά της στις χειρονομίες και τις κινήσεις των χορευτών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια της χορογραφίας της, ήταν ακόμη "ζωντανά". Τώρα πια, παρά τη μεγάλη απώλεια, είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, και ίσως η τελευταία για να αποτυπωθούν όλα τα παραπάνω σε μια ταινία.
Τα γυρίσματα της ταινίας Pina 3D πραγματοποιήθηκαν στο Wuppertal σε τρεις φάσεις: το φθινόπωρο του 2009, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2010. Στην πρώτη φάση, τα "Café Müller", "Le Sacre du printemps" και "Vollmond" παρουσιάστηκαν live στη σκηνή του Wuppertal Opera House, κάποια μπροστά σε κοινό, και μαγνητοσκοπήθηκαν πλήρως. Στη δεύτερη φάση της κινηματογράφησης, οι συντελεστές μαγνητοσκόπησαν το "Kontakthof", άλλο ένα κομμάτι της δουλειάς της Πίνα Μπάους, αυτή τη φορά χωρίς ζωντανό κοινό. Τα γυρίσματα έγιναν με τρεις διαφορετικούς τρόπους, όπως συνήθιζε κι η Μπάους: με τους χορευτές του Wuppertal Tanztheater, με άντρες και γυναίκες ηλικίας μεταξύ 65 και 80 ετών, και με νέους ηλικίας 14 ετών και άνω. Για τις σόλο εμφανίσεις τους, οι χορευτές άφησαν τον περιορισμένο χώρο της σκηνής και τις εκτέλεσαν σε δημόσιους χώρους και βιομηχανικά τοπία. Η ταινία περιλαμβάνει, εκτός από αποσπάσματα από τις 4 παραγωγές που είχε επιλέξει η ίδια η Μπάους, αρχειακό υλικό της χορογράφου εν ώρα δουλειάς, με την καινοτομία της 3D τεχνολογίας, καθώς και πολλές σόλο εμφανίσεις των χορευτών της. O Βιμ Βέντερς δηλώνει: "Με το 3D η ταινία μας θα ήταν εφικτό να γίνει! Μόνο με αυτόν τον τρόπο, ενσωματώνοντας τη διάσταση του χώρου, θα μπορούσα να τολμήσω να μεταφέρω το Tanztheater της Μπάους στην κατάλληλη μορφή στη μεγάλη οθόνη."
Ο Βιμ Βέντερς αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και, από το 1993, καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου.
(πηγή δελτία)