(αποσπάσματα από μια συνέντευξη)
Σε τελική ανάλυση, οι ταινίες γίνονται για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του, τις ρίζες του. Η γαλλική παιδεία με έκανε ορθολογιστή και ‘’τετράγωνο’’ σε λογική. Όμως κάθε φορά που επιστρέφω στην Ελλάδα, ξαναγεννιέται το ένστικτο. Στο μυαλό μου συνυπάρχουν αυτά τα δύο, επικρατεί πότε το ένα και πότε το άλλο. Αυτός ο συνδυασμός μερικές φορές –όχι πάντα- γεννά ενδιαφέρουσες ταινίες.
Το καθένα ντοκιμαντέρ είναι πολύ διαφορετικό από το άλλο. Το μόνο κοινό συνδετικό μεταξύ τους είναι η τεράστια αγάπη που τρέφω για τους ανθρώπους. Ακόμα και η ταινία Βασίλης Ζαχάρωφ, ο Μυστηριώδης Έλληνας της Ευρώπης, που αφηγείται την ιστορία ενός εμπόρου όπλων ο οποίος είχε τόση επιρροή ώστε καθυστέρησε τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επί ένα χρόνο, παρότι ήταν τρυφερή, εξηγεί πώς η οικονομία επηρεάζει τη ζωή και το θάνατο.
[Σχετικά με το ντοκιμαντέρ Τα γλυκά όνειρα του Μουσταφά ] Ο πατέρας μου ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Έφυγε νεαρός από Κωνσταντινούπολη, πήγε στις ΗΠΑ και σε ηλικία 22 ετών κατείχε διδακτορικό τίτλο. Πάντα ήμουν στη σκιά του, πάντα προσπαθούσε να μου ‘’περάσει’’ όλα όσα ήταν. Θυμάμαι ότι στην πρώτη δημοτικού με ξυπνούσε στις 5 το πρωί και μέχρι να φτάσει η ώρα να πάω στο σχολείο, μου έκανε μάθημα για να μου μάθει θέατρο, αστρονομία, φυσική κλπ. Τον έχασα σε ηλικία 14 ετών και όταν ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα δεν τον είχα κοντά μου. Έτσι πήγα στην Τουρκία για να καταλάβω τι είχε μέσα του, πώς μεγάλωσε. Δεν είχα άλλο τρόπο να μιλήσω μαζί του. Και επειδή η παιδική ηλικία είναι η γλύκα, η καραμέλα, το γλύκισμα, βρήκα ένα εργαστήρια μπακλαβατζήδων όπου τα παιδιά από 10 χρονών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους. Συνάντησα καταπληκτικούς ηθοποιούς - στην πραγματικότητα δεν είναι ηθοποιοί, και άρα δεν γίνεται να τους πεις ‘’ξαναπές το’’, δεν είχαν κανέναν γραπτό διάλογο. Όμως ήταν σαν να ήταν συνδεδεμένοι με την κάμερα, ειδικά ο θείος του Μουσταφά.
[Για την ταινία Καλημέρα κύριε Μάρσαλ] Η Ελλάδα ήταν η χώρα που καταστράφηκε πιο πολύ από όλες τις χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια με τον εμφύλιο. Η χώρα μας ξαναφτιάχτηκε με ένα πολύ παράξενο τρόπο, ο καπιταλισμός χτίστηκε εδώ με βάση ένα πολύ ιδιαίτερο μοντέλο.
(...) Κάποια στιγμή είχαμε χάσει το μέτρο, είχαμε γίνει φοβεροί και τρομεροί, κερδίσαμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, κάναμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες… Είναι καλό να αισθάνεσαι περήφανος για τη χώρα σου, αλλά χάσαμε το μέτρο και αρχίσαμε να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, με πανάκριβα αυτοκίνητα, βίλες, πισίνες… Βέβαια, αυτό συνέβη μετά από 50 χρόνια μιζέριας και η ‘’τιμωρία’’ είναι για αυτά τα λίγα παραπάνω. Και επειδή κανείς δεν καταλαβαίνει την ‘’τιμωρία’’ μας, γι’ αυτό και αισθανόμαστε τρομοκρατημένοι, φοβόμαστε για το πώς θα επιβιώσουμε, πώς θα πληρώσουμε τα χρέη μας. Αν φύγει από το μυαλό μας αυτή η τρομοκρατία, τότε θα σταθούμε στα πόδια μας και θα βρούμε λύσεις.
(πήγη δελτίο τύπου 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)