Με την ευκαιρία της συμμετοχής μου στο μεγάλο φετεινό αναδρομικό αφιέρωμα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στον ελληνικό queer κινηματογράφο, με τέσσερις (4) ταινίες, κάνω μια αποτίμηση της κινηματογραφικής μου δουλειάς, αλλά και κάποιες γενικότερες σκέψεις.
Η ‘Λίζα και η άλλη’, η ‘Καλλονή’ ( μικρού μήκους) , και οι δυο μεγάλου μήκους ‘Στην αναπαυτική μεριά’ και ‘Μετέωρο και Σκιά’ γυρίστηκαν όλες την περίοδο 1976 -1985, κατά την πρώτη –ας την πούμε έτσι-, δημιουργική μου δεκαετία.
'Ενα απ’ τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία αυτού του queer κινηματογραφικού αφιερώματος είναι ότι δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην, κάπως παραγνωρισμένη ως είδος, ταινία μικρού μήκους. Και φυσικά. Διότι όταν οι μικρού μήκους ταινίες δεν αποτελούν, θεματικά και αισθητικά, μίζερα κακέκτυπα των mainstream ταινιών μεγάλου μήκους, γίνονται συχνά αποκαλυπτικές, φωτίζουν αθέατες πλευρές μιας θεματολογίας που δεν θα την αποτολμούσαν οι ταινίες του κατεστημένου και της εμπορικής διανομής. Στα 1976- 1977, που γύριζα τις μικρού μήκους μου, δεν ήξερα καλά- καλά αν θα εξακολουθήσω, αν θα μού επέτρεπε ο χώρος, να κάνω κινηματογράφο –έστω και τόσο που έκανα. Δεν είχα ακούσει καν τη λέξη queer. ΄Εβγαζα απλά τη γλώσσα μου, σαρκάζοντας κάποιες μικροαστικές προκαταλήψεις γύρω απ’ την σεξουαλική συμπεριφορά, ή το φύλο όπως το επέβαλλε η κοινωνική ηθική, την ιδιαιτερότητα που ξάφνιαζε και γελοιοποιότανε. ΄Ητανε ξεσπάσματα διαμαρτυρίας οι δικές μου μικρού μήκους. Και, στο μέτρο, που είχαν ξεκάθαρο θεματικό προσανατολισμό, δεν θα τις αποκαλούσα ‘πρωτόλειες’, παρά την ‘ταχύτητα’ με την οποία γυρίστηκαν, ή την ‘μη αναγνωρισμένη’ απόλυτα κινηματογραφική μορφή τους.
Στα 1981, με την ‘Αναπαυτική μεριά’, καταπιάστηκα μ’ ένα θέμα της προσωπικής μου μυθολογίας, απ’ τον καιρό της εφηβείας μου, και όλα αυτά που διάβαζα για μποέμ δανδήδες λογοτέχνες, κοινωνικά προκλητικούς, τον 'Οσκαρ Ουάιλντ, το θάμβος του μεσουράνηματός του, και την τιμωρία του στην φυλακή ως τίμημα για τις κοινωνικές προκλήσεις του. Πώς θα τάκανα όλ’ αυτά, απένταρος και άπειρος; Μα με το μυαλό, και, έστω χωρίς πολλά χρήματα, θάδειχνα την έκσταση και την φθορά δύο τέτοιων μποέμ ποιητών που χάθηκαν. Φανταστικοί οι ήρωες, πιθανόν εραστές. Ωστόσο στο μικρό τους σαλόνι, κινηματογραφείται –στο πρώτο μέρος, της έκστασης-, μια φωτογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη νεαρού δανδή, ενώ στα εξιστορούμενα της φθοράς και της απουσίας τους, στο δεύτερο μέρος, η μηχανή μένει αρκετή ώρα πάνω στο κατεστραμμένο αρχοντικό σπίτι του ποιητή, στα Εξάρχεια, όπως ήταν τότε, στα 1981. Ούτε λόγος. Δεν έγινε καμία αναφορά απ’ την κριτική στ’ όνομα του Αθηναίου δανδή, στον Ουάιλδ ναι, ή στον Ντόριαν Γκρέυ, αλλά στον μισολησμονημένο, τότε, Λαπαθιώτη όχι. Το επόμενο θέμα μου λοιπόν καραδοκούσε, με περίμενε. Μια βιογραφική ταινία για κείνον : ‘Mετέωρο και Σκιά’, 1985. Έχουν τόσα γραφτεί γι αυτήν την ταινία, που δεν θάθελα κάτι άλλο να προσθέσω. Την έχουν ταυτίσει σχεδόν μαζί μου, ενώ πρόσφατα κάπου διάβασα ότι την έκανα σαν μια ‘άσκηση ταύτισης με τον ποιητή’, γι’ αυτό δεν χρειάστηκε ούτε στίχους από την ποίησή του να χρησιμοποιήσω, εύκολα και απλοικά εικονογραφώντάς τους. Άλλωστε όπως ο ποιητής ο ίδιος λέει σε μια σκηνή της ταινίας: ‘΄Ενας άνθρωπος δε λέγεται ποιητής επειδή έχει μόνο την ευκολία να γράφει στίχους..’ Πιστεύω ωστόσο ότι το ‘Μετέωρο και Σκιά’ είναι, παρόλα αυτά, ποίηση. ΄Εχει το κυριότερο χαρακτηριστικό της: καμιά σκηνή του δεν θα μπορούσε να γραφτεί και να γυριστεί αλλιώς και να πει το ίδιο πράγμα.
* Ο Τάκης Σπετσιώτης είναι συγγραφέας (Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Το άλλο κρεβάτι, Τριανδρίες κ.α.) και σκηνοθέτης, μεταξύ άλλων και των ταινιών Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και σκιά (1985).