Με σπουδές κινηματογράφου και ανθρωπολογίας, ο Δημήτρης Κερκινός είναι ένας από τους βαθύτερους γνώστες του βαλκανικού σινεμά. Εξάλλου είναι ο υπεύθυνος για το τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, από το 2002.
Επιπλέον συστήνει, μέσω του κυκλώματος των φεστιβάλ, το σύγχρονο ελληνικό σινεμά στο διεθνές κοινό (αφιέρωμα στο Φεστιβάλ Κάρλοβυ Βάρι, 2011 κ.ά.).
Μπορούμε να μιλήσουμε για μια ιδιαίτερη ταυτότητα του βαλκανικού σινεμά;
Αν και η προσέγγιση των Βαλκανίων ως μια ενοποιημένη κουλτούρα είναι για πολλούς μη αποδεκτή ή τουλάχιστον προβληματική, παρόλα αυτά, αν εξετάσουμε προσεκτικά τις σύγχρονες βαλκανικές ταινίες θα βρούμε μια μεγάλη θεματική και αισθητική συνοχή. Αντλούν από τον ρεαλισμό, χρησιμοποιούν το ίδιο ‘σκανδαλιάρικο’ χιούμορ, καταπιάνονται με παρόμοια θέματα που προέρχονται από μια κοινή ιστορία: την οθωμανική παρουσία, την αντίσταση στους ξένους κατακτητές και στις ολοκληρωτικές κυβερνήσεις, τη ταραχώδη Ιστορία και τη ρευστή πολιτική -κατάσταση, την αστυφιλία, τον ημι-οριενταλιστικό χαρακτήρα της περιοχής, την κληρονομιά της πατριαρχίας και της οικονομικής εξάρτησης.
Ποιες φάσεις πέρασε ο κινηματογράφος στα Βαλκάνια από την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού μέχρι σήμερα;
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ανέδειξε αρκετές μικρές εθνικές κινηματογραφίες, με κυριότερες αυτές της Σερβίας, της Κροατίας και της Βοσνίας. Αν εξαιρέσουμε κάποιους από τους σκηνοθέτες της «τσέχικης σχολής» της Γιουγκοσλαβίας (Μάρκοβιτς, Γκρλιτς, Πασκάλιεβιτς, Κοστουρίτσα) που συνέχισαν να κάνουν ταινίες, κάθε χώρα που προέκυψε έχει αναδείξει σημαντικούς νέους σκηνοθέτες, που έχουν καταφέρει να δώσουν το προσωπικό τους στίγμα. Έτσι, θα ξεχώριζα από την Σερβία τους Γκολούμποβιτς και Νόβκοβιτς, από την Βοσνία τους Τάνοβιτς και Μπέγκιτς, από την Κροατία τους Μπρεσάν και Σβίλιτσιτς, από την Σλοβενία τον Κόζολε. Σαφέστατα, οι δύο δυναμικότερες βαλκανικές κινηματογραφίες σήμερα είναι αυτές της Ρουμανίας και της Τουρκίας. Αμφότερες κατάφεραν να στρέψουν το διεθνές βλέμμα πάνω τους, μέσα από την ανανέωση του κινηματογράφου τους, την εμφάνιση μεγάλων δημιουργών και την παραγωγή σπουδαίων ταινιών. Στη περίπτωση της Ρουμανίας, από τις αρχές του 2000 έχουμε ένα νέο κύμα δημιουργών, με κορυφαίους τους Μουντζίου, Πούιου, Πορουμπόιου, Μουντεάν. Μαζί μ’ αυτούς υπάρχουν πολλοί άλλοι νέοι ταλαντούχοι σκηνοθέτες, με λιγότερες όμως ταινίες στο ενεργητικό τους. Η γενιά αυτή, χωρίς να αποτελεί ομοιογενές σύνολο ή ένα κίνημα με κοινό μανιφέστο ή ιδεολογία, κατάφερε να δημιουργήσει μια αναγνωρίσιμη «σχολή», με ταινίες που χαρακτηρίζονται από ουμανισμό, ρεαλιστική αισθητική και μινιμαλιστική αφήγηση. Με το πέρασμα του χρόνου, τα κοινά χαρακτηριστικά που αναγνωρίζαμε στις ταινίες των ρουμάνων σκηνοθετών, έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται, διευρύνοντας την κινηματογραφική και θεματική τους γκάμα. Όσο αφορά στην Τουρκία, πρόκειται για την πιο παραγωγική και υγιή κινηματογραφία της περιοχής: υποστηρίζεται από το κράτος, κάνει διεθνείς συμπαραγωγές, έχει εκτοξεύσει την παραγωγή (περισσότερες από 80 ταινίες ετησίως), ενώ οι εισπράξεις των εγχώριων ταινιών υπερβαίνουν εκείνες των χολιγουντιανών παραγωγών στην Τουρκία. Έτσι, η νέα γενιά τούρκων δημιουργών (Τζεϊλάν, Ντεμιρκουμπούζ, Αταμάν, Ερντέμ, Ουστάογλου, Καπλάνογλου) που ανανέωσε τον τουρκικό κινηματογράφο στα τέλη του ’90 και που πλέον ακολουθείται από μια πληθώρα νέων ταλαντούχων σκηνοθετών, είναι διεθνώς καταξιωμένη. Αποκορύφωμα, ο φετινός χρυσός φοίνικας στον Τζεϊλάν στις Κάνες, τριανταένα χρόνια μετά εκείνον στον Γιλμάζ Γκιουνέι.
Πόσο τα φεστιβάλ βοηθούν ένα δημιουργό σε σχέση με την παραγωγή της ταινίας;
Πάρα πολύ. Η αναγέννηση του ελληνικού κινηματογράφου συνιστά ένα χειροπιαστό παράδειγμα καθώς ένας από τους βασικούς λόγους των πρόσφατων επιτυχιών του έχει να κάνει με το γεγονός πως οι σκηνοθέτες του εκμεταλλεύτηκαν και ωφελήθηκαν από το βιομηχανικό κομμάτι (industry) των διεθνών φεστιβάλ. Οι νέοι έλληνες σκηνοθέτες, χωρίς να εξαρτώνται, όπως στο παρελθόν, από τις κρατικές επιχορηγήσεις, εκμεταλλεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες και την εμπειρία που τους προσφέρει το διεθνές δίκτυο των φεστιβάλ (ως προς την ανάπτυξη, χρηματοδότηση, προβολή, διανομή των ταινιών). Αυτή η επαφή του σκηνοθέτη με τους επαγγελματίες του χώρου – experts, παραγωγούς, διανομείς, σκηνοθέτες, προγραμματιστές, είναι καταλυτική για τη δημιουργία και την προώθηση μιας καλλιτεχνικής ταινίας. Το πρότζεκτ του/της δοκιμάζεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ξεκινώντας από τη συγγραφή και την ανάπτυξή του, στην αναζήτηση χρηματοδότησης, στη συμμετοχή του σε φόρα συμπαραγωγής ή σε ειδικές προβολές (work in progress). Έχει λοιπόν τη δυνατότητα να βελτιώσει πράγματα, να δει τη ταινία αλλά και όλο το κινηματογραφικό τοπίο πιο σφαιρικά και επαγγελματικά. Και βέβαια, πολλές φορές οι σχέσεις και οι συνεργασίες που δημιουργεί, ας πούμε, μ' έναν παραγωγό μπορεί να είναι μακροχρόνιες, εξασφαλίζοντας έτσι ένα καλό συνεργάτη, ένα σταθερό σύμμαχο στην προσπάθειά του να κάνει σινεμά.
Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής των ταινιών στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια;
Η πρωτοτυπία της αφήγησης, η καλλιτεχνική αρτιότητα, η διαχείριση του θέματος είναι τα βασικά κριτήρια. Μ' ενδιαφέρει να προτείνω καλές, πρωτότυπες ταινίες, που να έχουν ενδιαφέρουσα αφήγηση, καλλιτεχνική φιλοδοξία, και βέβαια κοινωνικό προσανατολισμό. Θέλω οι ταινίες να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του κοινού, να επικοινωνούν μαζί του σε προσωπικό αλλά και σε πολιτισμικό επίπεδο, να λειτουργούν ως καθρέπτες μέσα από τους οποίους ο θεατής να είναι σε θέση να δει μέσα του αλλά ταυτόχρονα κι έξω απ’ αυτόν, να διακρίνει ομοιότητες και διαφορές με τις γειτονικές μας κουλτούρες. Από εκεί και πέρα μπαίνουν μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν τον προγραμματισμό περισσότερο ή λιγότερο: τα δικαιώματα της ταινίας, η στρατηγική του παραγωγού ή του διανομέα γι’ αυτήν, η συμμετοχή της σ' άλλα φεστιβάλ, η επιλογή της στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, το εκάστοτε προφίλ του προγράμματος, ο προϋπολογισμός του...
Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για το ελληνικό σινεμά;
Γενικά, είναι πολύ καλή. Τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει σημαντική παρουσία στο εξωτερικό, έχει εδραιωθεί στο διεθνή κινηματογραφικό χάρτη κι έτσι, οι ταινίες του προβάλλονται συστηματικά, συζητιούνται. Θα έλεγα πως έχουν γίνει και λίγο της μόδας, καθώς κάθε φεστιβάλ θέλει στις μέρες μας να έχει και μια νέα ελληνική ταινία, ενώ διοργανώνονται συνεχώς αφιερώματα στο νέο του κύμα. Και είναι φυσιολογικό αφού αρκετές ταινίες του έχουν προκαλέσει αίσθηση και έχουν γίνει ευρέως γνωστές. Η δημιουργία του όρου «Greek Weird Cinema» από τους ξένους κριτικούς, μπορεί να αδικεί την ποικιλομορφία του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, είναι όμως ενδεικτική του ενδιαφέροντός που υπάρχει για το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό. Μπορεί ο Λάνθιμος να είναι στις μέρες μας ο πιο αναγνωρίσιμος νέος έλληνας σκηνοθέτης, δεν είναι όμως ο μοναδικός που γνωρίζουν, όπως γίνονταν στο παρελθόν με τον Αγγελόπουλο, μιας και τώρα υπάρχουν πολλές διαφορετικές φωνές και βλέμματα... Αυτό θεωρώ πως είναι κι η μεγάλη του δύναμη, η πολλαπλότητα της ματιάς του.
Ποιος είναι σήμερα -τη ψηφιακή εποχή- ο ρόλος ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ;
Η αλήθεια είναι πως η έλευση της ψηφιακής εποχής έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή στα φεστιβάλ. Ήδη το φιλμ είναι είδος προς εξαφάνιση, έχει πια αντικατασταθεί από το ψηφιακό DCP. Σε λίγα χρόνια είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχει φυσικό μέσο για τη προβολή μιας ταινίας και να γίνονται όλα μέσω δικτύου. Όμως, ο πολιτισμικός ρόλος ενός φεστιβάλ, η εκπαιδευτική σε συνδυασμό με τη γιορτινή του δραστηριότητα, όπως επίσης, κι η «βιομηχανική» του λειτουργία δεν πιστεύω πως θα εκλείψουν. Έτσι, ένα φεστιβάλ πάντα θα εκφράζει τα στοιχεία της συνεύρεσης και της τελετουργικής θέασης, της σινεφιλίας, της ευχαρίστησης μιας καλής προβολής, της ανακάλυψης ενός σκηνοθέτη ή μιας κινηματογραφίας, της επαγγελματικής ζύμωσης και προοπτικής.
(συνέντευξη: Δημήτρης Μπάμπας)