του Θόδωρου Σούμα
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_godard.jpg

Ο γκονταρικός κινηματογράφος, τα Συνέβη στην Αμερική (Made in USA, 1967), Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’αυτήν (Deux ou trois choses que je sais d’elle, 1967), Ο σώζων εαυτόν σωθήτω [Sauve qui peut (la vie), 1980], το  Alphaville (1965), Ο μικρός στρατιώτης (Le petit soldat, 1960) κ.α., διακρίνονται για την ασυνέχεια και την αποσπασματικότητα στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας και στην αφήγηση. Η μοντέρνα, ασυνεχής κινηματογραφική γλώσσα και αισθητική του κολάζ, έτσι όπως πλάστηκε και διαμορφώθηκε από τον εφευρετικό, πρωτοπόρο και μορφοπλάστη σκηνοθέτη, υπήρξε μια μεγάλη μορφολογική καινοτομία και κατάκτηση του σινεμά.
Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται από τη συνάρθρωση ετερογενών υλικών, σε ένα ενιαίο αισθητικό σύνολο. Ο Γκοντάρ φιλοσοφεί, κάνει κοινωνιολογία και πολιτική, στοχάζεται πάνω στη γλώσσα και την επικοινωνία, παίζει με την τέχνη, την κουλτούρα και το λόγο, παραδοξολογεί, κάνει λογοπαίγνια και συνθέτει ποιητικές σκηνές. Η μέθοδος του Γκοντάρ είναι να περνά διαρκώς από τη λογική και αναλυτική διαδικασία και σκέψη, στην ποίηση και τη φαντασία, και το αντίστροφο.
Χρησιμοποιεί, ανασκευασμένα, διάφορα κινηματογραφικά είδη: φιλμ νουάρ, κομεντί, cinéma-verité (κινηματογράφο-αλήθεια) και φανταστικό κινηματογράφο. Ενσωματώνει στις ταινίες του το μαύρο χιούμορ, τη λογοτεχνία, το παράλογο, την πολιτική, την εθνολογία, τις πολιτισμικές αναφορές και τα ντοκουμέντα. Μέσα από τις ιδεολογικές κι αισθητικές αναζητήσεις του ξεπροβάλλουν ανάγλυφα διάφορες όψεις και προβλήματα της γαλλικής κοινωνίας της εποχής του. Διότι υπήρξε, ο χρονικογράφος και ταυτόχρονα, ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης της. Ο Γκοντάρ διερεύνησε τη γλώσσα και τα υλικά του σινεμά με τη διάθεση να πειραματιστεί και να ανακαλύψει. Πρώτα απ’όλα, υπήρξε δημιουργός πρωτότυπων εικόνων και ήχων, νέων οπτικών-μονταζικών μορφών, αναζητήσεων και ιδεών σχετικά με την τέχνη του.

Η Περιφρόνηση περιγράφει το σβήσιμο του έρωτα της Καμίγ για τον σεναρίστα άντρα της, από τη στιγμή που αυτός συμβιβάζεται με τον χοντροκομμένο παραγωγό του. Ο Γκοντάρ φτιάχνει μια απελπισμένη, ποιητική ταινία στοχασμού για τον έρωτα και τον κινηματογράφο. Ο ρόλος του μεγάλου Φριτς Λανγκ, που υποδύεται τον εαυτό του να ετοιμάζεται να γυρίσει μια υπερπαραγωγή πάνω στον Οδυσσέα, συμπιεσμένος από τις απαιτήσεις των παραγωγών, δίνει μια βαθύτερη, τραγική διάσταση στη διερεύνηση της κινηματογραφικής τέχνης. Τα τέσσερα πρόσωπα στήνουν ένα σκηνικό συναισθημάτων, ματαιωμένων πράξεων και καταδυναστευτικών ενεργειών.
Το Alphaville (1965) είναι ένα φιλμ πολιτικής επιστημονικής φαντασίας που μοιάζει με μελλοντολογικό φιλμ νουάρ. Στον αυριανό αυτοματοποιημένο, παγερό κόσμο όπου κυριαρχεί συνθλιπτικά η τεχνοκρατία και οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι, τα άτομα έχουν μετατραπεί σε απρόσωπα ρομπότ. Παρόλα αυτά, το συναίσθημα και η αγάπη μπορούν να ξαναδώσουν πνοή και ελευθερία στη ζωή των καταπιεσμένων ανθρώπων, μας λέει ο σκηνοθέτης.   
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_le-mepris-2.jpg
Το Αρσενικό θηλυκό είναι μια εκφραστική και πλούσια από κοινωνιολογική άποψη, γκονταρική ταινία για την παρισινή νεολαία, έτσι όπως ήταν λίγα χρόνια πριν το ’68, σχεδόν έτοιμη για την εξέγερση του Μάη. Ο Γκοντάρ δημιούργησε ένα φιλμ μυθοπλασίας στα όρια του «κινηματογράφου-αλήθεια» (σε στιλ Ζαν Ρους) που έχει αξία ντοκουμέντου για τη εποχή του (γιατί εξηγεί εύγλωττα και πειστικά πώς η γαλλική νεολαία οδηγήθηκε στην εξέγερση του Μάη του ’68). Η κινηματογραφική γλώσσα του φιλμ μοιάζει με παζλ που συντίθεται από σκηνές της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας και στιγμιότυπα της ζωής των νεαρών ηρώων, καθορισμένης απ’το περιβάλλον. Πρόκειται για ένα κολάζ ήχων, εικόνων, δράσεων, λόγων και προσωπικών στιγμών. Μας φανερώνουν, σχεδόν υπό τη μορφή άμεσου κινηματογράφου (cinéma direct), τη φύση της βιομηχανικής, καταναλωτικής κοινωνίας, η οποία είχε τότε φτάσει στα όρια της αντοχής της, λίγα χρόνια πριν την έκρηξη, δηλαδή την εξέγερση των ανικανοποίητων κι ανήσυχων παιδιών της, των κατά Γκοντάρ “παιδιών του Μαρξ και της Coca Cola”. Στο Αρσενικό θηλυκό (1966) οι νέοι έχουν αρχίσει να αμφισβητούν και να υπερβαίνουν την κοινωνία της εποχής τους, ο καθένας από το δικό του, προσωπικό δρόμο.
Αυτό το κολαζ των ρεαλιστικών εικόνων, αλλά και των έντονων ήχων της πόλης, περιλαμβάνει ιδιωτικά καθώς και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Συζητήσεις για τον έρωτα, τις απεργίες, τις πολιτικές δραστηριότητες των νέων και τη σεξουαλικότητα. Αναφορές σε έργα τέχνης, σε κινηματογραφικά φιλμ, σε μουσικές της εποχής, εφημερίδες, βιβλία και τσιτάτα. Ντοκιμαντερίστικα πλάνα και μεσότιτλους που εμφανίζονται από το πουθενά.
Η γκονταρική αισθητική περιλαμβάνει ιδιότυπα και καινοτόμα champ-contrechamp (δηλαδή ένα πλάνο και κατόπιν το πλάνο, την εικόνα της αντίθετης κατεύθυνσης λήψης), όπου χρησιμοποιείται εκτεταμένα η φωνή off (εκτός κάδρου) του συνομιλητή: Πλάνα όπου διαβάζουμε στο πρόσωπο του ακροατή τις αντιδράσεις του στο λόγο off του ατόμου που μιλά εκτός κάδρου. Επίσης, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τα λαθεμένα ρακόρ στη σύνδεση των πλάνων, στα πλαίσια της αποδομητικής, γκονταρικής μονταζικής σύλληψης. Παρατηρούμε, επίσης, ένα παιχνίδι με τους ήχους που έρχονται και φεύγουν αναπάντεχα, που έχουν μονταριστεί με κοφτό και απότομο τρόπο.
Το Συνέβη στην Αμερική αποτελεί σύνθεση πολιτικού φιλμ, αστυνομικού και αποδιαρθρωμένης, κατεστραμένης κινηματογραφικής αφήγησης. Μίγμα ποπ αρτ, κυβισμού κι επανατοποθέτησης των κωδίκων του κλασικού αμερικάνικου φιλμ νουάρ. Είναι κάτι σαν δαιδαλώδη έρευνα που διεξάγει η Άννα Καρίνα για να εξιχνιάσει μια μυστηριώδη πολιτική δολοφονία, που θυμίζει αυτές του Μπεν Μπαρκά και του Κένεντι.

Το Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’αυτήν είναι ένα επίτευγμα ποιητικού δοκιμιακού κινηματογράφου. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας του φιλμ εκφράζεται στις φιλοσοφικές, γνωσιολογικές, πολιτισμιολογικές και εθνολογικές αναζητήσεις, αναφορές και διερωτήσεις του Γκοντάρ. Αυτές εκδηλώνονται διαμέσου του μονόλογου off του ίδιου του σκηνοθέτη και τις αντιπαραθέσεις εικόνων διαμέσου του μοντάζ. Ο Γκοντάρ διερευνά το ρόλο των αντικειμένων της μοντέρνας βιομηχανικής κοινωνίας και των προϊόντων της κατανάλωσης, το ρόλο της γλώσσας στην προσέγγιση και γνώση των αντικειμένων αυτών και του κόσμου. Μονολογεί ψιθυριστά εκτός κάδρου: «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου». Διερευνά, μέσα από τις εικόνες, τους ήχους και τα λόγια, την ανθρώπινη γνώση και συνείδηση, αλλά και την οικονομική πολιτική του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο κινηματογραφικός λόγος του Γκοντάρ είναι γλωσσολογικός, φιλοσοφικός, πολιτικός και κυρίως ποιητικός. Σχολιάζει, παρατηρεί και στοχάζεται ως κινηματογραφιστής, δηλαδή όπως λέει, ως συγγραφέας και ζωγράφος ταυτοχρόνως. Η ποίηση στην αισθητική του, τα ευφυολογήματα και οι παραδοξολογίες αμβλύνουν και συμπληρώνουν το δοκιμιακό χαρακτήρα της ταινίας. Η δοκιμιακή πλευρά του φιλμ αντισταθμίζεται από την ποιητική έκφραση.
Η αρχική ενότητα του Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’αυτήν (1967) μας εισάγει κατευθείαν στον προβληματισμό του φιλμ. Ξεκινά με πολύχρωμους τίτλους που μας προκαλούν οπτικά και συνεχίζει με εικόνες κτιρίων υπό ανέγερση, σε ένα Παρίσι που βρίσκεται σε οικοδομικό οργασμό. Πάνω σε αυτές τις εικόνες προστίθεται ο ψιθυριστός μονόλογος του σκηνοθέτη που σχολιάζει την οικονομική πολιτική του γαλλικού καπιταλισμού και του υπερσυγκεντρωτικού κράτους. Ακολουθεί μια σκηνή με πλάνα της πρωταγωνίστριας μπροστά στο φόντο των μοντέρνων, ψηλών κτηρίων, η οποία αρχικά μας παρουσιάζεται, από το λόγο off του σκηνοθέτη, ως η ηθοποιός Μαρίνα Βλαντί και κατόπιν ως η ηρωίδα Ζιλιέτ.
Σε αυτή την ενότητα ο Γκοντάρ μας αποκαλύπτει, εν συντομία, τα σκηνοθετικά και αφηγηματικά τεχνάσματα του κινηματογράφου, χρησιμοποιεί την αποστασιοποίηση και αποδομεί έτσι την αληθοφάνεια της φιλμικής αναπαράστασης και γενικά την κινηματογραφική γλώσσα.
Ας πάρουμε τη σκηνή όπου ο άντρας της Ζιλιέτ και ο φίλος του ακούνε στο ραδιόφωνο τον πρόεδρο των ΗΠΑ να ρητορεύει για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Γκοντάρ, για να αναφερθεί στον πόλεμο, χρησιμοποιεί μια μεταφορική εικόνα, ποιητική και παράλληλα πολιτική: Πάνω από τα γκρο πλάνα του ραδιοφώνου βλέπουμε τους καπνούς από τους αμερικάνικους βομβαρδισμούς στο Βιετνάμ, ακούγοντας τον εκκωφαντικό ήχο τους. Πρόκειται για μια από τις πολλές ποιητικές, ελεύθερες και ταυτόχρονα σημαίνουσες εικόνες της ταινίας, οι οποίες έχουν κοινωνικοπολιτικό νόημα.