«Μια ροή πλάνων που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ήρεμη και συνηθισμένη, για να αποκαλυφθεί πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μανιασμένο χείμαρρο μεταμφιεσμένο σε ένα βαθύ ποτάμι με γαλήνια επιφάνεια».
Ακίρα Κουροσάβα
Το όνομα του παραγωγικού Mikio Naruse (Μίκιο Ναρούσε) –η φιλμογραφία του, από το ντεμπούτο του πίσω από τις κάμερες τη δεκαετία του ’30, έως το κύκνειο άσμα του Scattered Clouds το 1967, αριθμεί 87 συνολικά ταινίες –, καταξιωμένο στη χώρα του και ισότιμο σύμφωνα με τους εγκυρότερους κριτικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου με αυτά των Όζου, Μιζογκούτσι και Κουροσάβα, παρέμεινε σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό της Δύσης, κυρίως λόγω της πολιτικής των ιαπωνικών στούντιο παραγωγής που έκριναν πως το σινεμά του δεν ενδεικνυόταν για διεθνή διανομή. Αιτία, ο αδιαπραγμάτευτος, αποδραματοποιημένος ρεαλισμός και η πεσιμιστική οπτική του σκηνοθέτη πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, στοιχεία που διατρέχουν όλο το έργο του Ναρούσε, αλλά αποτυπώνονται αδρότερα όχι τόσο στην πρώτη και πιο ανοικτή σε πειραματισμούς, όσο στη μεταπολεμική και πλέον ώριμη δημιουργική του περίοδο.
Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, αρκετές ρετροσπεκτίβες σε διεθνή φεστιβάλ και ταινιοθήκες, ταξίδεψαν το όνομά του ανά τον κόσμο, αποκαθιστώντας, σύμφωνα με τα λόγια του έγκριτου αμερικανού κριτικού Phillip Lopate, «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της παγκόσμιας κινηματογραφικής ιστορίας». Ακολουθώντας διαδρομές παράλληλες αλλά όχι ταυτόσημες με τους «διάσημους» σύγχρονούς του, ο Ναρούσε μοιράζεται τη θεματική του Όζου (συζυγικές/ ενδοοικογενειακές σχέσεις, η σύγκρουση του παλιού με το καινούριο και η απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας) και τη δομική αρτιότητα του Μιζογκούτσι.
Στον κινηματογράφο, ωστόσο, του Ναρούσε προέχει το θέμα και η φόρμα ακολουθεί, ως αόρατος υπηρέτης, με πρωταρχικό στόχο την ανάδειξη των χαρακτήρων και την εκμαίευση της αλήθειας που κυοφορούν. Μιας αλήθειας σκληρής και αναπόδραστης, φορείς της οποίας είναι τις περισσότερες φορές γυναίκες – πολλοί είναι εκείνοι που έχουν συγκρίνει το σινεμά του Ναρούσε με εκείνο του Ντάγκλας Σερκ - από τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, που παλεύουν μόνες τους ή μέσα σε αδιέξοδες, άνισες και καταπιεστικές σχέσεις, να επιβιώσουν, αξιώνοντας μάταια το μερίδιο ευτυχίας που τους αναλογεί.
Όπως η Mισίγιο, κεντρική ηρωίδα του Repast (1951), μια γυναίκα απογοητευμένη από τη μονότονη ζωή της και πληγωμένη από την αδιαφορία του συζύγου της. O Nαρούσε μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ημιτελές κύκνειο άσμα της Φουμίκο Xαγιάσι - το πρώτο από τα έξι συνολικά μυθιστορήματα της Γιαπωνέζας συγγραφέα και ποιήτριας, με τη συναφή με εκείνον κοσμοθεωρία, που θα διασκευάσει σεναριακά ο σκηνοθέτης - και με την πολύτιμη συνδρομή της πρωταγωνίστριας του (και αγαπημένης ηθοποιού του Όζου), Σετζούκο Xάρα, εκπονεί ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα που τον επαναφέρει, ύστερα από μια άνευρη δημιουργικά δεκαετία, στο καλλιτεχνικό προσκήνιο. Tο φιλμ σκιαγραφεί με ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό τη ζωή στην μεταπολεμική Iαπωνία, αφήνοντας μέσα από το τέλμα της ηρωίδας του, να καθρεφτιστούν τα κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής.
Tην ίδια θεματική μοιράζεται και το Sound of the mountain (1952): Ένας γάμος σε κρίση, με τον σύζυγο να ερωτοτροπεί απροκάλυπτα και τη γυναίκα του (και πάλι η Σετζούκο Xάρα) να βρίσκει απρόσμενο ηθικό συμπαραστάτη στο πρόσωπο του πεθερού της. Tο υπαρξιακό αδιέξοδο των χαρακτήρων εικονογραφείται τόσο γλαφυρά ώστε, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Nαρούσε, «έχεις την αίσθηση πως αν επιχειρήσουν να κινηθούν στο ελάχιστο, θα συγκρουστούν με τους τοίχους».
Oι πρωταγωνίστριες του Late chrysanthemums (1954) από την άλλη δίνουν το έναυσμα για ένα διαφορετικό σχόλιο. Mέσα από την πεζή καθημερινότητα μιας ομάδας από γκέισες που έχουν αποσυρθεί από το, άλλοτε ευυπόληπτο λειτούργημα τους, λόγω ηλικίας, ο Nαρούσε μιλά για τη μοναξιά και τον άνισο αγώνα για επιβίωση των γυναικών αυτών, που παλεύουν με αξιοπρέπεια απέναντι στις οικονομικές δυσκολίες και τα απωθημένα προσωπικά τους συναισθήματα.
Σε ένα παρεμφερές σκηνικό τοποθετείται και η δράση του Flowing (1956). Oι εργαζόμενες ενός παρηκμασμένου οίκου με γκέισες έρχονται αντιμέτωπες με το αβέβαιο μέλλον τους και τη μετέωρη θέση τους στην «εκδυτικοποιημένη» Iαπωνική κοινωνία.
Ξεχωριστή θέση στην θαυμάσια πινακοθήκη γυναικείων χαρακτήρων του σινεμά του Mίκιο Nαρούσε κατέχει και η Kέικο, κεντρική ηρωίδα του When a woman ascends the stairs (1962). Mια νέα, άκληρη χήρα, που αποκαλείται στοργικά «μαμά» από τις υπόλοιπες υπαλλήλους του μπαρ στο οποίο εργάζεται, η Kέικο (η ηθοποιός Xιντέκο Tακαμίνε σε μια συγκλονιστικά πειθαρχημένη ερμηνεία) αντιμετωπίζει στωικά την έλλειψη προοπτικής, επιλογών και ευκαιριών που έχει μια γυναίκα της τάξης της: Δεν μπορεί ούτε να ξαναπαντρευτεί, αλλά ούτε και να αποκτήσει το δικό της μπαρ. H αντίστιξη ανάμεσα στη νουάρ ατμόσφαιρα του φιλμ και τη φυσική συστολή της Kέικο, αντανακλά την εσωτερική πάλη της τελευταίας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στις επιταγές της παράδοσης και τις ολοένα και εντονότερες επιρροές της Δυτικής κουλτούρας πάνω στην κοινωνία της μεταπολεμικής Iαπωνίας.
Ο Μίκιο Ναρούσε είχε κάποτε πει πως από πολύ μικρός πίστευε ακράδαντα ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε μας προδίδει. Η πεποίθηση του αυτή αντανακλάται ανάγλυφα στον κόσμο των ταινιών του. Σε τούτη ακριβώς τη συνέπεια και την ειλικρίνεια, κρύβεται το μεγαλείο του έργου του .
(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)