"Ο κινηματογράφος είναι μια ανάγκη.
Μια βαθιά κοινωνική ανάγκη.
Το να θέλουν οι άνθρωποι να δουν κινηματογράφο σημαίνει μια μύηση ξανά,
σημαίνει ένα ξαναπλησίασμα,
σημαίνει μία ξανα-αγάπη,
σημαίνει ένας ξανα-έρωτας,
μια ξανά-πίστη.
Έτσι θα ξαναβρεθούμε στον κινηματογράφο.
Δεν θα βρεθούμε μέσα απ' τα δεδομένα τα θεαματικά.
Αντίθετα θα βρεθούμε μέσα από την ανάγκη της προσφυγής στο φαντασιακό, μέσα από την δυνατότητα της υπέρβασης, μέσα από την ανθρωπολογική δυνατότητα που έχει ο κινηματογράφος."
Σταύρος Τορνές
Όταν, το 1982, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κιν/φου της Θεσσαλονίκης ο Μπαλαμός το κοινό υποδέχτηκε την ταινία με αποδοκιμασίες (τότε οι κόκκινες σημαίες χρωμάτιζαν τις εικόνες και οι υψωμένες γροθιές κυριαρχούσαν στο λόγο). Όμως, η κριτική υπερασπίστηκε την ταινία του Σταύρου Τορνέ. Διέκρινε σ' αυτήν ένα άλλο βλέμμα, που κοίταζε τον ελληνικό χώρο με τη δύναμη της άγριας φαντασίας και τη χάρη της ποίησης. Γυρισμένη μ' ελάχιστα χρήματα, σαν ένα ντοκιμαντέρ για τα θεσσαλικά άλογα, η ταινία διαδραματίζεται σ' ένα φανταστικό τοπίο στο οποίο συναντιούνται η αληθινή πραγματικότητα της Ελλάδας, τα φαντάσματα της ιστορίας και οι δαίμονες της ύπαρξης.
Αυτή η περιπετειώδης επιστροφή του Σταύρου Τορνέ στη Ελλάδα σήμανε και την έναρξη μιας δεύτερης διαδρομής στη ζωή του. Είχε γυρίσει κάποιες ταινίες στην Ιταλία, όπου έμενε στη διάρκεια της δικτατορίας. Είχε κάνει ταξίδια στις Ινδίες, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη. Είχε δουλέψει σαν ηθοποιός σε ταινίες του Φρανσέσκο Ρόζι (Luciano, Caso Matei, Uomini Contro), του Μάριο Μονιτσέλι (Vogliamo i colonelli, Cristo si efernato a Emboli), των αδελφών Ταβιάνι (Allonsanfan), του Φεντερίκο Φελίνι (La Citta delle Donne), της Ανιές Βαρντά (Nausicae). Είχε συμμετέχει, το 1977, στο πληροφοριακό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία Κοάτι και είχε προκαλέσει εγκωμιαστικά σχόλια από τους κριτικούς των Cahiers. Είχε περιπλανηθεί στον Ιταλικό νότο και είχε δουλέψει σαν γλύπτης.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Σταύρος Τορνές θα γυρίσει, εκτός από τον Μπάλαμο, την Καρκαλού, τον Ντανίλο Τρελές και τον Ερώδιο για την Γερμανία -και επιπλέον δύο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση το Πλατεία Ιπποδάμειας και Με το Νίκο Καββαδία. Είναι αυτές τις ταινίες (αλλά και η στάση ζωής του) που τον έκαναν μια ξεχωριστή φιγούρα στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, ένα πρόσωπο που υπερέβη με τον πιο σαφή και οριστικό τρόπο τις δεδομένες συνθήκες του χώρου.
Το σινεμά του Σταύρου Τορνέ αρνείται το νατουραλισμό, την ηθογραφία (που κυριαρχεί στο ελληνικό σινεμά) όπως αρνείται και το δημοφιλή στη δεκαετία του 80, πολιτικό λόγο: ακολουθεί διαδρομές περιθωριακές, βρίσκεται εκτός χρόνου, αλλά όχι και εκτός τόπου. Με την εξαίρεση του Ερωδιού, οι ταινίες του δεν έχουν μια ευθεία, σαφή και γραμμική αφήγηση. Είναι φτωχές παραγωγές, χωρίς γνωστούς ηθοποιούς, διαδραματίζονται σε τοπία άγνωστα, στις ερημιές της Ελλάδας. Η συνειρμική αφήγηση, το ιδιόμορφο χιούμορ, τα θραύσματα της μνήμης, το φαντασιακό, η ποίηση, ορίζουν το πλαίσιο που κινούνται οι ταινίες. Ελεύθερη από τις δεσμεύσεις της δραματικής πλοκής, η κινηματογραφική κάμερα καταδύεται στη φαντασία και εξερευνά τόπους άγνωστους, καταγράφει γλώσσες παράξενες, εικόνες παράδοξες.
Ο "άγριος" λυρισμός και η ποίηση της εικόνας δεν προκύπτει από κάποια ωραιοποιημένη εκδοχή του πραγματικού κόσμου -αλλά αντίθετα από την ίδια την ακατέργαστη όψη της ζωής. Οι εικόνες στις ταινίες του Σταύρου Τορνέ έχουν μια απροσδόκητη υλικότητα, αλλά και πνευματικότητα: χώμα, σκόνη, πέτρες, οι μορφές των ανθρώπων σαν αγάλματα βαριές. Υπενθυμίζουν τον θεατή την προέλευση τους: κατάγονται από την πραγματικότητα, αλλά ενοικούν στη φαντασία και το ασυνείδητο.
Ιστορίες για παζάρια αλόγων στη Θεσσαλία, η μετά- θάνατον ζωή ενός ανθρώπου, ζωόμορφα πλάσματα, παράξενοι ήχοι και γλώσσες, ντοκιμαντέρ για την πόλη και τους ανθρώπους της, η δημιουργία και οι περιπέτειες της: στις ταινίες θα βρούμε τις πολλές και διάφορες εκδοχές μίας φαντασίας που δεν υπακούει στις λογικές του θεάματος ή της εύκολης συγκίνησης. Αντίθετα εδώ ο κινηματογραφικός λόγος είναι λιτός, απογυμνωμένος από ψιμύθια, καθαρός (από τις προσμίξεις του θεάτρου ή του θεάματος), ακατέργαστος. Αποζητά αυτός ο λόγος να φθάσει στην ουσία των πραγμάτων, να περιγράψει, με τις εικόνες, πράγματα που καμία άλλη τέχνη δεν περιέγραψε: θέλει αυτές οι εικόνες να είναι αυθύπαρκτες.
Το σινεμά του Σταύρου Τορνέ -ασκητικό, αυθύπαρκτο και δωρικό- έχει στον πυρήνα του αυτό που συναντάμε σε κάθε μεγάλη τέχνη: την πραγματικότητα και την υπέρβαση της, δηλαδή την ποίηση.
Οι ήχοι και οι εικόνες των ταινιών του Σταύρου Τορνέ, ακατέργαστοι και γεμάτοι τεχνικά προβλήματα, φλέγονται από ένα πάθος: το πάθος ενός αληθινού δημιουργού που υπερβαίνει την πραγματικότητα, που συναντά τις κρυφές και αθέατες όψεις της ζωής και της ύπαρξης.
Δημήτρης Μπάμπας