του David Cronenberg
Ο Tom Stall ζει μια ευτυχισμένη και ήσυχη ζωή μαζί με την δικηγόρο σύζυγο της και τα δύο τους παιδιά σε μια μικρή πόλη του Millbrook, Indiana.
Όμως μια νύχτα ο ειδυλλιακός τρόπος ζωής τους κλονίζεται όταν ο Tom αντιμετωπίζει μια ληστεία στο εστιατόριο. Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, αναλαμβάνει δράση και σώζει τους πελάτες και φίλους του σκοτώνοντας τους δύο ληστές. Γίνεται ο ήρωας της μικρής πόλης και δημοσιογράφοι καταφθάνουν για να κάνουν μαζί του μια συνέντευξη.
Όταν τα φώτα της δημοσιότητας αποσύρονται από πάνω του στην μικρή πόλη καταφθάνει ο Carl Fogarty. Πεπεισμένος ότι στο πρόσωπο του Tom Stall αναγνωρίζει ένα πρώην μέλος της συμμορίας του τον παρενοχλεί. Τώρα ο Tom και οι φίλοι του θα πρέπει να αγωνιστούν για την αλήθεια. Η ζωή του Tom αναστατώνεται λόγω ενός λάθους.
Στις γραμμές που ακολουθούν ο David Cronenberg αναφέρεται στα της ταινίας.
«Σ’ ένα βαθμό είναι μια ταινία mainstream, ωστόσο έχει ορισμένες πολύ ενοχλητικές και ενδιαφέρουσες συντεταγμένες. Η ταινία επικεντρώνεται σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, εκτροχιάζεται όμως μ’ ένα πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Είναι όπως ένα θρίλερ του Hitchcock όπου ένας αθώος αναγνωρίζεται λανθασμένα από κάποιους τρομακτικούς ανθρώπους και σέρνεται σ’ ένα κόσμο με τον οποίο θα προτιμούσε να μην γνωρίζει κάτι.
(…) Ήταν φανερό σε μένα από την αρχή ότι ήταν μια πολύ αμερικάνικη ιστορία που διαδραματίζεται στην βαθιά Αμερική, σε μια τέλεια αμερικάνικη πόλη σχεδόν στον κήπο της Εδέμ. Αυτό έκανε τον Καναδά ως τον ιδεώδη τόπο για να γυρίσουμε εκεί ολόκληρη την ταινία. Έχει στοιχεία –απόηχους από τα αμερικάνικα γουέστερν.
Τα ειδικότερα στοιχεία της ταινίας είναι αμερικάνικα, όμως ο πυρήνας της είναι παγκόσμιος. Το σεξ και η βία πάντα ταίριαζαν πολύ καλά, όπως το μπέικον με τα αυγά. Νομίζω ότι πάντα υπάρχει στην βία μια σεξουαλική διάσταση και στην σεξουαλικότητα μια βίαιη διάσταση. Για μένα να διερευνώ αυτά τα στοιχεία είναι απόλυτα φυσιολογικό. Όπως είπε και ο Bernard Shaw «η σύγκρουση είναι η ουσία του δράματος». Νομίζω ότι η «σοβαρή» αφήγηση και το μαύρο χιούμορ δεν αλληλοαποκλείονται. Νομίζω ότι μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να είναι και αστείος και σοβαρός. Πιστεύω ότι η ταινία αρκετά αστεία. Υπάρχει μια πραγματική ένταση σε ορισμένες σκηνές μεταξύ των σοβαρών ή συναισθηματικών στοιχείων που υπάρχουν σ’ αυτές και των αστείων.
(…) Η υπευθυνότητα σχετικά με την απεικόνιση της βίας επαφίεται στην καλλιτεχνική φόρμα. Είναι αλήθεια ότι κανένας δεν δημιουργεί τέχνη «εν κενώ». Ωστόσο πάντα η πρώτη προτεραιότητα είναι η ταινία.
Μιμούνται οι θεατές την βία που βλέπουν στην οθόνη; Γίνεται δολοφόνος κάποιος αν προηγουμένως έχει δει φόνους; Νομίζω ότι αν αυτό ισχύει ο κόσμος θα έπρεπε να μην έχει πληθυσμό αποδεκατισμένο. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν πράττουν αυτό που βλέπουν στην οθόνη. Στην πραγματικότητα πιστεύω ότι αυτό που έχουμε κάνει σ’ αυτή την ταινία οδηγεί στην υπευθυνότητα: επειδή προκαλεί μια σοβαρή συζήτηση για την φύση της βίας και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στην κοινωνία».
«Η ιστορία έχει μια άμεση απήχηση στα συναισθήματά σου. Ένα παντρεμένο ζευγάρι με δύο παιδιά προσπαθεί να ζήσει μια ήσυχη, τίμια, ευτυχισμένη ζωή, αλλά συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτό είναι ένα κλασικό κινηματογραφικό στοιχείο που αμέσως με άγγιξε.»
«Ως ένα μεγάλο βαθμό η ιστορία είναι κλασική, αλλά έχει και μερικές πολύ ενοχλητικές όσο και ενδιαφέρουσες υπόγειες προεκτάσεις,» συνεχίζει ο σκηνοθέτης, του οποίου οι τόσο ξεχωριστές ταινίες έχουν γίνει αντικείμενο λατρείας σε ολόκληρο τον κόσμο. "Πιστεύω ότι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον είδος θρίλερ, γιατί ακριβώς δεν είναι το τυπικό κινηματογραφικό θρίλερ. Είναι περισσότερο ένα θρίλερ στην παράδοση του Χίτσκοκ, όπου κάποιοι επικίνδυνοι εγκληματίες μπερδεύουν την αληθινή ταυτότητα ενός αθώου ανθρώπου, θεωρώντας ότι είναι κάποιος άλλος και τον βυθίζουν σε έναν κόσμο τον οποίο ο άνθρωπος αυτός δε θα ήθελε ποτέ του να γνωρίσει. Η ζωή του και οι ζωές των μελών της οικογένειάς του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας αυτής της παρεξηγημένης ταυτότητας. Η ταινία ασχολείται με πολλά ενδιαφέροντα θέματα, αλλά μετά αλλάζει κατεύθυνση, με έναν εξίσου συναρπαστικό τρόπο".
«Ο Vigo είναι το είδος του ηθοποιού που προτιμώ,» λέει χαμογελώντας ο Cronenberg , ο οποίος προτιμά να δουλεύει με ηθοποιούς που δεν είναι μόνο λαμπεροί πρωταγωνιστές, αλλά ηθοποιοί χαρακτήρων. «Πρώτα απ’ όλα δεν έχουν ανασφάλειες γιατί δεν αγωνίζονται να προστατέψουν την εικόνα που έχουν δημιουργήσει ως σταρ, κι επιπλέον διαθέτουν μία μεγαλύτερη ‘παλέτα χρωμάτων’ γιατί μέσα τους διαθέτουν όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Προτιμώ αυτή τη συναισθηματική ιδιομορφία που συνήθως βλέπεις σε ένα ηθοποιό χαρακτήρων παρά σε ένα λαμπερό σταρ του σινεμά. Όμως αυτός ο ηθοποιός χαρακτήρων δε θέλω να χάνει ούτε την ιδιαίτερη παρουσία, ούτε το ειδικό βάρος του μεγάλου ηθοποιού.»
(αποσπάσματα δηλώσεων από συνέντευξη κατά την διάρκεια του φεστιβάλ Καννών 2005 και από τις σημειώσεις για την παραγωγή).