"Μ' ενδιαφέρει η σχέση ανάμεσα στο χαμηλότερο τμήμα του ανθρώπινου σώματος και το χαμηλότερο τμήμα της κοινωνικής δομής"
Shohei Imamura
Μέλος μιας γενιάς σκηνοθετών που ανδρώθηκε στην ταραχώδη δεκαετία του 60, ο Shohei Imamura γρήγορα αρνήθηκε την παράδοση των γιαπωνέζων δασκάλων. Παρόλο που ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός του Yasujiro Ozu (μαζί με τον Kurosawa και Mizoguchi, ένας από τους τρεις μεγάλους σκηνοθέτες του γιαπωνέζικου σινεμά), γρήγορα απομακρύνθηκε από το ύφος του δασκάλου του: Από το έργό του απουσιάζουν οι όψεις της παράδοσης και η οπτική της νηφάλιας κατανόησης, που χαρακτηρίζουν το έργο του Ozu. Αρνήθηκε τις εικόνες του κατεστημένου -τα κιμονό και οι τελετές τσαγιού- και μέσα από τις ταινίες αναζήτησε την ουσία της γιαπωνέζικής ψυχής: παρουσίασε την "βρώμικη"πλευρά της Ιαπωνίας, τη ζωή στα κατώτερα περιθωριακά στρώματα της κοινωνίας, την απροκάλυπτη και απρόοπτη σεξουαλικότητα, την ακατέργαστη, ενστικτώδη και αυθόρμητη όψη της γιαπωνέζικης κοινωνίας. Μαζί με τον άλλο μεγάλο της γενιάς του 60 -τον Nagisa Oshima-, σχεδίασε πορτραίτα μιας κοινωνίας, φαινομενικά ευημερούσας αλλά σε κρίση, μιας κοινωνίας η οποία μετά την ήττα του πολέμου προσπαθεί να έρθει σε διάλογο με τον ίδιο της τον εαυτό.
Παρόλο που οι κεντρικοί χαρακτήρες στις ταινίες του είναι πρόσωπα περιθωριακά -πόρνες, προαγωγοί, δολοφόνοι, περιπλανώμενοι ηθοποιοί, παραγωγοί ταινιών πορνό- ο ίδιος ο Imamura κατάγεται από μια ευυπόληπτη αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν γιατρός) και σπούδασε λογοτεχνία στο σημαντικό πανεπιστήμιο του Τόκιο, το Waseda. Με αφετηρία το πρωτοποριακό θέατρο ήρθε σε επαφή με το σινεμά. Το 1951 σε ηλικία 25 χρόνων προσλήφθηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη στο στούντιο Shochiku (το πιο παραδοσιακό και αυταρχικό της Ιαπωνίας), όπου και δούλεψε στην ομάδα παραγωγής του Ozu. Το 1954 έφυγε και πήγε στην ανταγωνιστικό στούντιο Nikkatsu, όπου το 1958 γύρισε την πρώτη του ταινία Stolen Desire, με την οποία κέρδισε το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
Η ταινία του Pigs and Battleships, που γύρισε το 1961, τον έκανε γνωστό στο εξωτερικό. Σ' αυτή την ταινία θα βρούμε ως κεντρικό στοιχείο τον παραλληλισμό ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο. Χρησιμοποιώντας αυτή την σχέση ο Imamura προσπαθεί να εξερευνήσει τις ακατέργαστες, ζωώδεις, άγριες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η σχέση ανιχνεύεται σ' όλο το έργο του σκηνοθέτη με πιο πρόσφατη ταινία το The Eel (Το χέλι). Όπως ο ίδιος δηλώνει: "Αναρωτιέμαι τι διαφοροποιεί έναν άνθρωπο από ένα ζώο; Τι είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη; Αναζητώ τις απαντήσεις συνεχίζοντας να κάνω ταινίες".
Η ζωή στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η γυναικεία σεξουαλικότητα, η αναζήτηση της "ιαπωνικότητας", η επίτευξη ενός κινηματογραφικού ρεαλισμού, η κατάπτωση της ανθρώπινης ύπαρξης, το πώς η κοινωνία διαφθείρει τα ένστικτα, οι "ιδιωτικές τελετουργίες" των προσώπων, και η σχέση ανθρώπου ζώου: αυτοί είναι οι βασικοί άξονες σε ταινίες όπως Intentions of Murder, The Insect Woman, A Man Vanishes, The Profound Desire of the Gods.
Διάφορα προβλήματα που αντιμετώπισε στην συνεργασία του με ηθοποιούς έστρεψαν τον Imamura, στα τέλη της δεκαετίας του 60, στο ντοκιμαντέρ. Ωστόσο και εδώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον πυρήνα της προβληματικής του: Αιρετικά και προκλητικά στην θεματολογία τους, τα ντοκιμαντέρ αυτά διαταράσσουν τις ισορροπίες της ιαπωνικής κοινωνίας και επαναφέρουν στην επιφάνεια τα τραύματα του πολέμου. Όπως στο Private Fujita Comes Home (1974) για τους στρατιώτες που δεν γύρισαν από το πόλεμο ή το The Makihg of a Prositute (1975) που αφηγείται την ιστορία των γυναικών που συνόδευαν τον στρατό ως πόρνες, γυναίκες που έγιναν γνωστές με τον όρο "γυναίκες ανακούφισης".
Στην δεκαετία του 80 ο Imamura έγινε ευρύτερος γνωστός στη Δύση. Αφορμή υπήρξε η βράβευση του με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1982 για την Μπαλάντα του Ναραγιάμα. Η ταινία είναι remake μιας παλαιότερης του 1958 και αφηγείται την ιστορία μιας ηλικιωμένης που καλείται να τηρήσει ένα πανάρχαιο έθιμο: θα πρέπει ο γιος της να την μεταφέρει σ' ένα βουνό, όπου εκεί θα πεθάνει από ασιτία. Η ταινία γίνεται η αφορμή για να αναδειχθεί η σκληρότητα και η βαναυσότητα που κρύβεται πίσω από την από παράδοση, παράλληλα όμως είναι και μια ανθρωπολογική μελέτη του παραδοσιακού τρόπου ζωής.
Το 1989 η Μαύρη Βροχή επέτρεψε στον Imamura να ασχοληθεί με το "εθνικό τραύμα": δηλαδή την ρίψη της ατομικής βόμβας από τους αμερικάνους στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, και την ολοκληρωτική καταστροφή που προκάλεσε. Η αφήγηση επικεντρώνεται στο τι ακολούθησε και οι ασπρόμαυρες εικόνές της εκθέτουν όλη την ανείπωτη φρίκη και τον τρόμο της καταστροφής.
Το 1997 ήταν άλλη μια σημαντική χρονιά στην καριέρα του Imamura αφού τότε κερδίζει τον δεύτερό του Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για το The Eel. Εδώ κεντρικός ήρωας είναι ένας δολοφόνος ο οποίος αποφυλακίζεται με αναστολή και προσπαθεί να στήσει ξανά την ζωή του σε μια επαρχιακή κοινότητα: Η αφήγηση παρακολουθεί την σταδιακή μεταμόρφωση του : από την εσωστρέφεια του μετακινείται προς την κοινωνικότητα, χάρις στην σχέση του με μια νεαρή κοπέλα.
Η επόμενη του ταινία με τίτλο Dr Akagi (1998) έχει ως κεντρικό πρόσωπο έναν γιατρό που ασκεί την ιατρική στην επαρχία το 1945. "Ανθρωπολόγος του ασυνείδητου", είναι ένα χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε από ένα κριτικό, μ' αφορμή αυτή την ταινία. Ένας χαρακτηρισμός που προσπαθεί να περιγράψει την γοητεία που ασκούν στο σκηνοθέτη διφορούμενα και αντιφατικά πρόσωπα όπως ο γιατρός στο Dr. Akagi. Στην τελευταία του ταινία με τίτλο Warm Water Under a Red Bridge (2001), θα βρούμε στο κέντρο μια γυναίκα. Η ελαφρότητα στην αφήγηση αποτελεί μία εξαίρεση, όχι όμως και η ιστορία: οι οργασμοί που έχει η γυναίκα διαταράσσουν την ησυχία ενός μικρού χωριού. Η ταινία όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης αναζητά ποια είναι "η βαθύτερη φύση των γυναικών". Αποτελεί δε μια διερεύνηση των φαντασιώσεων, ενώ παράλληλα προσφέρει άλλη μια ευκαιρία για να απεικονίσει ο Imamura στην κινηματογραφική οθόνη ένα δυνατό γυναικείο πρόσωπο.
Για πάνω από 40 χρόνια ο Shohei Imamura με συνέπεια και πυρετώδη εμμονή, με πάθος και επιμονή κατόρθωσε να απεικονίσει τις πιο σκοτεινές και άγριες όψεις μιας κοινωνίας -της ιαπωνικής- και των ανθρώπων που την αποτελούν.
Δημήτρης Μπάμπας