park1.JPG
«Στις ταινίες μου η εκδίκηση δεν οδηγεί στην κάθαρση, αλλά στον πόνο και τις ενοχές. Γι'  αυτό, η βία που γεννάει το κίνητρο της εκδίκησης δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα συμβολικό μέσον». Αυτό δήλωσε ο Park Chan-wook, σκηνοθέτης της ταινίας Sympathy for Lady Vengeance/ Η εκδίκηση μιας κυρίας, του τρίτου μέρους της Τριλογίας της Εκδίκησης (οι άλλες δυο είναι το Sympathy for Mr. Vengeance και το Oldboy), απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Μιλώντας στη συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2005, στα πλαίσια του 46ου Φεστιβάλ Κινηματοπγράφου Θεσσαλονίκης, ο γνωστός Kορεάτης σκηνοθέτης είπε ότι, αν και έχει κουραστεί κάπως από το πλήθος των σχολίων αναφορικά με τη βία στις ταινίες του, οφείλει να χειριστεί το θέμα ως σκηνοθέτης που έχει εκθέσει το κοινό σε τόση βία.
Μιλώντας για την τριλογία του, ο σκηνοθέτης είπε χαρακτηριστικά: «Μέχρι τώρα έχουν υπάρξει πολλές κριτικές, σύμφωνα με τις οποίες η τριλογία μου είναι γνήσιο τέκνο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Δεν είναι μόνο οι κριτικοί που το λένε. Σήμερα θέλω κι εγώ ο ίδιος να παραδεχτώ ότι είμαι πολύ επηρεασμένος από την αρχαία ελληνική τραγωδία» και συνέχισε χαριτολογώντας: «Γι' αυτό και όταν με ρωτάνε γιατί οι ταινίες μου είναι τόσο βίαιες και γιατί επικεντρώνονται στο κίνητρο της εκδίκησης, εγώ τους απαντώ "ρωτήστε τους Έλληνες"».
«Το θέμα της εκδίκησης με ενδιαφέρει ακριβώς επειδή αποτελεί μια χαρακτηριστική έκφραση της ανθρώπινης φύσης: η εκδίκηση δεν φέρνει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αυτή, όμως, είναι η ανθρώπινη φύση. Αφιερώνουμε τη ζωή μας και καταναλώνουμε τόσο πάθος για κάτι που δεν έχει καμία σημασία».
park2.JPGΕπεσήμανε, εξάλλου, ότι αυτό που διαφοροποιεί τις δικές του ταινίες από τις βίαιες ταινίες δράσης του Χόλιγουντ είναι η στάση που τηρείται απέναντι στο θέμα της βίας: «Στις ταινίες του Χόλιγουντ η εκδίκηση, που συνεπάγεται πάντα τη βία και τη βίαιη συμπεριφορά, αντιμετωπίζεται και παρουσιάζεται ως κάθαρση, ως κάτι που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Στις δικές μου ταινίες, όμως, η εκδίκηση  -και η βία που φέρνει-  προκαλεί πόνο και ενοχές στους ήρωές μου».
Τόνισε, πάντως, πως η βία στις ταινίες του είναι ένα συμβολικό μέσον για να αναφερθεί στα συναισθήματα και τις σκέψεις που ωθούν τον άνθρωπο σ' αυτές τις πράξεις: «Δεν με ενδιαφέρει να περιγράψω τη βία καθαυτή, αλλά να αναφερθώ σε όσα βρίσκονται πίσω από αυτήν και την προκαλούν. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, δεν πιστεύω ότι με τις βίαιες σκηνές μου επηρεάζω το κοινό ωθώντας το να πράξει και αυτό αναλόγως».
Σε ό,τι αφορά το ιδιότυπο χιούμορ της σκηνοθετικής ματιάς του, ο Park Chan-wook εξήγησε πως η χρήση του χιούμορ συμβάλλει στην έκφραση της ειρωνείας: «Όταν ένας πατέρας, του οποίου το παιδί έχει δολοφονηθεί, συναρμολογεί το τσεκούρι και ετοιμάζεται να σκοτώσει τον δολοφόνο, το κοινό γελάει. Όταν, όμως, αφού έχει προβεί στην βίαιη πράξη, βγαίνει κλαίγοντας βουτηγμένος στο αίμα, το κοινό αισθάνεται ενοχές επειδή μόλις πριν λίγο γελούσε μ' αυτόν τον άνθρωπο. Αυτό είναι και το ηθικό μήνυμα της ταινίας. Το γέλιο δεν αρχίζει εκεί ούτε τελειώνει εκεί. Θέλω να δείξω ότι μετά το γέλιο μπορεί να έρχεται ο πόνος και η θλίψη - ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, είναι πιο περίπλοκα».
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την πιθανότητα να αλλοιωθούν οι ταινίες του στο Χόλιγουντ επεσήμανε: «Αυτό ακριβώς περιμένω από τους ανθρώπους του Χόλιγουντ, να αλλάξουν εντελώς τις ταινίες μου, ώστε να δημιουργηθεί κάτι εντελώς διαφορετικό και καινούριο».
park3.JPGΚατά τη διάρκεια του masterclass που έδωσε στα πλαίσια του Φεστιβάλ, o Park Chan-wook αναφέρθηκε και σε ζητήματα που αφορούσαν την καριέρα του ως σκηνοθέτη. Ενδιαφέρουσα ήταν η αφοπλιστική απόρριψη από μέρους του Park Chan-wook των δύο πρώτων ταινιών του: Moon is … the Sun's Dream και A Trio, ταινίες που δεν τις έχει δει κοινό εκτός κορεατικών συνόρων. Εντοπίζοντας τον λόγο της απόρριψης, αναφέρθηκε κατά κύριο λόγο στη σχέση που είχε με τους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τότε, είπε ο Park Chan-wook, τους έβλεπε ως ένα κινούμενο αντικείμενο του πλάνου. Έτσι, η πρώτη του ταινία έγινε με έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες της κορεατικής τηλεόρασης -ακόμη και η επανάληψή της στην τηλεόραση τον κάνει να νιώθει ότι δεν άξιζε τον κόπο. Η στάση του πλέον απέναντί τους έχει αλλάξει - το ίδιο και τα κριτήριά του στην επιλογή τους: όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, τους διαλέγει με κριτήριο την εμφάνισή τους. Όχι βέβαια με κριτήριο την ομορφιά τους, αλλά με το κατά πόσο οπτικά ταιριάζουν με την εικόνα του χαρακτήρα που αυτός έχει πλάσει στο μυαλό του. Επίσης, θέλει να είναι έξυπνοι και συνεργάσιμοι -και αυτό το μαθαίνει από τις πληροφορίες που συλλέγει από τις προηγούμενες συνεργασίες τους. «Γιατί», όπως είπε χαρακτηριστικά, «ο Κλιντ Ίστγουντ δεν είναι γνωστός για τις δεξιότητες ηθοποιίας του. Είναι ωστόσο μεγάλος ηθοποιός γιατί ταιριάζει οπτικά με τους ρόλους του, είναι έξυπνος και συνεργάζεται σωστά στο σετ.»
oldboy3.jpgΓια το θέμα της οπτικής διάστασης του έργου του, ο ίδιος δήλωσε ότι σε γενικές γραμμές τον ενοχλεί να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στο οπτικό του στιλ.
Εξ άλλου, με δεδομένο το γεγονός ότι σε καθεμία από τις ταινίες της τριλογίας «της εκδίκησης» εργάστηκε με διαφορετικό διευθυντή φωτογραφίας, ο ίδιος θεωρεί ότι αν κάποιος δεν γνωρίζει ότι τις υπογράφει ο ίδιος σκηνοθέτης, δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει μία τέτοιου είδους ενότητα. Για τον ίδιον, σημασία έχει η αφήγηση της ιστορίας: ό,τι συντελεί σε αυτόν τον στόχο, αξιοποιείται ανάλογα. Έτσι, και για την επόμενη ταινία του, η οποία θα γυριστεί ψηφιακά, δεν σκέφτηκε «ας κάνω κάτι ψηφιακό», αλλά ήταν το θέμα που οδήγησε στη λύση της ψηφιακής: οι έγκλειστοι σε ένα ψυχιατρικό άσυλο και οι εμμονές τους «απαιτούσαν» με τον τρόπο τους να γυριστούν ψηφιακά.
Σε ερώτηση από το κοινό σχετικά με τα σενάρια των έργων του, ο Park Chan-wook έδωσε με λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίον εργάζεται: Δουλεύει πάντοτε με συνεργάτη, έχουν από ένα πληκτρολόγιο καθένας και «συνομιλούν» μέσω της ίδιας οθόνης, απαντώντας ο ένας ουσιαστικά στον άλλον.
Μόνιμος συνεργάτης του στο σενάριο ήταν ο καλύτερός του φίλος μέχρι πρόσφατα που αποφάσισε να γίνει ο ίδιος και σκηνοθέτης. Έτσι, ο Park Chan-wook αναγκάστηκε να βρει άλλον με βασικό κριτήριο αυτή τη φορά τη δέσμευση του μελλοντικού του συνεργάτη ότι ... δεν θα γίνει σκηνοθέτης. Μπορεί να του πάρει από 30 ώρες μέχρι έξι μήνες για να γράψει ένα σενάριο. 30 ώρες χρειάστηκε η συγγραφή του σεναρίου για το Oldboy και έξι μήνες η συγγραφή για την Εκδίκηση της κυρίας. Είναι προφανές ότι το κριτήριο είναι εσωτερικό: ο σεναριογράφος πρέπει να νιώσει όπως ο ολοκληρωμένος ασιάτης ζωγράφος, ποια είναι η στιγμή που η μονοκοντυλιά τελειώνει, που το έργο έχει ολοκληρωθεί.

(πηγή δελτία τύπου του 46ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονικής για την συνέντευξη τύπου, την τιμητική εκδήλωση και το masterclass)